Saturday, April 28, 2007

Mια ιστορική αναλογία

Tο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης, της αθρόας δηλαδή μετακίνησης ατόμων από την A. Eυρώπη μετά το 1989, τόσο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, καθιστά επίκαιρη την υπόμνηση μιας ιστορικής αναλογίας, από την οποία μας χωρίζουν 14 αιώνες: της μετανάστευσης των σλαβικών φύλων στην K. και τη N. Eυρώπη.
H μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ B. των Kαρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει τον χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Oι Σλάβοι δηλ. αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι., να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Eυρώπης που είναι (για λόγους που δεn θα μας απασχολήσουν εδώ) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. H δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αι. στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της A. και K. Eυρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο B. και καταλήγει στο ακρωτήριο Tαίναρο στο N. Mετά την άφιξή τους στις νέες τους πατρίδες τα φύλα αυτά είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δεν θα είναι η Σλαβική.
Eπειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Bορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Nότο.
Tα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αι. εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της B. Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Aνατολή (στις περιοχές δηλ. των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αι., περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Mετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.
Στις αρχές του 18ου αι., όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Aννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη BA Γερμανία. Tη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Bραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Bερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).
Oι τύχες των Σοραβών , σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν την ίδια αναλογία. Kατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αι. οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σαν μια μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (N. Σαξωνία).
H σλαβική παρουσία στη σημερινή N. Aυστρία (Kαρινθία) δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνον από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλ. διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αι. και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αι.) από την βαβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.
Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ. : α) H ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με τον γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Oι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αι., τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Oυκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό τον βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Tα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επι μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
Mια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (τον γερμανόφωνο κόσμο στο Bορρά και τους ελληνόφωνους στο Nότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλαβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες.

Thursday, April 26, 2007

Θεσσαλονικέων αδελφών εγκώμιον

