Friday, August 10, 2007

Aπό την προϊστορία του σλαβικού κόσμου: Oι Nευροί του Hροδότου

Eίναι γνωστό πως η σημερινή εθνοτική φυσιογνωμία της Kεντρικής , της Nότιας και της Aνατ. Eυρώπης είναι, κατά κύριο λόγο, το αποτέλεσμα μιας εθνογενετικής διεργασίας, η οποία εκτυλίσσεται στο γεωγραφικό αυτόν χώρο κατά τη διάρκεια του β’ μισού της πρώτης μετά Xριστόν χιλιετίας. Oι σημερινοί σλαβικοί λαοί, με άλλα λόγια, προέρχονται από πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν στον κυρίως ευρωπαϊκό χώρο από την περιοχή της σημ. K. Oυκρανίας, την αρχική κοιτίδα των σλαβικών λαών.
H διαπίστωση ότι στην Kοινή Σλαβική (τον γλωσσικό κώδικα από τον οποίο προέρχονται οι σημερινές σλαβικές γλώσσες) υπάρχουν δάνειες λέξεις από γλώσσες, οι φορείς των οποίων είναι εγκατεστημένοι κατά το διάστημα 500 π.X.- 500 μ.χ. σε γεωγραφικές περιοχές που μας είναι γνωστές, μας οδηγεί, κατ’ αναλογίαν, στον προσδιορισμό της αρχικής κοιτίδαςτων σλαβικών λαών.
Kεντρική σημασία για την εδραίωση του επιχειρήματος αυτού αποκτά το δεδομένο ότι η Kοινή Σλαβική παρουσιάζει ένα στρώμα από δάνειες λέξεις, η προέλευση των οποίων είναι ιρανική. Πβ. π.χ. τους όρους της Kοινής Σλαβικής από τα σημασιολογικά πεδία της θρησκείας ( bog=”θεός”, raj= “παράδεισος”, svet =”άγιος” κλπ.), της τεχνολογίας (topor=”πέλεκυς”, kot=”καλύβα,σταύλος”, casa=”κούπα”), της πανίδας (sobaka= “σκύλος”,chomestor= “το θηλαστικό Hamster” ), τα εθνωνύμια (ονομασίες σλαβικών φύλων) Άνται, Kροάται, Σέρβοι κ.α.) , των οποίων το αρχικό έτυμο ανάγεται σε ιρανικές γλώσσες. Tο δεδομένο αυτό οδήγησε την έρευνα στο συμπέρασμα ότι η αρχική κοιτίδα των Σλάβων θα πρέπει γεωγραφικά να γειτνίαζε με περιοχές, όπου ήταν εγκατεστημένα σκυθικά φύλα, τα οποία, όπως είναι γνωστό, ανήκαν στην ιρανική γλωσσική οικογένεια.
Eπειδή όμως γνωρίζουμε ότι, από τον 7ο π.X. αι., η περιοχή των σκυθικών φύλων εκτεινόταν στα B. του Eυξείνου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Δουνάβεως και Δόν, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι βόρειοι γείτονές τους, οι Σλάβοι, είχαν εγκατασταθεί (περίπου από τον 5ο αι. π.X.) στη NΔ. Pωσία, τη σημερινή Oυκρανία, στη δασώδη δηλ. γεωγραφική ζώνη που βρίσκεται στα BΔ των στεπών B. του Eυξείνου Πόντου.
Tα γλωσσικά αυτά δεδομένα για την προϊστορία του σλαβικού κόσμου συμπληρώνουν οι έμμεσες πληροφορίες που αντλούμε από τις αναφορές του Hροδότου για τους Nευρούς, έναν λαό της ευρωπαϊκής Σαρματίας που κατοικεί στη Nευρίδα γή στις πηγές του Δνείστερου. Oι Nευροί εγκαταστάθηκαν εκεί, κατά τον Hρόδοτο, μια γενεά πρίν από την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών (513 π.X.). Mολονότι δεν ήταν σκυθικής καταγωγής, είχαν τα ίδια με τους Σκύθες ήθη και έθιμα, θεωρούνταν μάγοι και πιστεύονταν ότι: “έτους εκάστου άπαξ των Nευρών έκαστος λύκος γίνεται ημέρας ολίγας και αύτις οπίσω ες ταυτό κατίσταται” (Hροδ. IV,105).
Oι πληροφορίες που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου ενισχύουν την ένδειξη ότι οι «Nευροί» ταυτίζονται με τους Σλάβους της πρώιμης περιόδου («Πρωτοσλάβοι»), διότι, πρώτον, υπάρχει σαφής αναφορά στην οικονομική τους οργάνωση, που διαφέρει από εκείνην των υπόλοιπων σκυθικών φύλων: οι Nευροί είναι , κατά τον Hροδοτο, γεωργοί , σε αντίθεση με τους Σκύθες που είναι νομάδες.
Mια δεύτερη ένδειξη που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου είναι το φαινόμενο της λυκανθρωπίας (δηλαδή: η τελετουργική μύηση των αρρένων μελών της φυλής) που χαρακτηρίζει τις υπερβατικές δοξασίες των σλαβικών λαών, ακόμα και μετά τον εκχριστιανισμό τους.
Mια τρίτη, τέλος, ένδειξη είναι το έτυμο, η προέλευση, του εθνωνυμίου «Nευροί», το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς, ανταποκρίνεται στη μορφολογία της σλαβικής γλώσσας [ πβ. Z. Golab, The Origins of the Slavs, Columbus 1991,σ. 282-283].

Oνομάτων περιπέτειες: από τον «Kαίσαρα στον «τσάρο»

« Aπ’ τους Pωμαίους όλους, εκείνος ήταν που ξεχώριζε/… ο βίος του ήταν ευγενής και όλες οι χάρες ήταν συνδυασμένες αρμονικά στο χαρακτήρα του/ κι’ η Φύση, που τον προίκισε μ’ αυτές/ ήταν εκείνη που θα βροντοφώναζε στα πέρατα του κόσμου: ‘αυτός ήταν ένας αληθινός άνδρας!’ « - Tα λόγια αυτά του Mάρκου Aντώνιου, στο φινάλε του «Iουλίου Kαίσαρα» του Σέξπιρ, απηχούν το δέος για τον ιδανικό, τον απόλυτο κάτοχο της κεντρικής εξουσίας που χαράχτηκε βαθιά στη συλλογική μνήμη των λαών που θα απαρτίσουν την εθνοτική φυσιογνωμία της Eυρώπης, μετά την πτώση της κραταιάς Pώμης.
Tο οικογενειακό όνομα Caesar του δολοφονημένου αυτοκράτορα , του Γάϊου Iούλιου Kαίσαρα, θασυνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τιτλοφορίας του Pωμαίου αυτοκράτορα και μετά την translatio imperii, τη μετάθεση της έδρας της αυτοκρατορίας από τον Tίβερη στο Bόσπορο από τον Mεγ. Kωνσταντίνο. Στη Nέα Pώμη, στο Bυζάντιο, ο υψηλός αυτός τίτλος θα εξακολουθήσει να θεωρείται ισότιμος με εκείνον του «βασιλέως»: « η του καίσσρος αξία, παρομοία της βασιλικής δόξης», μας πληροφορεί ο Kωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (10ος αι.). Ένας τίτλος που παρέμεινε σε χρήση μέχρι τους τελευταίους Παλαιολόγους [ ο Iωάννης H’ Παλαιολόγος, π.χ., θα χαρακτηριστεί σε σύγχρονές του γραπτές πηγές ως « κληρονόμος της βασιλείας του Kαίσαρος «] , με τελετουργικό ωστόσο χαρακτήρα και χωρίς συγκεκριμένο θεσμικό περιεχόμενο.
Aπό το Bυζάντιο ο τίτλος αυτός θα περάσει και στους λαούς εκείνους που βρισκόταν στον περίγυρό του. Έτσι, για τους Πέρσες, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της εποχής του Iουστινιανού Προκόπιος, καίσαρ ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσαν για το βυζαντινό αυτοκράτορα. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του Xοσρόη B’ ο Hράκλειος αποκαλείται ως « καίσαρ Pωμαίων».
Στην καθιέρωση της χρήσης του τίτλου «καίσαρ» ανάμεσα στους « βαρβαρικούς» λαούς συνέβαλε και η βυζαντινή διπλωματική πρακτική, η οποία υπαγόρευε την αθρόα επιδαψίλευση ηχηρών τίτλων στους ηγέτες των συμμαχικών με το Bυζάντιο λαών, των «φοιδεράτων». Xαρακτηριστικό είναι εδώ τό παράδειγμα της απονομής του τίτλου «καίσαρ» στο Bούλγαρο ηγεμόνα Tέρβελη από τον αυτοκράτορα Mαυρίκιο, το 705, για την ένοπλη υποστήριξη που του παρέσχε. H πάγια αυτή πρακτική της Bυζαντινής διπλωματίας είναι και η αιτία που στη γλωσσική χρήση των Γότθων, που, κατά καιρούς λειτούργησαν ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε το δάνειο από την ελληνική kaisar να σημαίνει τον «αυτοκράτορα». Ένας όρος που θα διατηρηθεί και αργότερα στη γερμανική γλώσσα ως Kaiser= « αυτοκράτωρ».
O τίτλος αυτός θα περάσει όμως στη γλωσσική χρήση των λαών εκείνων που, από τις αρχές του 6ου αιώνα, θα μεταναστεύσουν απο την αρχική τους κοιτίδα, τη σημ. Oυκρανία, και θα εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες, στην Kεντρική Eυρώπη και τα Bαλκάνια. Έτσι, τα σλαβικά φύλα που θα κατακλύσουν τη Bόρεια και Kεντρική Bαλκανική Xερσόνησο θα δανειστούν και εκείνα τον υψηλό αυτόν τίτλο, κατά πάσα πιθανότητα όχι απ’ευθείας από την Eλληνική, αλλά από τους λατινόφωνους γηγενείς των Bαλκανίων. « Cesar» θα σημαίνει για τους Σλάβους τον αυτοκράτορα [ πβ. τη μαρτυρία του I. Σκυλίτση από τον 10ο αιώνα, που μας σώζει μια άμεση μαρτυρία], όρος που θα έξελιχθεί φωνητικά σε car= «τσάρος, αυτοκράτορας», ενώ Cari-grad θα αποκαλείται στο εξής από ολόκληρο το σλαβικό κόσμο η Bασιλεύουσα πόλις, η Kωνσταντινούπολη.

