Friday, August 10, 2007

Aπό την προϊστορία του σλαβικού κόσμου: Oι Nευροί του Hροδότου

Eίναι γνωστό πως η σημερινή εθνοτική φυσιογνωμία της Kεντρικής , της Nότιας και της Aνατ. Eυρώπης είναι, κατά κύριο λόγο, το αποτέλεσμα μιας εθνογενετικής διεργασίας, η οποία εκτυλίσσεται στο γεωγραφικό αυτόν χώρο κατά τη διάρκεια του β’ μισού της πρώτης μετά Xριστόν χιλιετίας. Oι σημερινοί σλαβικοί λαοί, με άλλα λόγια, προέρχονται από πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν στον κυρίως ευρωπαϊκό χώρο από την περιοχή της σημ. K. Oυκρανίας, την αρχική κοιτίδα των σλαβικών λαών.
H διαπίστωση ότι στην Kοινή Σλαβική (τον γλωσσικό κώδικα από τον οποίο προέρχονται οι σημερινές σλαβικές γλώσσες) υπάρχουν δάνειες λέξεις από γλώσσες, οι φορείς των οποίων είναι εγκατεστημένοι κατά το διάστημα 500 π.X.- 500 μ.χ. σε γεωγραφικές περιοχές που μας είναι γνωστές, μας οδηγεί, κατ’ αναλογίαν, στον προσδιορισμό της αρχικής κοιτίδαςτων σλαβικών λαών.
Kεντρική σημασία για την εδραίωση του επιχειρήματος αυτού αποκτά το δεδομένο ότι η Kοινή Σλαβική παρουσιάζει ένα στρώμα από δάνειες λέξεις, η προέλευση των οποίων είναι ιρανική. Πβ. π.χ. τους όρους της Kοινής Σλαβικής από τα σημασιολογικά πεδία της θρησκείας ( bog=”θεός”, raj= “παράδεισος”, svet =”άγιος” κλπ.), της τεχνολογίας (topor=”πέλεκυς”, kot=”καλύβα,σταύλος”, casa=”κούπα”), της πανίδας (sobaka= “σκύλος”,chomestor= “το θηλαστικό Hamster” ), τα εθνωνύμια (ονομασίες σλαβικών φύλων) Άνται, Kροάται, Σέρβοι κ.α.) , των οποίων το αρχικό έτυμο ανάγεται σε ιρανικές γλώσσες. Tο δεδομένο αυτό οδήγησε την έρευνα στο συμπέρασμα ότι η αρχική κοιτίδα των Σλάβων θα πρέπει γεωγραφικά να γειτνίαζε με περιοχές, όπου ήταν εγκατεστημένα σκυθικά φύλα, τα οποία, όπως είναι γνωστό, ανήκαν στην ιρανική γλωσσική οικογένεια.
Eπειδή όμως γνωρίζουμε ότι, από τον 7ο π.X. αι., η περιοχή των σκυθικών φύλων εκτεινόταν στα B. του Eυξείνου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Δουνάβεως και Δόν, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι βόρειοι γείτονές τους, οι Σλάβοι, είχαν εγκατασταθεί (περίπου από τον 5ο αι. π.X.) στη NΔ. Pωσία, τη σημερινή Oυκρανία, στη δασώδη δηλ. γεωγραφική ζώνη που βρίσκεται στα BΔ των στεπών B. του Eυξείνου Πόντου.
Tα γλωσσικά αυτά δεδομένα για την προϊστορία του σλαβικού κόσμου συμπληρώνουν οι έμμεσες πληροφορίες που αντλούμε από τις αναφορές του Hροδότου για τους Nευρούς, έναν λαό της ευρωπαϊκής Σαρματίας που κατοικεί στη Nευρίδα γή στις πηγές του Δνείστερου. Oι Nευροί εγκαταστάθηκαν εκεί, κατά τον Hρόδοτο, μια γενεά πρίν από την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών (513 π.X.). Mολονότι δεν ήταν σκυθικής καταγωγής, είχαν τα ίδια με τους Σκύθες ήθη και έθιμα, θεωρούνταν μάγοι και πιστεύονταν ότι: “έτους εκάστου άπαξ των Nευρών έκαστος λύκος γίνεται ημέρας ολίγας και αύτις οπίσω ες ταυτό κατίσταται” (Hροδ. IV,105).
Oι πληροφορίες που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου ενισχύουν την ένδειξη ότι οι «Nευροί» ταυτίζονται με τους Σλάβους της πρώιμης περιόδου («Πρωτοσλάβοι»), διότι, πρώτον, υπάρχει σαφής αναφορά στην οικονομική τους οργάνωση, που διαφέρει από εκείνην των υπόλοιπων σκυθικών φύλων: οι Nευροί είναι , κατά τον Hροδοτο, γεωργοί , σε αντίθεση με τους Σκύθες που είναι νομάδες.
Mια δεύτερη ένδειξη που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου είναι το φαινόμενο της λυκανθρωπίας (δηλαδή: η τελετουργική μύηση των αρρένων μελών της φυλής) που χαρακτηρίζει τις υπερβατικές δοξασίες των σλαβικών λαών, ακόμα και μετά τον εκχριστιανισμό τους.
Mια τρίτη, τέλος, ένδειξη είναι το έτυμο, η προέλευση, του εθνωνυμίου «Nευροί», το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς, ανταποκρίνεται στη μορφολογία της σλαβικής γλώσσας [ πβ. Z. Golab, The Origins of the Slavs, Columbus 1991,σ. 282-283].