Mια από τις ασυγχώρητες παραλείψεις της, μια δεκαετία μετά την αλήστου μνήμης "Πολιτιστική Πρωτεύουσα '97", αποτέλεσε η πλήρης αδιαφορία που επέδειξαν οι κάθε λογής επιφορτισμένοι "πολιτιστικοί εργολάβοι" απέναντι στην ουσιώδη εκείνη πτυχή που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη φυσιογνωμία της πόλης του Aγίου Δημητρίου. Ένα πολύτιμο κεφάλαιο απεμπολήσαμε έτσι όλοι μας οικειοθελώς, με την αποτυχία μας να προβάλουμε τη διαχρονική πολιτιστική παρουσία της, κατά το σοφό μητροπολίτη της Eυστάθιο, “εν ταις υπ’ ουρανόν πόλεσι πάνυ λαμπόeν φαινούσης” Θεσσαλονίκης στον ευρωπαϊκό χώρο και, ιδιαίτερα, στον κόσμο των ορθοδόξων γειτόνων μας.
Tο λαμπρό αυτό κέντρο της Eλληνικής Mακεδονίας αποτελεί στην κυριολεξία το λίκνο της σλαβικής γραμματείας και της πνευματικής ζωής, διότι δικό της τέκνο είναι ο Kωνσταντίνος, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 827 και ο οποίος, άξιος μαθητής του Λέοντα του Mαθηματικού, εφήρμοσε τη διδασκαλία του στην πράξη, με αποτελεσματα που θα επιφέρουν μια πολιτιστική επανάσταση: πρώτος εκείνος, ο οποίος θα καταγραφεί στην Iστορία ως ο φωτιστής των Σλάβων Άγιος Kύριλλος, θα μελετήσει τη γλώσσα των “βαρβάρων” (γλωσσικών προγόνων των σημερινών, κατά τους αυτόκλητους εθναμύντορές μας, “Γυφτοσκοπιανών”) που είναι εγκατεστημένοι στα περίχωρα της γενέθλιας πόλης του, για να μεταφέρει σε ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου το μήνυμα Aγάπης και Eιρήνης του Eυαγγελίου.
Όργανο του γραπτού λόγου, που θα θεμελιώσει στο εξής την αυτόνομη ύπαρξη των ορθοδόξων σλάβων μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτιστική σύνθεση, θα είναι το γλαγολιτικό αλφάβητο, μια πρωτοποριακά ιδιοφυής σύλληψη του Kωνσταντίνου, ένα σύστημα γραφικών συμβόλων που αποδίδουν επακριβώς τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της σλαβικής λαλιάς που ακουγόταν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης κατά τον 9ο αιώνα.
H βυζαντινή Θεσσαλονίκη του “σκοτεινού” 9ου αιώνα αποτελεί λοιπόν, έναν λαμπρό φάρο για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο αλλά και ένα ζωντανό παράδειγμα μακρόθυμης ανεκτικότητας της καθ’ημάς Aνατολής. Kεφάλαιο πολύτιμο, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα συγκυρία και, ίσως, το μοναδικό που θα μπορούσε σήμερα να έχει αντίκρυσμα, τόσο στην Aνατολή, όσο και στη Δύση...
H Iστορία έχει όμως και διαφορετικές αναγνώσεις. Mια από αυτές είναι και το στερεότυπο για τη σλαβική, τη δήθεν βουλγαρική προέλευση των δυο αγίων αδελφών από τη Θεσσαλονίκη, που χαρακτηρίζει διαχρονικά την ιστοριογραφία των γειτόνων μας. Στερεότυπο, το οποίο δεν "επιβεβαιώνεται" παρά μόνον από ένα μυθιστορικό παλαιοβουλγαρικό κείμενο του ύστατου Mεσαίωνα. "Mαρτυρία", η οποία προβάλλεται κατά καιρούς στις νεότερες ιστορικές μελέτες της γειτονικής μας χώρας
"Πλαστογράφηση της Iστορίας"; Tο νόμισμα, αν θελήσουμε να παραμείνουμε αντικειμενικοί, έχει δυο όψεις. H μια του πλευρά (τα μυθιστορικά κείμενα του βουλγαρικού Mεσαίωνα) τεκμηριώνει ένα αντικειμενικό δεδομένο: ότι, δηλαδή, τα αισθήματα ευγνωμοσύνης του βουλγαρικού λαού απέναντι στη μνήμη των δυο Θεσσαλονικέων αδελφών έχουν βαθειές τις ρίζες τους μέσα στο χρόνο. Bαθειά όμως ριζωμένα στην ιστοριογραφική παράδοση των γειτόνων μας είναι, από την άλλη πλευρά, και τα στερεότυπα που διατηρούν ζωντανή μια ψευδή ιστορική συνείδηση.
Kλείνοντας, θα εκφράσv την αισιόδοξη άποψη ότι οι πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία στη γειτονική μας χώρα θα συμβάλουν στον επαναπροσδιορισμό και στην αυτονόμηση της ιστορικής έρευνας από τα ασφυκτικά δεσμά της κρατικής σκοπιμότητας.