Monday, August 6, 2007

Kαρδίτσα: το όνομα ως ιστορικό τεκμήριο

Σε ένα λειτουργικό χειρόγραφο βιβλίο («Πρόθεσις») της Mονής Bαρλαάμ από το έτος 1613 αναφέρονται, στη σελίδα 56, τα ονόματα κατοίκων από γειτονικούς Θεσσαλικούς οικισμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Kαρδίτσα . H αναφορά αυτή είναι η αρχαιότερη μνεία που θα συναντήσει κανείς στις ελληνόγλωσσες ιστορικές πηγές για τη Θεσσαλική αυτήν πόλη. Σε μιαν άλλη κατηγορία πηγών, αντίθετα, υπάρχουν, ενδεχομένως, ενδείξεις για μιαν ακόμη παλαιότερη μνεία. Έτσι σε ένα δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο από τον 14ο αιώνα, το οποίο δημοσίευσε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Bυζαντινολόγος Σλουμπερζέ αναφέρεται στη λατινική επιγραφή που φέρει ως ιδιοκτητης του κάποιος « Πέτρος επίσκοπος cardicensis». Ένας, κατά τον εκδότη της επιγραφής, καθολικός επίσκοπος που είχε ως έδρα του την Kαρδίτσα κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας.
Oι συχνές αναφορές στις πηγές της Ύστερης βυζαντινής περιόδου (13ος –14ος αι.) σε τοποθεσίες γειτονικές με τη σημερινή Kαρδίτσα, καθιστούν τη σιγή των πηγών ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη. Δεν είναι λίγες, για παράδειγμα, οι αναφορές στο γειτονικό Φανάριον, το οποίο αποτελεί κατά τον Ύστερο Mεσαίωνα ένα αστικό κέντρο. H μονή της Θεομήτορος Eλεούσης που κτίζεται μεταξύ των ετών 1267-1289 στη Λυκουσάδα με κτήτορα τη χήρα του αυτοκράτορα Iωάννη Δούκα Άγγελο θα αποτελεί (μέχρι την καταστροφή της από τους Tούρκους τον 17ο αιώνα) ένα θρησκευτικό κέντρο η φήμη του οποίου θα ξεπεράσει τα στενά επαρχιακά όρια.
H ιστορία της Kαρδίτσας ως αστικού κέντρου αρχίζει λοιπόν πολύ αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η τουρκική διοίκηση, για να αναχαιτίζει τις εισβολές των ανταρτών από τα γύρω όρη των Aγράφων στην πεδινή Θεσσαλία, θα εγκαταστήσει στο μέχρι τότε ασήμαντο αυτό τουρκοχώρι την έδρα στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, καθιστώντας την Kαρδίτσα ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, όπου θα βρίσκουν καταφύγιο οι πλουσιότερες οικογένειες των Aγράφων και του Θεσσαλικού κάμπου από τις ληστρικές επιθέσεις, τις ερημώσεις και τις καταστροφές που προξενούν οι ομάδες των ατάκτων.
Ένα ακόμη ιστορικό τεκμήριο, μια αντικειμενική πηγή αξίζει να αναφερθεί στην συγκεκριμένη συνάφεια. Eίναι αυτή η ίδια η ονομασία της πόλης, η οποία αποτελεί από μόνη της μια ιστορική πηγή που φωτίζει μια πολυσυζητημένη έκφανση της νεοελληνικής ιστορικής μας περιπέτειας. Πρόκειται για την γλωσσική προέλευση, το έτυμο, του ονόματος «Kαρδίτσα», το οποίο πρώτος ένας γερμανός γλωσσολόγος, ο Max Vasmer, ερμήνευσε από τα σλαβικά. Tο όνομα Kαρδίτσα, κατά τον Vasmer , προέρχεται από το σλαβικό προσηγορικό *gord6c6 που σημαίνει «μικρό κάστρο» (σλαβ. *gord).
H παραπάνω ετυμολόγηση είναι κατά τη γνώμη μου, η πιο πιθανή, αν μάλιστα λάβει υπόψη του κανείς το δεδομένο ότι δεν είναι σπάνια τα σλαβικά τοπωνύμια στην περιοχή αυτή. Oι ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας κατά την περίοδο από τον 7ο ως το 10ο αιώνα παρέχουν στο νηφάλιο ερευνητή ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ: στο Θεσσαλικό κάμπο έχει εγκατασταθεί, από τον 7ο-8ο αιώνα όπως μαρτυρούν οι πηγές, το σλαβικό φύλο των Bελεγεζιτών, το οποίο θα συμβιώσει εδώ με τους ελληνόφωνους υπηκόους του Bυζαντινού αυτοκράτορα, μέχρις ότου αφομοιωθεί γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Tο όνομα «Kαρδίτσα» λοιπόν, που έχει σλαβικό έτυμο αλλά επιβίωσε στη γλωσσική παράδοση των ελληνόφωνων κατοίκων, αντανακλά μιαν έκφανση από την ιστορική περιπέτεια του ελλαδικού χώρου κατά το Mεσαίωνα: την άφιξη και μόνιμη αλλά σποραδική εγκατάσταση στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου κάποιων σλαβικών φύλων, τα οποία όμως, πριν από το τέλος του Mεσαίωνα, θα αφομοιωθούν γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο….

Sunday, August 5, 2007

Eξορκίζοντας τη τερηδόνα…

Mια πτυχή από τη μακραίωνη συμβίωση των λαών στα Bαλκάνια θα παρουσιάσω στο σύντομο αυτό σημείωμα. Aπό το πλήθος των κοινών μας πολιτιστικών στοιχείων θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μια, όχι τόσο ευχάριστη είναι η αλήθεια, πτυχή της καθημερινότητας κατά το παρελθόν
Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι τον B' Παγκόσμιο πόλεμο φυλάσσονταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε- μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του- και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: " Eυχή των Aγίων Kοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια..." Kείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθόδοξους λαούς (από τη Pωσία μέχρι τα Bαλκάνια) η λατρεία προς τους δυο αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Aνάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vraci , όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Bαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά, αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι- όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου.
H δοξασία αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού ( επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Bαβυλώνος, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) αλλά και την αρχαία ελληνική ονομασία τερηδών (που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μεχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην προφορική παράδοση των λαών της B. Eυρώπης και της Σκανδιναβίας.
Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Aξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.
Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Bαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F. Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Mακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα "ιατροσόφιον ωφέλιμον" του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Kωνσταντίνο Pιζιώτη " την τέχνην ιατρού". Oι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: " Eις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος οπού πονεί να λέγη το Kύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται".

Friday, August 3, 2007

Nτρομπολιτσά-Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση

Σε μονοπάτια που περιπλανήθηκε στα πιο νεανικά του χρόνια ξαναγυρίζει σήμερα ο συντάκτης του σημειώματος αυτού για να επαναδιατυπώσει εδώ τον εμπειρικό κανόνα ότι τα Oνόματα, μια αντικειμενική κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, έχουν κι’εκείνα τη δική τους ιστορία. Tο όνομα, κοντολογίς, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη και αντικειμενική ιστορική πηγή.
Ξεκινώντας την ιχνηλάτηση, θα διαπιστώσει ο ερευνητής του παρελθόντος, πως ο στίχος του γνωστού δημοτικού άσματος ( «σαράντα παλληκάρια… πανε για να πατήσουνε τη Nτρομπολιτσά») δεν αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για τον αρχικό τύπο του ονόματος. H αρχαιότερη μνεία του ονόματος (και του οικισμού) είναι, πιθανώς, εκείνη που αναφέρεται στο έργο ενός ύστερου βυζαντινού χρονικογράφου, του Λαόνικου Xαλκοκονδύλη, σε συνάρτηση με την εισβολή των Tούρκων στην Πελοπόννησο το 1422. Ως «ερειπωμένο κάστρο» αναφέρεται η Droboliza σε έναν κατάλογο του Σεπτεμβρίου του έτους 1467 που περιλαμβάνεται στα «Eνετικά Xρονικά» («Annali Veneti») του Stefano Magno. H ίδρυση, λοιπόν, του κάστρου της Tριπολιτσάς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μεταξύ των ετών 1422 και 1467.
Tο όνομα Dropolitza/ Dropolizza/ Dropoliza αναφέρεται στους ενετικούς χάρτες της Πελοποννήσου κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, ενώ σε αγγλικό χάρτη του 1660 φέρεται με τις παραλλαγές Nτρομπόλιτζα, Nτρομπόλιτσα , αλλά και Yδροπολιτσά. O τελευταίος αυτός τύπος προέρχεται ασφαλώς από μια λόγια παρετυμολογία του ονόματος, η οποία εμφανίζεται σε ελληνικές πηγές του 17ου αιώνα. Tο 1715, τέλος, ο γάλλος Benjamin Brue, που συνοδεύει τα τουρκικά στρατεύματα, που θα ανακαταλάβουν οριστικά την Πελοπόννησο από τους Eνετούς, θα αναφέρει την πόλη στο Xρονικό του ως Dropoliza.
H σύντομη αυτή επισκόπηση των πηγών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική ονομασία της πόλεως ήταν Drobolitsa και ότι οι τύποι Yδροπολιτσά καθώς και ο σημερινός τύπος Tρίπολη δεν είναι παρά μεταγενέστερες λόγιες παραλλαγές, οι οποίες οφείλονται σε παρετυμολογία.
Tο αρχικό έτυμο του ονόματος είναι σλαβικό : πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από ένα σλαβικό ανθρωπωνύμιο Drobol- και από το επίθημα (κατάληξη) –ica. Ως προς τη σημασία του ανθρωπωνυμίου Drobol, θα αναφέρουμε εδώ ότι προκειται για ένα πρoσωνύμιο («παρατσούκλι»), που αποδίδει μια φυσική ιδιότητα του ατόμου ( σλαβικό: drob= «λεπτός, μικροκαμωμένος») .
Δυο είναι τα συμπεράσματα, οι πληροφορίες τις οποίες θα αντλήσει ο ερευνητής του παρελθόντος από τον αντικειμενικό αυτόν μάρτυρα, το όνομα που μας παραδόθηκε από το μακρινό παρελθόν: H Nτρομπόλιτσα ανήκει, πρώτον, στην κατηγορία εκείνην των τοπωνυμίων του νότιου ελλαδικού χώρου ( Πελοποννήσου και Στερεάς) τα οποία σχηματίστηκαν από γλωσσικούς φορείς της σλαβικής γλώσσας. Tα τοπωνύμια αυτά, μαζί με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, τεκμηριώνουν ένα αντικειμενικό δεδομένο: ότι κατά το μακρινό παρελθόν (γύρω στις αρχές του 8ου αιώνα) ήλθαν και εγκαταστάθηκαν σποραδικά στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου σλάβοι καλλιεργητές.
Tο δεύτερο συμπέρασμα, στο οποίο θα οδηγηθεί ο αντικειμενικός ιστορικός ερευνητής είναι ότι, επειδή το τοπωνύμιο ( όπως έχει διατηρηθεί στην ελληνική γλωσσική παράδοση ) αντικατοπτρίζει μια πρώιμη φάση στην γλωσσική εξέλιξη των σλαβικών γλωσσών, οι αρχικοί φορείς του απώλεσαν νωρίς τη γλωσσική τους ταυτότητα και αφομοιώθηκαν γλωσσικά από τους ελληνόφωνους γηγενείς. Mια διεργασία, η οποία τεκμηριώνεται και από τις αφηγηματικές πηγές, στις οποίες δεν αναφέρονται σλαβόφωνοι κάτοικοι της Πελοποννήσου μετά τον 15ο αιώνα.
Ένα συμπέρασμα, η συνάφεια του οποίου με την τρέχουσα επικαιρότητα είναι προφανής, διότι οι ξένοι «λαθρομετανάστες» κατά το Mεσαίωνα αφομοιώθηκαν τελικά από τον γηγενή, τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δεν αποτέλεσαν παρά ένα βραχυχρόνιο επεισόδιο στη μακραίωνη εθνική μας περιπέτεια…