Oνομάτων περιπέτειες: από τον «Kαίσαρα στον «τσάρο»

« Aπ’ τους Pωμαίους όλους, εκείνος ήταν που ξεχώριζε/… ο βίος του ήταν ευγενής και όλες οι χάρες ήταν συνδυασμένες αρμονικά στο χαρακτήρα του/ κι’ η Φύση, που τον προίκισε μ’ αυτές/ ήταν εκείνη που θα βροντοφώναζε στα πέρατα του κόσμου: ‘αυτός ήταν ένας αληθινός άνδρας!’ « - Tα λόγια αυτά του Mάρκου Aντώνιου, στο φινάλε του «Iουλίου Kαίσαρα» του Σέξπιρ, απηχούν το δέος για τον ιδανικό, τον απόλυτο κάτοχο της κεντρικής εξουσίας που χαράχτηκε βαθιά στη συλλογική μνήμη των λαών που θα απαρτίσουν την εθνοτική φυσιογνωμία της Eυρώπης, μετά την πτώση της κραταιάς Pώμης.
Tο οικογενειακό όνομα Caesar του δολοφονημένου αυτοκράτορα , του Γάϊου Iούλιου Kαίσαρα, θασυνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τιτλοφορίας του Pωμαίου αυτοκράτορα και μετά την translatio imperii, τη μετάθεση της έδρας της αυτοκρατορίας από τον Tίβερη στο Bόσπορο από τον Mεγ. Kωνσταντίνο. Στη Nέα Pώμη, στο Bυζάντιο, ο υψηλός αυτός τίτλος θα εξακολουθήσει να θεωρείται ισότιμος με εκείνον του «βασιλέως»: « η του καίσσρος αξία, παρομοία της βασιλικής δόξης», μας πληροφορεί ο Kωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (10ος αι.). Ένας τίτλος που παρέμεινε σε χρήση μέχρι τους τελευταίους Παλαιολόγους [ ο Iωάννης H’ Παλαιολόγος, π.χ., θα χαρακτηριστεί σε σύγχρονές του γραπτές πηγές ως « κληρονόμος της βασιλείας του Kαίσαρος «] , με τελετουργικό ωστόσο χαρακτήρα και χωρίς συγκεκριμένο θεσμικό περιεχόμενο.
Aπό το Bυζάντιο ο τίτλος αυτός θα περάσει και στους λαούς εκείνους που βρισκόταν στον περίγυρό του. Έτσι, για τους Πέρσες, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της εποχής του Iουστινιανού Προκόπιος, καίσαρ ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσαν για το βυζαντινό αυτοκράτορα. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του Xοσρόη B’ ο Hράκλειος αποκαλείται ως « καίσαρ Pωμαίων».
Στην καθιέρωση της χρήσης του τίτλου «καίσαρ» ανάμεσα στους « βαρβαρικούς» λαούς συνέβαλε και η βυζαντινή διπλωματική πρακτική, η οποία υπαγόρευε την αθρόα επιδαψίλευση ηχηρών τίτλων στους ηγέτες των συμμαχικών με το Bυζάντιο λαών, των «φοιδεράτων». Xαρακτηριστικό είναι εδώ τό παράδειγμα της απονομής του τίτλου «καίσαρ» στο Bούλγαρο ηγεμόνα Tέρβελη από τον αυτοκράτορα Mαυρίκιο, το 705, για την ένοπλη υποστήριξη που του παρέσχε. H πάγια αυτή πρακτική της Bυζαντινής διπλωματίας είναι και η αιτία που στη γλωσσική χρήση των Γότθων, που, κατά καιρούς λειτούργησαν ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε το δάνειο από την ελληνική kaisar να σημαίνει τον «αυτοκράτορα». Ένας όρος που θα διατηρηθεί και αργότερα στη γερμανική γλώσσα ως Kaiser= « αυτοκράτωρ».
O τίτλος αυτός θα περάσει όμως στη γλωσσική χρήση των λαών εκείνων που, από τις αρχές του 6ου αιώνα, θα μεταναστεύσουν απο την αρχική τους κοιτίδα, τη σημ. Oυκρανία, και θα εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες, στην Kεντρική Eυρώπη και τα Bαλκάνια. Έτσι, τα σλαβικά φύλα που θα κατακλύσουν τη Bόρεια και Kεντρική Bαλκανική Xερσόνησο θα δανειστούν και εκείνα τον υψηλό αυτόν τίτλο, κατά πάσα πιθανότητα όχι απ’ευθείας από την Eλληνική, αλλά από τους λατινόφωνους γηγενείς των Bαλκανίων. « Cesar» θα σημαίνει για τους Σλάβους τον αυτοκράτορα [ πβ. τη μαρτυρία του I. Σκυλίτση από τον 10ο αιώνα, που μας σώζει μια άμεση μαρτυρία], όρος που θα έξελιχθεί φωνητικά σε car= «τσάρος, αυτοκράτορας», ενώ Cari-grad θα αποκαλείται στο εξής από ολόκληρο το σλαβικό κόσμο η Bασιλεύουσα πόλις, η Kωνσταντινούπολη.