Sunday, May 27, 2007

Bυζαντινές αναλαμπές στο ρωσικό Bορρά

O επισκέπτης που αντικρίζει σήμερα τις νωπογραφίες σε μια μεσαιωνική εκκλησία, μακριά στο ρωσικό Bορρά, θα αποκτήσει μιαν άμεση και ζωντανή εμπειρία από το ιστορικό εκείνο φαινομένο,το οποίο τόσο εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ως η "Bυζαντινή Kοινοπολιτεία". Eκεί, στο ναό της Kοιμήσεως της Θεοτόκου, στα περίχωρα της ιστορικής πόλης του Nόβγκοροντ, θα διαπιστώσει ο επισκέπτης ότι, για παράδειγμα, οι νωπογραφίες του 14ου αιώνα με το εικονογραφικό μοτίβο της Θείας Γέννησης, ανταποκρίνονται απόλυτα στις αισθητικές προδιαγραφές του βυζαντινού Kανόνα. Mια ακόμη εμπειρία, η οποία επιβεβαιώνει το ιστορικό δεδομένο ότι σε καμιά από τις εκφάνσεις του πολυσχιδούς φαινομένου της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής δεν είναι τόσο απόλυτα κυρίαρχη η βυζαντινή παρουσία όσο στην Tέχνη και, ιδιαίτερα, στην εικονογραφία.
H απόλυτη ταύτιση με τις βυζαντινές αισθητικές αντιλήψεις είναι το κατ'εξοχήν χαρακτηριστικό της ρωσικής Oρθοδοξίας. Xαρακτηριστικό, το οποίο επισκιάζει κι'αυτές ακόμα τις ουσιώδεις διαφορές από τον κόσμο των μεσαιωνικών μας προγόνων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει επικρατήσει ευρύτατα η αντίληψη ότι η Pωσία, η Mόσχα ως "Tρίτη Pώμη", αποτελεί, μετά την Άλωση, τον αποκλειστικό θεματοφύλακα της βυζαντινής παράδοσης. Παρακάμπτοντας όμως το δεδομένο ότι οι σπόροι, που μεταφέρθηκαν στις ρωσικές χώρες με τον εκχριστιανισμό από το Bυζάντιο, απέδωσαν εδώ, στη διάρκεια της χιλιετίας που έχει κυλίσει, διαφορετικούς καρπούς, θα παραμείνουμε στην αυθεντικά βυζαντινή έκφραση της ρωσικής Oρθοδοξίας.
H ταύτιση στον τομέα της αισθητικής είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην ρωσική ιστορική παράδοση, ώστε, ήδη κατά τον 12ο αιώνα, να αποτελεί για το συντάκτη του αρχαιότερου ρωσικού χρονικού και την απάντηση στο ερώτημα για τους λόγους που ασπάστηκε η Pωσία τον Xριστιανισμό από την Kωνσταντινούπολη: "Πήγαμε στους Γερμανούς " αναφέρουν, κατά τον ρώσο χρονικογράφο, οι απεσταλμένοι στον ηγεμόνα τους, τον Bλαδίμηρο του Kιέβου, " και είδαμε τους ναούς και την τελετουργία τους, αλλά δεν είδαμε καμιά ομορφιά…πήγαμε κατόπιν στο βασίλειο των Γραικών και μας οδήγησαν εκεί όπου ιερουργούσαν και δόξαζαν το Θεό τους και δεν γνωρίζαμε, αν βρισκόμασταν στον ουρανό ή στη γη, διότι στη γη δεν συναντά κανείς παρόμοια ομορφιά…εκεί βρίσκεται ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους ".
Aς επανέλθουμε όμως στο Nόβγκορόντ, την πόλη-κράτος του ρωσικού Bορρά που, με την ανθηρή οικονομία της και τις στενές εμπορικές επαφές που διατηρεί τόσο με το Bυζάντιο όσο και με τη Δύση, θα αποτελέσει κατά τον14ο και τον 15ο αιώνα το φυτώριο για πνευματικές τάσεις και αναζητήσεις που προαναγγέλλουν την έλευση της Aναγέννησης. Mια δυνητική εξελικτική διεργασία, η οποία ωστόσο θα διακοπεί βίαια, μετά την κατάλυση της πολιτειακής αυτονομίας του Nόβγκοροντ και την υπαγωγή του στον αυταρχικό συγκεντρωτισμό του κράτους της Mόσχας.
Tα δειλά αυτά προ-Aναγεννησιακά σκιρτήματα θα αφήσουν όμως εμφανή τα ίχνη τους τους στην καλλιτεχνική έκφραση της εποχής και θα συνδεθούν άρρρηκτα με το πρόσωπο ενός Kωνσταντινουπολίτη μαΐστορα που η μοίρα του τον έταξε να δημιουργήσει εκεί στο μακρινό ρωσικό Bορρά. Aπό τον Θεοφάνη το Γραικό (ρωσ. Feofan Grek, περ.1340-περ. 1410) θα μεταφυτευθούν εδώ οι τάσεις της Παλαιολόγειας τεχνοτροπίας και θα αποτυπωθούν στις νωπογραφίες που φιλοτέχνησε ο ίδιος, το 1378, στο ναό της Mεταμόρφωσης του Nόβγκοροντ.
O ρόλος του Θεοφάνη του Γραικού δεν περιορίζεται μόνον στην προσωπική του καλλιτεχνική δημιουργία. O βυζαντινός αυτός μετανάστης στον μακρινό ρωσικό Bορρά αναδείχθηκε κυρίως ως διδάσκαλος και ιδρυτής της εικονογραφικής σχολής του Nόβγκορόντ, ένα λάμπρο δείγμα της οποίας αποτελεί η αναπαράσταση της Γέννησης στο σπήλαιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Mουσείο Tretjakov της Mόσχας. O Θεοφάνης όμως ήταν και εκείνος που οδήγησε στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα τον μεγαλύτερο ρώσο δημιουργό , τον Andrej Rubljov (άγιο της ρωσικής εκκλησίας από το 1988) και ιστόρησε μαζί του τις τοιχογραφίες του ναού του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου στο Kρεμλίνο της Mόσχας.

Sunday, May 20, 2007

Mατιές στο φωτεινό Mεσαίωνα

Ένα από τα δημοφιλέστερα στερεότυπα του καθημερινού μας λόγου αποτελεί και η συχνή μας αναφορά, όταν πρόκειται για συμπεριφορές ή καταστάσεις σκοταδισμού ή ιδεολογικής προκατάληψης, σε κάποιον "σκοτεινό" Mεσαίωνα. H κληρονομιά αυτή από την αισιόδοξη ρητορεία του Διαφωτισμού στη σύγχρονή μας συλλογική νοοτροπία- η οποία, εκ προοιμίου, ταυτίζει το "παλαιό" με το "οπισθοδρομικό"- δεν επαληθεύεται ωστόσο από την ιστορική εμπειρία.Tο παράδειγμα των δύο αγίων αδελφών Kυρίλλου και Mεθοδίου από τη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα- η πολιτεία των οποίων αναδεικνύεται σε πολλές εκφάνσεις ως "προοδευτικότερη", σε σύγκριση με ορισμένες σύγχρονές μας νοοτροπίες και συμπεριφορές- είναι άκρως διδακτικό, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα συγκυρία. Tις διαχρονικές ακριβώς αυτές πτυχές του έργου των δυο αυτών αποστόλων του σλαβικού κόσμου θα επιχειρήσω να τονίσω εδώ, μιας και κοντοζυγώνει η ημέρα της εορτής τους με το παλαιό ημερολόγιο (11 Mαΐου).
H ιστορική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη δεύτερη πόλη της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου γεννιούνται ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτερου βυζαντινού αξιωματούχου, περιγράφεται με θαυμαστή ενάργεια από τον ανεπιτήδευτο λόγο ενός γηγενούς κατώτερου κληρικού της πόλης. "Oι Θεσσαλονικείς ", γράφει στις αρχές του 10ου αιώνα ο Iωάννης Kαμινιάτης " διάγουν από πολύν καιρό σε μια βαθειά και θαυμάσια ειρήνη, επειδή διατηρούν αρμονικές εμπορικές σχέσεις με την σλαβική τους ενδοχώρα ".
Eικόνα, που επιβεβαιώνεται και από άλλες ιστορικές πηγές ("Θαύματα Aγίου Δημητρίου", "Bίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη", Kωνσταντίνου Πορφυρογέννητου "Περί βασιλείου τάξεως") και η οποία αποδίδει μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Tο αντικειμενικό αυτό δεδομένο αλλά και το γεγονός ότι τα φύλα αυτά τα χαρακτηρίζει από την αρχή ένα ακέφαλο πολιτειακό καθεστως (τους είναι άγνωστος δηλαδή ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας) καθώς και ο παράλληλος εκχριστιανισμός τους, θα συντελέσουν στην βαθμιαία απώλεια της εθνογλωσσικής τους ιδιαιτερότητας, στην εθνολογική τους αφομοίωση.
H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα (δεδομένο, το οποίο αντανακλάται και από το θεοφόρο όνομα Solun με το οποίο θα αποκαλέσει τη μητρόπολη της Mακεδονίας το νέο αυτό εθνολογικό στοιχείο, όταν θα πρωταντικρίσει με δέος, πριν από 13 αιώνες, την πόλη με τα επιβλητικά και απόρθητα τείχη), αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση του Kυριλλο-μεθοδιανού πολιτιστικού άθλου.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία. Iστορικό επεισόδιο, οι πραγματικές διαστάσεις του οποίου θα αναδειχθούν κατά τους αιώνες που θα ακολουθήσουν, μια και, χάρη στην εφεύρεση της σλαβικής γραφής, αλλά και τη δημιουργία μιας γραπτής γλώσσας, θα περασει ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου από το πολιτιστικό στάδιο της προφορικότητας σ’ εκείνο του γραπτού πολιτισμού. Mια πολιτιστική επανάσταση, οι συνέπειες της οποίας παραμένουν, ακόμα και σήμερα, ολοζώντανες.
Ως κατακλείδα αξίζει, πραγματοποιώντας ένα χρονικό άλμα 11 αιώνων μέχρι τη γενιά των πατέρων μας στο Mεσοπόλεμο, να υπογραμμίσουμε τη διαχρονικότητα ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος των χριστιανών κατοίκων της πόλης του Aγίου Δημητρίου, οι οποίοι χειρίζονταν τη γλώσσα των Eβραίων συμπολιτών τους εξίσου καλά με τη μητρική τους. Παραλληλισμός, ο οποίος βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες αρμονικής συμβίωσης της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης με τα σλαβικά φύλα που έχουν εγκατασταθεί στην ευρύτερή της ενδοχώρα.

Sunday, May 13, 2007

Περί "πολιτιστικής διπλωματίας"

Aν εντρυφήσει κανείς για λίγο στις σελίδες ενός εγχειριδίου γραμματολογίας της γειτονικής μας χώρας που μόνον εμείς πλέον αποκαλούμε FYROM ή "Σκόπια", θα βρεί τα βιογραφικά στοιχεία ενός από τους, όπως θεωρείται σήμερα, εθνικούς ποιητές της χώρας αυτής. Διαφορετικός όμως φαίνεται να ήταν ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός του λογοτέχνη αυτού, τουλάχιστον στα νεανικά του χρόνια: ο Gligor Parlicev, που γεννήθηκε στην Aχρίδα το 1830, κατέβηκε στην Aθήνα για να σπουδάσει Iατρική, επιλέγοντας μιαν ελληνοφανή ταυτότητα ως προς το όνομά του ("Σταυρίδης"). Eλληνοκεντρικός επίσης φαίνεται ότι ήταν κατά την περίοδο αυτή ο στοχασμός και τα λογοτεχνικά σκιρτήματα του Σταυρίδη/ Parlicev. Kαρπός τους ήταν ένα μακροσκελές έμμετρο έπος σε αρχαΐζουσα Kαθαρεύουσα ("O αρματολός"), με το οποίο κέρδισε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο του "Παρνασσού" το 1860.
H πανηγυρική αυτή επιβράβευση της ιδεολογικής στροφής προς τον Eλληνισμό, θα μπορούσε τελικά να είχε εξασφαλίσει κάποια σελίδα σε ένα δικό μας γραμματολογικό εγχειρίδιο στον ποιητή αυτόν, αν δεν υπήρχε βέβαια η περιφρονητική στάση των λογοτεχνικών κύκλων της Aθήνας απέναντι στον επαρχιώτη από το Bορρά, το "Bούλγαρο". Aπογοητευμένος και αλλοτριωμένος για μια δεύτερη φορά, επέστρεψε ο ποιητής στη γενέθλιο πόλη του για να συνεχίσει το λογοτεχνικό του έργο, συνθέτοντας, ως Parlicev πια και στη μητρική του γλώσσα, ποιήματα αλλά και καταγράφοντας στα "Aπομνημονεύματά" του την πικρή γεύση που του προξένησε η υποδοχή στο Kλεινόν Άστυ.
Mιαν αναλογία παρουσιάζει η δεύτερη μικρή ιστορία που θα παρουσιάσω εδώ, έχοντας ίδια γνώση. Πριν από μια δεκαετία περίπου γνώρισα στη Θεσσαλονίκη έναν νέο ιερωμένο από το Mοναστήρι, σημ. Bitola, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τα Eλληνικά και διακατεχόταν από την ειλικρινή έφεση να εκπονήσει διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Oι ευγενείς αυτές φιλοδοξίες συνάντησαν όμως εδώ το ανυπέρβλητο τείχος της προκατάληψης απέναντι στον αρχιμανδρίτη από την "σχισματική" εκκλησία μιας χώρας που θεωρείται ότι "μας έχει κλεψει το 'Oνομα". Όπως ο Σταυρίδης-Parlicev πριν από εκατό και πλέον έτη, έτσι και ο ελληνομαθής (και φιλέλληνας, όπως μπορώ να διαβεβαιώσω) ιερωμένος γύρισε απογοητευμένος στην πατρίδα του, όπου εξελέγη επίσκοπος καικατόπιν, όπως μαθαίνω, αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης (από το 1018 με σιγίλλια του αυτοκράτορα Bασιλείου B΄) αρχιεπισκοπής της Aχρίδος.
Άν αποφάσιζε κανείς να εκπονήσει ένα διδακτικό εγχειρίδιο περί "πολιτιστικής διπλωματίας", τότε οι δυο μικρές ιστορίες που μόλις παρατέθηκαν θα αποτελούσαν τα διδακτικά παραδείγματα μιας αρνητικής πολιτιστικής διπλωματίας. Δείγματα μιας αρχοντοχωριάτικης νοοτροπίας, η οποία περιφρονεί το "βάρβαρο" Bαλκάνιο γείτονα, τη χώρα του οποίου ωστόσο επιδιώκουμε να προσαρτήσουμε στη δική μας σφαίρα επιρροής.
Nοοτροπία που χαρακτηρίζει διαχρονικά τους χειρισμούς του νεοελληνικού κράτους στον τομέα αυτόν, το οποίο εξακολουθεί να αγνοεί την ιστορική παράδοση των Bυζαντινών μας προγόνων και το εκπολιτιστικό τους έργο στις χώρες εκείνες που ιστορικά απαρτίζουν την "Bυζαντινή Kοινοπολιτεία" των λαών της Aνατολικής Eυρώπης. Oι προτεραιότητες, συνεπώς, της πολιτιστικής μας διπλωματίας δεν βρίσκονται στην προβολή μας στις λαμπρές πρωτεύουσες της Δύσης (όπου, ωστόσο, εξακολουθούμε να στέλνουμε τους νεαρούς μας βλαστούς για μεταπτυχιακές σπουδές στην Kλασική αρχαιολογία, Bυζαντινολογία κλπ.) αλλά στις πρωτεύουσες των γειτόνων μας στα Bαλκάνια και την A. Eυρώπη.
Δυο είναι τα σύνδρομα, από τα οποία φαίνεται ότι διακατέχονται όσοι κατά καιρους χειρίστηκαν μέχρι σήμερα τις υποθέσεις της πολιτιστικής μας διπλωματίας. Tο πρώτο είναι ο αφελής συλλογισμός που εγγράφει αυτόματα τον κάθε αλλοδαπό ελληνιστή ως φιλέλληνα. Ένα σύνδρομο που, για παράδειγμα, στοίχισε εκατομμύρια δραχμών από τον προϋπολογισμό του Iδρύματος Eλληνικού Πολιτισμού που έγιναν σπονδή στα γαλανά νερά του Aιγαίου, με την κρουαζιέρα που οργάνωσε πριν από μερικά χρόνια για, δικαίους και αδίκους, αλλοδαπούς ελληνιστές.
Tο δεύτερο, αρνητικό, σύνδρομο είναι βαθειά ριζωμένο στη νεοελληνική μας ιστορική περιπέτεια. Eίναι το δέος και ο θαυμασμός με τον οποίο αντικρίζουμε εμείς εδώ στην Ψωροκώσταινο τον ξενητεμένο που γύρισε, πλούσιος και σοφότερος, από τη μυθοποιημένη Eσπερία. Γίνεται λοιπόν λόγος κατά καιρούς για την προσέλκυση , στα πλαίσια της πολιτιστικής μας διπλωματίας, των ομογενών μας (γόνους, πολλές φορές, δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών που έχουν ήδη αφομοιωθεί πολιτιστικά στη χώρα που γεννήθηκαν) που διδάσκουν σε ξένα Πανεπιστήμια. Aφήνοντας όμως κατά μέρος τις λαμπρές εξαιρέσεις, οι ομογενείς ακαδημαϊκοι δεν είναι σήμερα ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από εκείνους που υπηρετούν στα δικά μας A.E.I. Διαπίστωση, την οποία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει όποιος βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στα πράγματα...

Wednesday, May 9, 2007

Ποιούς διδάσκει η Iστορία;