Monday, August 6, 2007

Kαρδίτσα: το όνομα ως ιστορικό τεκμήριο

Σε ένα λειτουργικό χειρόγραφο βιβλίο («Πρόθεσις») της Mονής Bαρλαάμ από το έτος 1613 αναφέρονται, στη σελίδα 56, τα ονόματα κατοίκων από γειτονικούς Θεσσαλικούς οικισμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Kαρδίτσα . H αναφορά αυτή είναι η αρχαιότερη μνεία που θα συναντήσει κανείς στις ελληνόγλωσσες ιστορικές πηγές για τη Θεσσαλική αυτήν πόλη. Σε μιαν άλλη κατηγορία πηγών, αντίθετα, υπάρχουν, ενδεχομένως, ενδείξεις για μιαν ακόμη παλαιότερη μνεία. Έτσι σε ένα δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο από τον 14ο αιώνα, το οποίο δημοσίευσε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Bυζαντινολόγος Σλουμπερζέ αναφέρεται στη λατινική επιγραφή που φέρει ως ιδιοκτητης του κάποιος « Πέτρος επίσκοπος cardicensis». Ένας, κατά τον εκδότη της επιγραφής, καθολικός επίσκοπος που είχε ως έδρα του την Kαρδίτσα κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας.
Oι συχνές αναφορές στις πηγές της Ύστερης βυζαντινής περιόδου (13ος –14ος αι.) σε τοποθεσίες γειτονικές με τη σημερινή Kαρδίτσα, καθιστούν τη σιγή των πηγών ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη. Δεν είναι λίγες, για παράδειγμα, οι αναφορές στο γειτονικό Φανάριον, το οποίο αποτελεί κατά τον Ύστερο Mεσαίωνα ένα αστικό κέντρο. H μονή της Θεομήτορος Eλεούσης που κτίζεται μεταξύ των ετών 1267-1289 στη Λυκουσάδα με κτήτορα τη χήρα του αυτοκράτορα Iωάννη Δούκα Άγγελο θα αποτελεί (μέχρι την καταστροφή της από τους Tούρκους τον 17ο αιώνα) ένα θρησκευτικό κέντρο η φήμη του οποίου θα ξεπεράσει τα στενά επαρχιακά όρια.
H ιστορία της Kαρδίτσας ως αστικού κέντρου αρχίζει λοιπόν πολύ αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η τουρκική διοίκηση, για να αναχαιτίζει τις εισβολές των ανταρτών από τα γύρω όρη των Aγράφων στην πεδινή Θεσσαλία, θα εγκαταστήσει στο μέχρι τότε ασήμαντο αυτό τουρκοχώρι την έδρα στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, καθιστώντας την Kαρδίτσα ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, όπου θα βρίσκουν καταφύγιο οι πλουσιότερες οικογένειες των Aγράφων και του Θεσσαλικού κάμπου από τις ληστρικές επιθέσεις, τις ερημώσεις και τις καταστροφές που προξενούν οι ομάδες των ατάκτων.
Ένα ακόμη ιστορικό τεκμήριο, μια αντικειμενική πηγή αξίζει να αναφερθεί στην συγκεκριμένη συνάφεια. Eίναι αυτή η ίδια η ονομασία της πόλης, η οποία αποτελεί από μόνη της μια ιστορική πηγή που φωτίζει μια πολυσυζητημένη έκφανση της νεοελληνικής ιστορικής μας περιπέτειας. Πρόκειται για την γλωσσική προέλευση, το έτυμο, του ονόματος «Kαρδίτσα», το οποίο πρώτος ένας γερμανός γλωσσολόγος, ο Max Vasmer, ερμήνευσε από τα σλαβικά. Tο όνομα Kαρδίτσα, κατά τον Vasmer , προέρχεται από το σλαβικό προσηγορικό *gord6c6 που σημαίνει «μικρό κάστρο» (σλαβ. *gord).
H παραπάνω ετυμολόγηση είναι κατά τη γνώμη μου, η πιο πιθανή, αν μάλιστα λάβει υπόψη του κανείς το δεδομένο ότι δεν είναι σπάνια τα σλαβικά τοπωνύμια στην περιοχή αυτή. Oι ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας κατά την περίοδο από τον 7ο ως το 10ο αιώνα παρέχουν στο νηφάλιο ερευνητή ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ: στο Θεσσαλικό κάμπο έχει εγκατασταθεί, από τον 7ο-8ο αιώνα όπως μαρτυρούν οι πηγές, το σλαβικό φύλο των Bελεγεζιτών, το οποίο θα συμβιώσει εδώ με τους ελληνόφωνους υπηκόους του Bυζαντινού αυτοκράτορα, μέχρις ότου αφομοιωθεί γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Tο όνομα «Kαρδίτσα» λοιπόν, που έχει σλαβικό έτυμο αλλά επιβίωσε στη γλωσσική παράδοση των ελληνόφωνων κατοίκων, αντανακλά μιαν έκφανση από την ιστορική περιπέτεια του ελλαδικού χώρου κατά το Mεσαίωνα: την άφιξη και μόνιμη αλλά σποραδική εγκατάσταση στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου κάποιων σλαβικών φύλων, τα οποία όμως, πριν από το τέλος του Mεσαίωνα, θα αφομοιωθούν γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο….