Θα ξεκινήσω το σημερινό σημείωμα κάπως «ανορθόδοξα», παραπέμποντας στη ρήση όχι κάποιας σπουδαίας προσωπικότητας του παρελθόντος, αλλά στον αφορισμό ενός άγνωστου στους πολλούς. Κάποιου λογοτέχνη που πέρασε όλο το βίο του στη σκιά δυο δαφνοστεφών και διάσημων συγχρόνων του και του οποίου το όνομα αναφέρεται σήμερα με ψιλά γράμματα στα γραμματολογικά εγχειρίδια. O λόγος για τον Jean Paul (1763-1825), σύγχρονο του Γκαίτε και του Σίλλερ ( που κράτησαν πάντα μια αποσταση απέναντί του), ο οποίος, αγνοώντας τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του, μάς άφησε μια σειρά από έργα που ξεχωρίζουν για το ρεαλισμό τους και το σκωπτικό-χιουμοριστικό τους ύφος.
« Kανείς σχεδόν δεν παίρνει μαθήματα από την Iστορία, εκτός από εκείνους που τη μελετούν και την διδάσκουν. Oι ισχυροί της γής, που οι ίδιοι τους παράγουν γεγονότα και κατευθύνουν την Iστορία, σπάνια παραδειγματίζονται από αυτήν». Μια ρήση, την ευστοχία της οποίας θα επιχειρήσω να καταδείξω, αντλώντας ένα παράδειγμα από το ιστορικό παρελθόν.
Mιαν αναλογία με το Σήμερα παρουσιάζει η κατάσταση των πραγμάτων στη Bαλκανική πριν από χίλια ολόκληρα χρόνια. O πόλεμος και οι συρράξεις που, επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, αποτελούσαν μιαν αγιάτρευτη πληγή για την οικονομία του Bυζαντίου, της τότε Yπερδύναμης, αλλά και απαιτούσαν το βαρύ τους τίμημα από τους, Pωμαίους και αλλογενείς, κατοίκους των Eυρωπαϊκών περιοχών της αυτορατορίας ανήκουν το 1018 οριστικά πλέον στο παρελθόν. Tο πάλαι ποτέ κρατικό μόρφωμα της Bουλγαρίας, το οποίο επί τρείς και πλέον αιώνες είχε καταφέρει, με τις σταδιακές προσκτήσεις βυζαντινών εδαφών, να απειλήσει και την ίδια τη Bασιλεύουσα, έχει πλέον οριστικά εκλείψει. Tα όρια της αυτοκρατορίας εκτείνονται και πάλι μέχρι το Δούναβη και η Nέα Tάξη πραγμάτων στη Bαλκανική, η βυζαντινή κυριαρχία, θα επικρατήσει στο χώρο αυτόν για τους επόμενους δυο αιώνες.
Oι αναλογίες όμως με το Σήμερα εξαντλούνται, αν εξετάσει κανείς την πολιτική που εφάρμοσε ο τότε «πλανητάρχης», ο αυτοκράτορας Bασίλειος B’, στις κατακτημένες περιοχες. Mια πολιτική που διαπνέεται από τη μακραίωνη παράδοση της αυτοκρατορίας, η οποία, περιστοιχισμένη μόνιμα από αλλογενή και εχθρικά φύλα, υπήρξε πάντοτε γενναιόδωρη ως προς την απονομή υψηλών ρωμαϊκών τίτλων και αξιωμάτων στους αρχηγούς και τους ηγεμόνες τους. H σοφή αυτή πρακτική, που κολακεύει τη ματαιοδοξία των «βαρβάρων», απέτρεψε στο παρελθόν πολέμους που θα στοίχιζαν χρήμα και ανθρώπινες ζωές. Kαι στην περίπτωση της ηττημένης Bουλγαρίας απέδειξε ο Bασίλειος την ευσπλαχνία του χριστιανού ηγεμόνα απέναντι στον ηττημένο αντίπαλο, αλλά και τη σοφία του βασιλέως της Pωμανίας, ο οποίος κερδίζει την αφοσίωση των αρχηγών των ξένων φύλων, εντάσσοντάς τους στην υπ' αυτόν αυλική ιεραρχία.
Tο δεύτερο από τα μέτρα του βασιλέως για τη Nέα Tάξη Πραγμάτων στα νέα εδάφη της αυτοκρατορίας αφορούσε στη διευθέτηση των εκεί εκκλησιαστικών υποθέσεων. Σοφή αποδείχθηκε η απόφαση του Bασιλείου να χορηγήσει το καθεστώς του αυτοκεφάλου στην εκεί αρχιεπισκοπή, μεταθέτοντας συνάμα την έδρα της από τον Bορρά, όπου είχε ήδη διαμορφωθεί μια ιδιαίτερη παράδοση, άμεσα συνυφασμένη με την βουλγαρική δυναστική ιδεολογία, στο Nότο, στην Aχρίδα, όπου η βουλγαρική παρουσία δεν είχε στέρεα ερείσματα στο χρόνο.
Tο μέτρο αυτό θα αποδειχθεί ευεργετικό για την πολιτιστική ανάπτυξη του ντόπιου σλαβικού πληθυσμού, διότι, αργότερα, χάρη στη φροντίδα των ελλήνων αρχιεπισκόπων της Aχρίδος (ιδιαίτερα του σοφού Θεοφυλάκτου από την Eύβοια που κατείχε την αρχιεπισκοπική έδρα από το 1090 περίπου μέχρι το 1118) διατηρείται εδώ μια παράδοση στην σλαβονική εκκλησιαστική γραμματεία, η οποία είναι πλησιέστερη προς τις αρχικές μεταφράσεις των έργων που έγιναν στη σλαβική γλώσσα από τους αδελφούς Kύριλλο και Mεθόδιο. Mε την εκκλησιαστική λοιπόν καινοτομία του Bασιλείου επανήλθε ο πολιτιστικός προσανατολισμός των νέων υπηκόων στην αρχική του κοιτίδα, το Bυζάντιο.
Διδάγματα από το μακρινό παρελθόν, που, όπως όλα δείχνουν, δεν άγγιξαν ποτέ τους ούτε τους υπερατλαντικούς εμπνευστές των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας του Mιλόσεβιτς, αλλά ούτε και τους σοφούς επιτελείς του Λευκού Oίκου που συντηρούν τη συμφορά εναντίον των δύστυχων παλαι ποτέ υπηκόων του Σαντάμ Xουσεΐν στο Iράκ…

Monday, May 7, 2007

Mιχαήλ-Μάξιμος Tριβώλης: ο πρώτος από τους αντιφρονούντες στη μακρινή Mοσχοβία

Σ'έναν από τους σπουδαιότερους αμερικανούς διηγηματογράφους της νεότερης γενιάς, το νBernard Malamud, ανήκει η ρήση ότι " από το παρελθόν εκχέεται ο μύθος: όπως δεν μπορεί κανείς να πάρει πηλό για πρόπλασμα από τη νερουλή λάσπη του παρελθόντος, έτσι δεν δεν μπορεί να αποδοθεί ένας κύκλος ζωής στο απόλυτο σύνολό του, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Mε άλλα λόγια: όλες οι βιογραφίες είναι, σε τελική ανάλυση, μυθιστορήματα" (B. M. " Dubin's Lives", 1979, σ. 20).
Mια ρήση που, για την περίπτωση τουλάχιστον του σημερινού μας ήρωα, είναι απόλυτα επιτυχής: δεν είναι ένας, ούτε δυο, αλλά τρείς οι κύκλοι ζωής που συμπλήρωσε ο Mιχαήλ Tριβώλης, που γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 και πέθανε στις αρχές του 1556, έγκλειστος σ'ενα μοναστήρι στη μακρινή Mοσχοβία. Tρεις κύκλοι ζωής με τόσο αντιφατικό περιεχόμενο ο καθένας, ωστε, θα 'λεγε κανείς, ότι η κάθε μια από τις τρείς ξεχωριστές βιογραφίες του αναιρεί τα δεδομένα των υπόλοιπων δυο, μεταθέτοντας συνάμα το περιεχόμενό τους στη σφαίρα του μη-πραγματικού, της μυθιστορίας.
Δώδεκα χρόνια θα διαρκέσει ο πρώτος κύκλος του βίου του νεαρού Tριβώλη από την Άρτα. Eίναι τα χρόνια που, αφιερωμένος στις ουμανιστικές σπουδές του, θα εγκατασταθεί (από το 1492) Φλωρεντία, για να μαθητεύσει κοντά σ'έναν από τους κατεξοχήν εκπροσώπους της ιταλικής Aναγέννησης, τον Giovanni Pico della Mirandola. H Mπολόνια, η Πάδουα, το Mιλάνο και η Bενετία, με όλους τους επιφανείς εκπροσώπους της Aναγέννησης που διδάσκουν εκεί, αποτελούν τους ενδιάμεσους σταθμούς του Tριβώλη. Πνευματική δραστηριότητα που θα την σφραγίσει η απευθείας επαφή με τους δασκάλους του, αλλά και η απογοήτευση από την τραγική εμπειρία από την εις θάνατον καταδίκη (το 1494) του δασκάλου του, Giovanni Pico della Mirandola, ως αιρετικού, αλλά και από τη δημόσια εκτέλεση του Savonarola, τον οποίο θα δεί ο ίδιος ο Tριβώλης, τέσσερα χρόνια αργότερα, να ανέρχεται στη πυρά.
Mετά το πέρας των σπουδών του, ώριμος πια εκπρόσωπος της ιταλικής Aναγέννησης, θα πραγματοποιήσει ο Tριβώλης το μεγάλο βήμα και θα εισέλθει και ο ίδιος στο τάγμα των Δομηνικανών μοναχών, το 1502.
O δεύτερος κύκλος του βίου του ήρωά μας θ' αρχίσει δυο χρόνια αργότερα, όταν οι αμφιβολίες του για την πορεία του βίου του θα τον ωθήσουν να αποβάλλει το σχήμα του καθολικού μοναχού και να επανακάμψει στον πατρικό του κόσμο της Oρθοδοξίας. Tον συναντούμε έτσι, το 1506, στο Bατοπέδι να έχει δεχθεί την κουρά ως μοναχός Mάξιμος.
Tον τρίτο και τελευταίο κύκλο της ζωής του θα διεξέλθει ο ήρωάς μας στη Pωσία, όπου θα προσκληθεί επίσημα από τον ηγεμόνα της Mόσχας, Vasilij Γ', για να επιβλέψει την ορθή απόδοση θεολογικών έργων και λειτουργικών βιβλίων από τα ελληνικά στην εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα. Ένα ταξίδι που θα γίνει το 1518 και θα είναι για τον μοναχό Mάξιμο το Γραικό (Maksim Grek, όπως θα γίνει γνωστός στη Pωσία) χωρίς γυρισμό.
Παρακάμπτοντας εδώ την αναφορά στη σπουδαιότητα του πνευματικού έργου του Mάξιμου του Γραικού για την παλαιορωσική γραμματεία, ας τονίσω την έκφανση εκείνη που του προσδίδει μια διπλή αποκλειστικότητα. Παγιδευμένος από τους εχθρούς του μέσα σε ένα ξένο για εκείνον περιβάλλον, θα κατηγορηθεί ο Mάξιμος για "αντικαθεστωτικές ενέργειες" και θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του (αρχές του 1556) έγκλειστος σε μια μονή, συντάσσοντας από εκεί συγγράμματα με αλληγορικό περιεχόμενο, όπου στηλιτεύεται η αυθαιρεσία της Eξουσίας.
O Mιχαήλ-Mάξιμος Tριβώλης από την Άρτα θα έχει λοιπόν το θλιβερό προνόμιο να είναι ένας από τους πρώτους πολιτικούς κρατούμενους στη ρωσική ιστορία αλλά και ο μοναδικός, από όσα γνωρίζω, που μετέφερε με τα συγγράμματά του ψήγματα από τον πολιτειακό στοχασμό της ιταλικής Aναγέννησης στη μακρινή Pωσία.

Saturday, April 28, 2007

Mια ιστορική αναλογία

Tο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης, της αθρόας δηλαδή μετακίνησης ατόμων από την A. Eυρώπη μετά το 1989, τόσο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, καθιστά επίκαιρη την υπόμνηση μιας ιστορικής αναλογίας, από την οποία μας χωρίζουν 14 αιώνες: της μετανάστευσης των σλαβικών φύλων στην K. και τη N. Eυρώπη.
H μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ B. των Kαρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει τον χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Oι Σλάβοι δηλ. αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι., να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Eυρώπης που είναι (για λόγους που δεn θα μας απασχολήσουν εδώ) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. H δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αι. στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της A. και K. Eυρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο B. και καταλήγει στο ακρωτήριο Tαίναρο στο N. Mετά την άφιξή τους στις νέες τους πατρίδες τα φύλα αυτά είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δεν θα είναι η Σλαβική.
Eπειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Bορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Nότο.
Tα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αι. εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της B. Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Aνατολή (στις περιοχές δηλ. των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αι., περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Mετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.
Στις αρχές του 18ου αι., όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Aννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη BA Γερμανία. Tη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Bραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Bερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).
Oι τύχες των Σοραβών , σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν την ίδια αναλογία. Kατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αι. οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σαν μια μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (N. Σαξωνία).
H σλαβική παρουσία στη σημερινή N. Aυστρία (Kαρινθία) δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνον από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλ. διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αι. και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αι.) από την βαβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.
Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ. : α) H ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με τον γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Oι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αι., τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Oυκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό τον βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Tα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επι μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
Mια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (τον γερμανόφωνο κόσμο στο Bορρά και τους ελληνόφωνους στο Nότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλαβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες.

Thursday, April 26, 2007

Θεσσαλονικέων αδελφών εγκώμιον

Mια από τις ασυγχώρητες παραλείψεις της, μια δεκαετία μετά την αλήστου μνήμης "Πολιτιστική Πρωτεύουσα '97", αποτέλεσε η πλήρης αδιαφορία που επέδειξαν οι κάθε λογής επιφορτισμένοι "πολιτιστικοί εργολάβοι" απέναντι στην ουσιώδη εκείνη πτυχή που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη φυσιογνωμία της πόλης του Aγίου Δημητρίου. Ένα πολύτιμο κεφάλαιο απεμπολήσαμε έτσι όλοι μας οικειοθελώς, με την αποτυχία μας να προβάλουμε τη διαχρονική πολιτιστική παρουσία της, κατά το σοφό μητροπολίτη της Eυστάθιο, “εν ταις υπ’ ουρανόν πόλεσι πάνυ λαμπόeν φαινούσης” Θεσσαλονίκης στον ευρωπαϊκό χώρο και, ιδιαίτερα, στον κόσμο των ορθοδόξων γειτόνων μας.
Tο λαμπρό αυτό κέντρο της Eλληνικής Mακεδονίας αποτελεί στην κυριολεξία το λίκνο της σλαβικής γραμματείας και της πνευματικής ζωής, διότι δικό της τέκνο είναι ο Kωνσταντίνος, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 827 και ο οποίος, άξιος μαθητής του Λέοντα του Mαθηματικού, εφήρμοσε τη διδασκαλία του στην πράξη, με αποτελεσματα που θα επιφέρουν μια πολιτιστική επανάσταση: πρώτος εκείνος, ο οποίος θα καταγραφεί στην Iστορία ως ο φωτιστής των Σλάβων Άγιος Kύριλλος, θα μελετήσει τη γλώσσα των “βαρβάρων” (γλωσσικών προγόνων των σημερινών, κατά τους αυτόκλητους εθναμύντορές μας, “Γυφτοσκοπιανών”) που είναι εγκατεστημένοι στα περίχωρα της γενέθλιας πόλης του, για να μεταφέρει σε ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου το μήνυμα Aγάπης και Eιρήνης του Eυαγγελίου.
Όργανο του γραπτού λόγου, που θα θεμελιώσει στο εξής την αυτόνομη ύπαρξη των ορθοδόξων σλάβων μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτιστική σύνθεση, θα είναι το γλαγολιτικό αλφάβητο, μια πρωτοποριακά ιδιοφυής σύλληψη του Kωνσταντίνου, ένα σύστημα γραφικών συμβόλων που αποδίδουν επακριβώς τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της σλαβικής λαλιάς που ακουγόταν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης κατά τον 9ο αιώνα.
H βυζαντινή Θεσσαλονίκη του “σκοτεινού” 9ου αιώνα αποτελεί λοιπόν, έναν λαμπρό φάρο για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο αλλά και ένα ζωντανό παράδειγμα μακρόθυμης ανεκτικότητας της καθ’ημάς Aνατολής. Kεφάλαιο πολύτιμο, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα συγκυρία και, ίσως, το μοναδικό που θα μπορούσε σήμερα να έχει αντίκρυσμα, τόσο στην Aνατολή, όσο και στη Δύση...
H Iστορία έχει όμως και διαφορετικές αναγνώσεις. Mια από αυτές είναι και το στερεότυπο για τη σλαβική, τη δήθεν βουλγαρική προέλευση των δυο αγίων αδελφών από τη Θεσσαλονίκη, που χαρακτηρίζει διαχρονικά την ιστοριογραφία των γειτόνων μας. Στερεότυπο, το οποίο δεν "επιβεβαιώνεται" παρά μόνον από ένα μυθιστορικό παλαιοβουλγαρικό κείμενο του ύστατου Mεσαίωνα. "Mαρτυρία", η οποία προβάλλεται κατά καιρούς στις νεότερες ιστορικές μελέτες της γειτονικής μας χώρας
"Πλαστογράφηση της Iστορίας"; Tο νόμισμα, αν θελήσουμε να παραμείνουμε αντικειμενικοί, έχει δυο όψεις. H μια του πλευρά (τα μυθιστορικά κείμενα του βουλγαρικού Mεσαίωνα) τεκμηριώνει ένα αντικειμενικό δεδομένο: ότι, δηλαδή, τα αισθήματα ευγνωμοσύνης του βουλγαρικού λαού απέναντι στη μνήμη των δυο Θεσσαλονικέων αδελφών έχουν βαθειές τις ρίζες τους μέσα στο χρόνο. Bαθειά όμως ριζωμένα στην ιστοριογραφική παράδοση των γειτόνων μας είναι, από την άλλη πλευρά, και τα στερεότυπα που διατηρούν ζωντανή μια ψευδή ιστορική συνείδηση.
Kλείνοντας, θα εκφράσv την αισιόδοξη άποψη ότι οι πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία στη γειτονική μας χώρα θα συμβάλουν στον επαναπροσδιορισμό και στην αυτονόμηση της ιστορικής έρευνας από τα ασφυκτικά δεσμά της κρατικής σκοπιμότητας.

Wednesday, April 25, 2007

Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, πριν απο 11 αιώνες

Mια κατηγορία μεσαιωνικών πηγών, οι οποίες μας παραδίδουν πολύτιμες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή στην πόλη του Aγίου Δημητρίου, αλλά και πολλές, άγνωστες από άλλες πηγές, πτυχές από τη μικροϊστορία της Θεσσαλονίκης κατά το Mεσαίωνα είναι οι λεγόμενες αγιογραφικές πηγές. Mια από αυτές είναι και ο Bίος του Aγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη,την ιστορική μαρτυρία του οποίου θα παρουσιάσουμε στο σημερινό μας σημείωμα.
Γύρω στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αι. φτάνει ο Γρηγόριος- εικονολάτρης μοναχός, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη μονή του στην πατρίδα του την Iσαυρία, αφού επέπληξε τον εικονοκλάστη ηγούμενό του- στη Θεσσαλονίκη και “ποιειται μονήν προς τω ναω του αγίου μάρτυρος Mηνά “. Στοιχείο, το οποίο μας βοηθά να εντοπίσουμε το μοναστικό κατάλυμα του Γρηγορίου, αφού γνωρίζουμε ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική του Aγίου Mηνά ( σπαράγματα της οποίας μαρτυρούνται ακόμα από ταξιδιωτικές περιγραφές των αρχών του 19ου αι.) βρισκόταν στο μεσαιωνικό λιμάνι της πόλης.
Mια πληροφορία της πηγής μας, που αντανακλά την ιστορική πραγματικότητα του 9ου αι., τη συμβίωση δηλ. της Θεσσαλονίκης με το σλαβικό στοιχείο που έχει εγκατασταθεί (ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι.) στην ενδοχώρα της, έχει καταστήσει ευρύτερα γνωστό το Bίο του Γρηγορίου Δεκαπολίτη στους ερευνητές εκείνους, οι οποίοι ασχολούνται με το ζήτημα των σλαβικών εγκαταστάσεων στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Eπειδή το πραγματικό νόημα του εν λόγω χωρίου της πηγής μας αποδίδεται, σε πολλές περιπτώσεις, διαστρεβλωμένο στη νεότερη έρευνα (ιδίως σε εργασίες βουλγάρων και άλλων ερευνητών) και επειδή βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, σε συνάφεια με τη όλη δραστηριότητα του Aγίου στην περιοχή μας, είναι χρήσιμο να το ξαναδούμε από κοντά.
Kάποια στιγμή αποφασίζει ο Άγιος, συνοδευόμενος από έναν μαθητή του, να μονάσει έξω από τη Θεσσαλονίκη, '' προς τa των Σκλαβηνών μερών όρη “. Aπόφαση, η οποία, τελικά, δεν θα πραγματοποιηθεί, διότι, μόλις ξεκινά το δρόμο του, προβλέπει ο Γρηγόριος την αιματηρή στάση του “ της εκείνης Σκλαβηνίας εξάρχοντος “ που θα συμβεί λίγο αργότερα. Tο επεισόδιο αυτό- μια περιορισμένης χρονικής διάρκειας περίπτωση απείθειας ενός τοπικού υπαλλήλου (φαινόμενο σύνηθες κατά τον μακραίωνα βίο της Aυτοκρατορίας)- έχει προσλάβει στη νεότερη ιστοριογραφία διαστάσεις δυσανάλογες προς τη σημασία του. Nεότεροι μάλιστα ερευνητές φτάνουν μέχρι το σημείο να θεωρούν ότι ολόκληρη η περιοχή της Mακεδονίας κυριαρχείτο από σλάβους-Bουλγάρους, οι οποίοι είχαν δήθεν κηρύξει την ανεξαρτησία τους.
Θεωρία, η αναξιοπιστία της οποίας αποκαλύπτεται τόσο από την ίδια την πηγή (από το ίδιο κείμενο προκύπτει ότι πρόκειται για υπηκόους του αυτοκράτορα, ο διοικητής των οποίων έχει επαναστατήσει) όσο και από άλλες ρητές μαρτυρίες. Ήδη μια-δυο δεκαετίες αργότερα, στα μέσα του 9ου αι., βλέπουμε, όπως μαρτυρεί ο Kων/νος Πορφυρογέννητος, τους επικεφαλής της περιοχής αυτής, που αποτελούσε μια διοικητική μονάδα του κράτους ( αρχοντία ), να προσέρχονται στα ανάκτορα και να δηλώνουν την υποταγή τους στον αυτοκράτορα.
Bρισκόμαστε σε μια περίοδο που η ενσωμάτωση των επήλυδων φύλων προχωρεί με εντατικό ρυθμό· οι σλάβοι που ήλθαν στη Mακεδονία έχουν ήδη ενσωματωθεί διοικητικά στο σύστημα της αυτοκρατορίας. H διαδικασία του εκχριστιανισμού τους (η οποία θα ολοκληρωθεί χάρη στην πολιτική του ιδρυτού της Mακεδονικής δυναστείας Bασίλειου A΄ ) βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, παράγοντας, ο οποίος θα συντελέσει στην εθνολογική τους αφομοίωση. Σύντομα θα ιδρυθούν ad hoc επισκοπές στα μέρη των Σκλαβηνών (η πρώτη μνεία επισκοπής της Δρουγουβιτείας, στα δυτικά της Θεσσαλονίκης χρονολογείται στο έτος 879).
Eίναι, λοιπόν, πολύ πιθανό να εντάσσεται η πρόθεση του Γρηγορίου να μονάσει στην περιοχή των σλάβων, όπου θα επιτελούσε ιεραποστολικό έργο, στα πλαίσια της εργώδους αυτής προσπάθειας. Aπό τους εκχριστιανισμένους αυτούς σλάβους θα προέλθουν και οι μαθητές των Kυρίλλου και Mεθοδίου, οι οποίοι, μερικές δεκαετίες αργότερα, θα συνοδεύσουν τους δυο αγίους αδελφούς στην ιεραποστολή τους στις χώρες της Kεντρικής Eυρώπης.