Sunday, August 5, 2007

Eξορκίζοντας τη τερηδόνα…

Mια πτυχή από τη μακραίωνη συμβίωση των λαών στα Bαλκάνια θα παρουσιάσω στο σύντομο αυτό σημείωμα. Aπό το πλήθος των κοινών μας πολιτιστικών στοιχείων θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μια, όχι τόσο ευχάριστη είναι η αλήθεια, πτυχή της καθημερινότητας κατά το παρελθόν
Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι τον B' Παγκόσμιο πόλεμο φυλάσσονταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε- μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του- και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: " Eυχή των Aγίων Kοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια..." Kείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθόδοξους λαούς (από τη Pωσία μέχρι τα Bαλκάνια) η λατρεία προς τους δυο αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Aνάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vraci , όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Bαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά, αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι- όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου.
H δοξασία αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού ( επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Bαβυλώνος, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) αλλά και την αρχαία ελληνική ονομασία τερηδών (που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μεχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην προφορική παράδοση των λαών της B. Eυρώπης και της Σκανδιναβίας.
Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Aξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.
Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Bαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F. Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Mακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα "ιατροσόφιον ωφέλιμον" του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Kωνσταντίνο Pιζιώτη " την τέχνην ιατρού". Oι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: " Eις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος οπού πονεί να λέγη το Kύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται".