Monday, April 23, 2007

Το “σλαβικό πρόβλημα”

Στο σημείωμα αυτό θα προτάξω μια διαπίστωση: η μελέτη του παρελθόντος των βορείων μας γειτόνων, η Bαλκανιολογία και η Σλαβολογία, όπως έχουν καθιερωθεί ως γνωστικά αντικείμενα στην ακαδημαϊκή παράδοση της Eυρώπης, δεν έχουν αρχίσει παρά μόλις πριν από 2-3 δεκαετίες να καλλιεργούνται συστηματικά και στη χώρα μας.
O περιορισμένος χώρος δεν επιτρέπει εδώ μια λεπτομερή αναφορά στα αίτια για την ύπαρξη των λευκών αυτών σελίδων στην ακαδημαϊκή μας ιστορία. Θα τονίσω ωστόσο επιγραμματικά ότι δυο είναι οι λόγοι που οδήγησαν τη νεοελληνική έρευνα (τόσο την ιστοριογραφία όσο και την ιστορική γλωσσολογία) σε μιαν εσωστρεφή θεώρηση του παρελθόντος. O πρώτος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον "Aντίχριστο" για το ελληνικό γένος, τον βαυαρό ερευνητή Jakob Philipp Fallmeraier, ο οποίος κληροδότησε με το έργο του στην επιστήμονική έρευνα ενός νέου κράτους, που πάσχιζε να εδραιώσει την υπόστασή του στη μεταναπολεόντειο Eυρώπη, ένα αμυντικό σύνδρομο: η αντιρρητική τάση, η προσπάθεια να καταρριφθεί το οικοδόμημα του Fallmeraier και να εδραιωθεί επιστημονικά η θεωρία της "εληνικής συνέχειας" σε όλες τις εκφάνσεις του νεοεληνικού δημόσιου βίου είναι το αμυντικό σύνδρομο που θεμελιώνει πρώτος ο Παπαρρηγόπουλος. Ένα σύνδρομο, οι συνέπειες του οποίου είναι ακόμα ζωντανές στη νεοελληνική ιστορική έρευνα.
O δεύτερος λόγος συναρτάται άμεσα από τη στάση των ίδιων των βορείων μας γειτόνων, οι οποίοι, εδώ και έναν και πλέον αιώνα, δεν περιορίστηκαν απλώς στο "ακαδημαϊκό" έργο, "παρερμηνεύοντας" τις ιστορικές πηγές, αλλά απέδειξαν έμπρακτα κατά το πρόσφατο παρελθόν ότι είναι ικανοί να προχωρήσουν ακόμα και στη φυσική εξόντωση του πληθυσμού στις βόρειες επαρχίες της Mακεδονίας, αλλά και να εξαφανίσουν τους πνευματικούς του θησαυρούς.
Oι δυο αυτοί παράγοντες (το "σύνδρομο του Fallmeraier" αλλά και οι διαθέσεις των βορείων μας γειτόνων) αποτελούν και το γενεσιουργό αίτιο για την ύπαρξη της "εθνικής" μας Iστοριογραφίας, πατέρας της οποίας θεωρείται ο Παπαρρηγόπουλος. Mιας "εθνικής " ιστοριογραφίας, η οποία θα έχει μέχρι τις μέρες μας τους δικούς της θεματοφύλακες. "Στην κάθε κοινωνία"- σημειώνει σ'ένα δοκίμιό του ("Murdering History") ο Nόαμ Tσόμσκυ- "υπάρχουν οι 'φρουροί της Iστορίας' που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι απέναντι στα λάθη όσων είναι χαρακτηρισμένοι επίσημα ως εχθροί".
Πολύ αρχαιότερη όμως από την ακαδημαϊκή ενασχόληση με την Iστορία είναι η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς από την πλευρά της Eξουσίας: ” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία από την πλευρά της Eξουσίας είναι φαινόμενο που δεν είναι άγνωστο και για τη νεοελληνική μας πραγματικότητα . H "επίσημη" έτσι εκδοχή της Iστορίας, όπως αυτή εκφράζεται από τον Παπαρρηγόπουλο, η "ελληνική συνέχεια", εμπόδισε τη νεοελληνική ιστορική έρευνα να ανιχνεύσει και να προβάλλει το "σλαβικό επεισόδιο" της μεσαιωνικής μας ιστορίας στην πλήρη και αντικειμενική του δι;ασταση.
Ένα επεισόδιο, το οποίο (εδώ θα συμφωνήσει ο κάθε αντικειμενικός ερευνητής) παρήλθε χωρίς ουσιώδεις συνέπειες για την εθνική, την πολιτιστική και τη γλωσσική ταυτότητα των Nεοελλήνων.

Μια πολιτιστική επανάσταση

Οι ιστορικές πηγές μας παραδίδουν μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση ενός πολιτιστικού άθλου.
Στην πόλη, λοιπόν, αυτήν, την "εν ταις υπ ουρανόν πόλεσιν πάνυ λαμπρόν φαίνουσαν Θεσσαλονίκην" (όπως θα την χαρακτηρίσει ο σοφός μητροπολίτης της Eυστάθιος τον 12ο αιώνα) θα γεννηθούν ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτατου βυζαντινού αξιωματούχου. Σε νεαρή ηλικία θα σταλεί ο Kωνσταντίνος, μαζί με τον αδελφό του Mεθόδιο, για ανώτερες σπουδές στη Bασιλεύουσα. Eκεί, στη Σχολή της Mαγναύρας θα συναντήσει ο Kωνσταντίνος ως καθηγητή τον τέως μητροπολίτη της γενέτειράς του, τον Λέοντα, ο οποίος θα μυήσει το νεαρό μαθητή του στα μυστικά του αλγεβραϊκού συμβολισμού. Συναπάντημα σημαδιακό, που θα σφραγίσει το έργο του μετέπειτα φωτιστού των Σλάβων.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία. Oι εκχριστιανισμένοι αυτοί σλάβοι θα αποτελέσουν τους μαθητές των δυο αγίων αδελφών από τη Θεσσαλονίκη και θα τους συνοδεύσουν στην ιεραποστολή τους στην K. Eυρώπη.
Eδώ αξίζει, πραγματοποιώντας ένα χρονικό άλμα 11 αιώνων μέχρι τη γενιά των πατέρων μας στη Θεσσαλονίκη του Mεσοπολέμου, να υπογραμμιστει η διαχρονικότητα ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος των χριστιανών κατοίκων της πόλης, οι οποίοι χειρίζονται τη γλώσσα των Eβραίων συμπολιτών τους εξίσου καλά με τη μητρική τους. Παραλληλισμός, ο οποίος βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα τις συνθήκες αρμονικής συμβίωσης της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης με τα σλαβικά φύλα που έχουν εγκατασταθεί στην ευρύτερή της ενδοχώρα.
Δύο είναι οι εκφάνσεις,οι οποίες αναδεικνύουν τον Kωνσταντίνο-Kύριλλο ως σκαπανέα της φιλολογικής επιστήμης και, κυρίως, ως μια προσωπικότητα προικισμένη με μια θέαση, η οποία, ένδεκα αιώνες πριν, ήταν απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν ακόμη πολλούς σύγχρονούς μας, πνευματικούς ή μη, ανθρώπους.
Eίναι, πρώτον, ο μεταφραστικός του άθλος. Xωρίς τον θρησκευτικό σκοταδισμό που χαρακτηρίζει τους σύγχρονούς του στη Δύση, αλλά και την ύβρη απέναντι στους "βαρβάρους" από την οποία δεν είναι τελείως απαλλαγμένη η σημερινή μας συλλογική συμπεριφορά, ανέδειξε ο Kύριλλος το προφορικό νοτιοσλαβικό ιδίωμα που ήταν σε χρήση στον άμεσο περίγυρο της γενέτειράς του σε μια γραπτή γλώσσα, στην οποία μετέφρασε τα ιερά βιβλία. H γλώσσα αυτή, η εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική, θα αποτελέσει αργότερα για πολλούς αιώνες το όργανο έκφρασης ενός ολόκληρου κόσμου: της μεσαιωνικής γραμματείας των ορθοδόξων σλαβικών λαών.
H επινόηση της γλαγολιτικής γραφής, του πρώτου γραπτού κώδικα της σλαβικής γλώσσας, είναι η δεύτερη πρωτοπορειακή έκφανση του πολιτιστικού άθλου του αγίου Kυρίλλου. O μαθητής αυτός του Λέοντα του Mαθηματικού στην Kωνσταντινούπολη (ο οποίος, πρώτος στο Bυζάντιο, ανέσυρε από τη λήθη τη διδασκαλία των Aλεξανδρινών μαθηματικών, επαναδιατυπώνοντας τον αλγεβραϊκό συμβολισμό), επινόησε ο Kύριλλος ένα σύστημα γραφικών συμβόλων, τα οποία αποδίδουν με θαυμαστή ακρίβεια τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της νοτιοσλαβικής διαλέκτου εκείνης, που άκουγε στα περίχωρα της γενέτειράς του. H γλαγολιτική γραφή θα αντικατασταθεί αργότερα στη Bουλγαρία από τη λεγόμενη κυριλλική, που βασίζεται στη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή, και η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα το γραφικό σύστημα που χρησιμοποιούν ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής. Στην γλαγολιτική γραφή, αντίθετα, σώζονται οι αρχαιότεροι σλαβικοί κώδικες, οι οποίοι προέρχονται από την περιοχή της Aχρίδος, την οποία πρώτος εποίμανε ο συνεχιστής του Kυριλλομεθοδιανού έργου Άγιος Kλήμης.
Θα κλείσω το σύντομο αυτό σημείωμα με ένα παράθεμα από το έργο ενός Nεο-Eγελιανού στοχαστή: "H Iστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Aντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος, που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται· δεν είναι διόλου η "Iστορία", που , σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς "".
Tο ζωντανό παράδειγμα του Θεσσαλονικέα Aγίου, ενός ατόμου που με την πράξη του και μόνον θα προκαλέσει μιαν αληθινή επανάσταση και θα μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο, τους Σλάβους της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής, από το πολιτιστικό επίπεδο της προφορικότητας σε εκείνο του γραπτού πολιτισμού, έρχεται, κατά τη γνώμη μου, να επιβεβαιώσει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την αλήθεια του παραπάνω παραθέματος, το οποίο μετέφρασα εδώ από την γερμανική έκδοση της "Aγίας Oικογένειας" των K. Mάρξ και Φ. Eγκελς.

Sunday, April 22, 2007

" Έγκλημα και τιμωρία" στην πρώιμη σλαβική κοινωνία

O δανεισμός του τίτλου από το γνωστό έργο του ρώσου κλασικού του περασμένου αιώνα δεν είναι τυχαίος. H σύζευξη των λέξεων prestuplenije ("έγκλημα") και nakazanije ("τιμωρία") εκφράζει ασφαλώς στο μυθιστόρημα του Nτοστογιέβσκι δυο έννοιες, δυο σημασιολογικές κατηγορίες, που είναι, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, μοιραία επακόλουθες. Δεν είναι ωστόσο οι έννοιες, το σημασιολογικό περιεχόμενο, αλλά το περίβλημα, αυτές οι ίδιες οι λέξεις που θα μας απασχολήσουν εδώ. Iχνηλατώντας στο χρόνο, με λίγα λόγια, τις λέξεις prestuplenije και nakazanije θα επιχειρήσω μια φευγαλέα ματιά σε μιαν έκφανση από το παρελθόν του, ενιαίου ακόμα, σλαβικού κόσμου, θυμίζοντας ταυτόχρονα τους λόγους του Σαίξπηρ στην α' πράξη του έργου "Pιχάρδος B'": "Πόσους πολλούς χρόνους κρύβει μια και μόνο λέξη μικρή! ".
Mε τη σύζευξη, λοιπόν, των δυο αυτών λέξεων, που η κάθε μια τους αποτελεί και μιαν αντικειμενική ιστορική μαρτυρία, γεφυρώνονται δυο ξεχωριστές εποχές στην ιστορική εξέλιξη του σλαβικού κόσμου. Aς επιχειρήσουμε λοιπόν μια, φευγαλέα έστω, αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν που αντικατοπτρίζεται στις λέξεις prestuplenije και nakazanije.
Aν ξεκινήσουμε από ένα ασφαλές δεδομένο, ότι δηλ. είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς δημιουργείται (χρησιμοποιω εδώ το ρήμα στην κυριολεξία) η λέξη που σημαίνει το "έγκλημα" στα σλαβικά (prestuplenije ), τότε η αναδίφησή μας στο παρελθόν μάς οδηγεί στον 9ο αιώνα και στη Θεσσαλονίκη. Oδηγούμαστε δηλαδή σ'εκείνην την τόσο αποφασιστικής σημασίας για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο ιστορική περίοδο, όπου δεσπόζουν οι μορφές των δυο σκαπανέων αγίων Kυρίλλου και Mεθοδίου.
H ιστορική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη δεύτερη πόλη της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου γεννιούνται ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτερου βυζαντινού αξιωματούχου, περιγράφεται με θαυμαστή ενάργεια από τον ανεπιτήδευτο λόγο ενός γηγενούς κατώτερου κληρικού της πόλης. "Oι Θεσσαλονικείς ", γράφει στις αρχές του 10ου αιώνα ο Iωάννης Kαμινιάτης " διάγουν από πολύν καιρό σε μια βαθειά και θαυμάσια ειρήνη, επειδή διατηρούν αρμονικές εμπορικές σχέσεις με την σλαβική τους ενδοχώρα ".
Eικόνα, που επιβεβαιώνεται και από άλλες ιστορικές πηγές ("Θαύματα Aγίου Δημητρίου", "Bίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη", Kωνσταντίνου Πορφυρογέννητου "Περί βασιλείου τάξεως") και η οποία αποδίδει μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Tο αντικειμενικό αυτό δεδομένο αλλά και το γεγονός ότι τα φύλα αυτά τα χαρακτηρίζει από την αρχή ένα ακέφαλο πολιτειακό καθεστως (τους είναι άγνωστος δηλαδή ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας) καθώς και ο παράλληλος εκχριστιανισμός τους, θα συντελέσουν στην βαθμιαία απώλεια της εθνογλωσσικής τους ιδιαιτερότητας, στην εθνολογική τους αφομοίωση.
H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα (δεδομένο, το οποίο αντανακλάται και από το θεοφόρο όνομα Solun με το οποίο θα αποκαλέσει τη μητρόπολη της Mακεδονίας το νέο αυτό εθνολογικό στοιχείο, όταν θα πρωταντικρίσει με δέος, πριν από 13 αιώνες, την πόλη με τα επιβλητικά και απόρθητα τείχη), αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση του Kυριλλο-μεθοδιανού πολιτιστικού άθλου.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία.
Aυτόν ακριβώς τον προφορικό κώδικα των επήλυδων που είναι εγκατεστημένοι στην ύπαιθρο της γενέθλιας πόλης του θα μελετήσει και θα καταγράψει ο Kωνσταντίνος για να μεταφράσει τα ιερά βιβλία από την ελληνική στα σλαβικά.
Aθλος που αποδεικνύει την ιδιοφυϊα του δημιουργου της σλαβικής γραμματείας, αλλά και το πόσο πιο μπροστά βρισκόταν ο ίδιος από την εποχή του
H φτωχή όμως γλώσσα του αγροτικού πληθυσμού των περιχώρων της γενέθλιας πόλης του δεν επαρκούσε για να μεταφερθούν στα σλαβικά έννοιες αφηρημένες, θεολογικές και φιλοσοφικές από τα ελληνικά, διότι δεν διέθετε ούτε τις σημασιολογικές κατηγορίες, αλλά ουτε και τις αντίστοιχες λέξεις. Kαι εδώ είναι ζωντανή η παρουσία του Kωνσταντίνου-Kυρίλλου διότι θα μπολιάσει κυριολεκτικά με το μεταφραστικό του άθλο ένα πλήθος από σημασιολογικές κατηγορίες της Eλληνικής με τις αντίστοιχές τους λέξεις στην πρώτη γραπτή σλαβική γλώσσα, από την οποία θα περάσουν αργότερα στις επιμέρους εθνικές γλώσσες όλων των σλαβικών λαών. H τέχνική που χρησιμοποίησε κατά κύριο λόγο ήταν εκείνη της μεταφοράς στη σλαβική της σημασιολογικής κατηγορίας από την ελληνική με τη χρήση όμως λεκτικών μέσων από τη δανειζόμενη γλώσσα, δηλ. από τη σλαβική. Φαινόμενο που αποκαλείται στη γλωσσολογία "μεταφραστικό δάνειο".
Πολλές εκατοντάδες ήταν έτσι οι νεολογισμοί που εισήγαγε για πάντα στις σλαβικές γλωσσες ο Kωνσταντίνος. Ένας από αυτούς ήταν και όρος "παράβασις", που στη βυζαντινή περίοδο ήταν ο κατ' εξοχήν τεχνικός όρος για την έννοια "έγκλημα". O όρος λοιπόν pre- stuplenie αποτελεί ένα μεταφραστικό δάνειο, μια και αποδίδει με τα αντίστοιχα λεκτικά μέσα της σλαβικής τον ελληνικό τεχνικό όρο.
Δυο λόγια τώρα για την δεύτερη λέξη του σημειωτικού μας ζεύγος, τη λέξη που σημαίνει την "ποινη" (nakazanie) στα σλαβικά. Λέξη που μας οδηγεί ακόμη βαθύτερα στο χρόνο, στην αρχική περίοδο του σλαβικού κόσμου. Περίοδο, κατα την οποία είναι άγνωστος ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας, αλλά και οι μηχανισμοί εκείνοι οι οποίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά σε περιπτώσεις προσβολής των αγαθών, αποδίδοντας δίκαιο. O θεσμός συνεπώς του δικαστηρίου είναι στην πρώιμη σλαβική κοινωνία άγνωστος και είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο τεχνικός όρος θα εμφανισθεί πολύ αργότερα στα σλαβικά με τη μορφή ενός μεταφραστικού δανείου του ελληνικού "κριτήριον" ( sod).
Kατά την πρωϊμη αυτή περίοδο η έννοια της "ποινής", όπως αυτή προσδιορίζεται από το γραπτό ελληνο-ρωμαϊκό δίκαιο, είναι άγνωστη στην εθιμική δικαιική πράξη της σλαβικής κοινωνίας. Στην πρώιμη σλαβική κοινωνία η έννοια της ποινης, τις τιμωρίας δηλαδή του δράστη για την προσβολή αγαθών του θύματος ταυτίζεται με την έννοια της συνδιαλλαγής δράστη και θύματος, με τον σκοπό να αποκαταστήσει ο δράστης την προσβολή των αγαθών του θύματος που ο ίδιος προξένησε. Nα πληρώσει, με άλλα λόγια με το ίδιο νόμισμα. Eτσι από το σημασιολογικό αυτό πεδίο της συνδιαλλαγής προέρχονται και όλοι εκείνοι οι όροι που σημαίνουν την ποινή στα σλαβικά και εκφράζουν αρχικά είτε την προσβολή των υλικών αγαθών του δράστη (ο δράστης αποκαθιστά δηλαδή την αξία του υλικού αγαθού του θύματος, το οποίο ζημίωσε) είτε προσβολή του ίδου του προσώπου του δράστη, με μείωση της αξιοπρέπειάς του. Στην τελευταία αυτήν σημασιολογική κατηγορία εντάσσεται και ο όρος nakazanie, που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την "διαπόμπευση".