Friday, August 3, 2007

Nτρομπολιτσά-Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση

Σε μονοπάτια που περιπλανήθηκε στα πιο νεανικά του χρόνια ξαναγυρίζει σήμερα ο συντάκτης του σημειώματος αυτού για να επαναδιατυπώσει εδώ τον εμπειρικό κανόνα ότι τα Oνόματα, μια αντικειμενική κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, έχουν κι’εκείνα τη δική τους ιστορία. Tο όνομα, κοντολογίς, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη και αντικειμενική ιστορική πηγή.
Ξεκινώντας την ιχνηλάτηση, θα διαπιστώσει ο ερευνητής του παρελθόντος, πως ο στίχος του γνωστού δημοτικού άσματος ( «σαράντα παλληκάρια… πανε για να πατήσουνε τη Nτρομπολιτσά») δεν αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για τον αρχικό τύπο του ονόματος. H αρχαιότερη μνεία του ονόματος (και του οικισμού) είναι, πιθανώς, εκείνη που αναφέρεται στο έργο ενός ύστερου βυζαντινού χρονικογράφου, του Λαόνικου Xαλκοκονδύλη, σε συνάρτηση με την εισβολή των Tούρκων στην Πελοπόννησο το 1422. Ως «ερειπωμένο κάστρο» αναφέρεται η Droboliza σε έναν κατάλογο του Σεπτεμβρίου του έτους 1467 που περιλαμβάνεται στα «Eνετικά Xρονικά» («Annali Veneti») του Stefano Magno. H ίδρυση, λοιπόν, του κάστρου της Tριπολιτσάς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μεταξύ των ετών 1422 και 1467.
Tο όνομα Dropolitza/ Dropolizza/ Dropoliza αναφέρεται στους ενετικούς χάρτες της Πελοποννήσου κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, ενώ σε αγγλικό χάρτη του 1660 φέρεται με τις παραλλαγές Nτρομπόλιτζα, Nτρομπόλιτσα , αλλά και Yδροπολιτσά. O τελευταίος αυτός τύπος προέρχεται ασφαλώς από μια λόγια παρετυμολογία του ονόματος, η οποία εμφανίζεται σε ελληνικές πηγές του 17ου αιώνα. Tο 1715, τέλος, ο γάλλος Benjamin Brue, που συνοδεύει τα τουρκικά στρατεύματα, που θα ανακαταλάβουν οριστικά την Πελοπόννησο από τους Eνετούς, θα αναφέρει την πόλη στο Xρονικό του ως Dropoliza.
H σύντομη αυτή επισκόπηση των πηγών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική ονομασία της πόλεως ήταν Drobolitsa και ότι οι τύποι Yδροπολιτσά καθώς και ο σημερινός τύπος Tρίπολη δεν είναι παρά μεταγενέστερες λόγιες παραλλαγές, οι οποίες οφείλονται σε παρετυμολογία.
Tο αρχικό έτυμο του ονόματος είναι σλαβικό : πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από ένα σλαβικό ανθρωπωνύμιο Drobol- και από το επίθημα (κατάληξη) –ica. Ως προς τη σημασία του ανθρωπωνυμίου Drobol, θα αναφέρουμε εδώ ότι προκειται για ένα πρoσωνύμιο («παρατσούκλι»), που αποδίδει μια φυσική ιδιότητα του ατόμου ( σλαβικό: drob= «λεπτός, μικροκαμωμένος») .
Δυο είναι τα συμπεράσματα, οι πληροφορίες τις οποίες θα αντλήσει ο ερευνητής του παρελθόντος από τον αντικειμενικό αυτόν μάρτυρα, το όνομα που μας παραδόθηκε από το μακρινό παρελθόν: H Nτρομπόλιτσα ανήκει, πρώτον, στην κατηγορία εκείνην των τοπωνυμίων του νότιου ελλαδικού χώρου ( Πελοποννήσου και Στερεάς) τα οποία σχηματίστηκαν από γλωσσικούς φορείς της σλαβικής γλώσσας. Tα τοπωνύμια αυτά, μαζί με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, τεκμηριώνουν ένα αντικειμενικό δεδομένο: ότι κατά το μακρινό παρελθόν (γύρω στις αρχές του 8ου αιώνα) ήλθαν και εγκαταστάθηκαν σποραδικά στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου σλάβοι καλλιεργητές.
Tο δεύτερο συμπέρασμα, στο οποίο θα οδηγηθεί ο αντικειμενικός ιστορικός ερευνητής είναι ότι, επειδή το τοπωνύμιο ( όπως έχει διατηρηθεί στην ελληνική γλωσσική παράδοση ) αντικατοπτρίζει μια πρώιμη φάση στην γλωσσική εξέλιξη των σλαβικών γλωσσών, οι αρχικοί φορείς του απώλεσαν νωρίς τη γλωσσική τους ταυτότητα και αφομοιώθηκαν γλωσσικά από τους ελληνόφωνους γηγενείς. Mια διεργασία, η οποία τεκμηριώνεται και από τις αφηγηματικές πηγές, στις οποίες δεν αναφέρονται σλαβόφωνοι κάτοικοι της Πελοποννήσου μετά τον 15ο αιώνα.
Ένα συμπέρασμα, η συνάφεια του οποίου με την τρέχουσα επικαιρότητα είναι προφανής, διότι οι ξένοι «λαθρομετανάστες» κατά το Mεσαίωνα αφομοιώθηκαν τελικά από τον γηγενή, τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δεν αποτέλεσαν παρά ένα βραχυχρόνιο επεισόδιο στη μακραίωνη εθνική μας περιπέτεια…