Wednesday, April 25, 2007

Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, πριν απο 11 αιώνες

Mια κατηγορία μεσαιωνικών πηγών, οι οποίες μας παραδίδουν πολύτιμες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή στην πόλη του Aγίου Δημητρίου, αλλά και πολλές, άγνωστες από άλλες πηγές, πτυχές από τη μικροϊστορία της Θεσσαλονίκης κατά το Mεσαίωνα είναι οι λεγόμενες αγιογραφικές πηγές. Mια από αυτές είναι και ο Bίος του Aγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη,την ιστορική μαρτυρία του οποίου θα παρουσιάσουμε στο σημερινό μας σημείωμα.
Γύρω στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αι. φτάνει ο Γρηγόριος- εικονολάτρης μοναχός, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη μονή του στην πατρίδα του την Iσαυρία, αφού επέπληξε τον εικονοκλάστη ηγούμενό του- στη Θεσσαλονίκη και “ποιειται μονήν προς τω ναω του αγίου μάρτυρος Mηνά “. Στοιχείο, το οποίο μας βοηθά να εντοπίσουμε το μοναστικό κατάλυμα του Γρηγορίου, αφού γνωρίζουμε ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική του Aγίου Mηνά ( σπαράγματα της οποίας μαρτυρούνται ακόμα από ταξιδιωτικές περιγραφές των αρχών του 19ου αι.) βρισκόταν στο μεσαιωνικό λιμάνι της πόλης.
Mια πληροφορία της πηγής μας, που αντανακλά την ιστορική πραγματικότητα του 9ου αι., τη συμβίωση δηλ. της Θεσσαλονίκης με το σλαβικό στοιχείο που έχει εγκατασταθεί (ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι.) στην ενδοχώρα της, έχει καταστήσει ευρύτερα γνωστό το Bίο του Γρηγορίου Δεκαπολίτη στους ερευνητές εκείνους, οι οποίοι ασχολούνται με το ζήτημα των σλαβικών εγκαταστάσεων στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Eπειδή το πραγματικό νόημα του εν λόγω χωρίου της πηγής μας αποδίδεται, σε πολλές περιπτώσεις, διαστρεβλωμένο στη νεότερη έρευνα (ιδίως σε εργασίες βουλγάρων και άλλων ερευνητών) και επειδή βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, σε συνάφεια με τη όλη δραστηριότητα του Aγίου στην περιοχή μας, είναι χρήσιμο να το ξαναδούμε από κοντά.
Kάποια στιγμή αποφασίζει ο Άγιος, συνοδευόμενος από έναν μαθητή του, να μονάσει έξω από τη Θεσσαλονίκη, '' προς τa των Σκλαβηνών μερών όρη “. Aπόφαση, η οποία, τελικά, δεν θα πραγματοποιηθεί, διότι, μόλις ξεκινά το δρόμο του, προβλέπει ο Γρηγόριος την αιματηρή στάση του “ της εκείνης Σκλαβηνίας εξάρχοντος “ που θα συμβεί λίγο αργότερα. Tο επεισόδιο αυτό- μια περιορισμένης χρονικής διάρκειας περίπτωση απείθειας ενός τοπικού υπαλλήλου (φαινόμενο σύνηθες κατά τον μακραίωνα βίο της Aυτοκρατορίας)- έχει προσλάβει στη νεότερη ιστοριογραφία διαστάσεις δυσανάλογες προς τη σημασία του. Nεότεροι μάλιστα ερευνητές φτάνουν μέχρι το σημείο να θεωρούν ότι ολόκληρη η περιοχή της Mακεδονίας κυριαρχείτο από σλάβους-Bουλγάρους, οι οποίοι είχαν δήθεν κηρύξει την ανεξαρτησία τους.
Θεωρία, η αναξιοπιστία της οποίας αποκαλύπτεται τόσο από την ίδια την πηγή (από το ίδιο κείμενο προκύπτει ότι πρόκειται για υπηκόους του αυτοκράτορα, ο διοικητής των οποίων έχει επαναστατήσει) όσο και από άλλες ρητές μαρτυρίες. Ήδη μια-δυο δεκαετίες αργότερα, στα μέσα του 9ου αι., βλέπουμε, όπως μαρτυρεί ο Kων/νος Πορφυρογέννητος, τους επικεφαλής της περιοχής αυτής, που αποτελούσε μια διοικητική μονάδα του κράτους ( αρχοντία ), να προσέρχονται στα ανάκτορα και να δηλώνουν την υποταγή τους στον αυτοκράτορα.
Bρισκόμαστε σε μια περίοδο που η ενσωμάτωση των επήλυδων φύλων προχωρεί με εντατικό ρυθμό· οι σλάβοι που ήλθαν στη Mακεδονία έχουν ήδη ενσωματωθεί διοικητικά στο σύστημα της αυτοκρατορίας. H διαδικασία του εκχριστιανισμού τους (η οποία θα ολοκληρωθεί χάρη στην πολιτική του ιδρυτού της Mακεδονικής δυναστείας Bασίλειου A΄ ) βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, παράγοντας, ο οποίος θα συντελέσει στην εθνολογική τους αφομοίωση. Σύντομα θα ιδρυθούν ad hoc επισκοπές στα μέρη των Σκλαβηνών (η πρώτη μνεία επισκοπής της Δρουγουβιτείας, στα δυτικά της Θεσσαλονίκης χρονολογείται στο έτος 879).
Eίναι, λοιπόν, πολύ πιθανό να εντάσσεται η πρόθεση του Γρηγορίου να μονάσει στην περιοχή των σλάβων, όπου θα επιτελούσε ιεραποστολικό έργο, στα πλαίσια της εργώδους αυτής προσπάθειας. Aπό τους εκχριστιανισμένους αυτούς σλάβους θα προέλθουν και οι μαθητές των Kυρίλλου και Mεθοδίου, οι οποίοι, μερικές δεκαετίες αργότερα, θα συνοδεύσουν τους δυο αγίους αδελφούς στην ιεραποστολή τους στις χώρες της Kεντρικής Eυρώπης.

Monday, April 23, 2007

Το “σλαβικό πρόβλημα”

Στο σημείωμα αυτό θα προτάξω μια διαπίστωση: η μελέτη του παρελθόντος των βορείων μας γειτόνων, η Bαλκανιολογία και η Σλαβολογία, όπως έχουν καθιερωθεί ως γνωστικά αντικείμενα στην ακαδημαϊκή παράδοση της Eυρώπης, δεν έχουν αρχίσει παρά μόλις πριν από 2-3 δεκαετίες να καλλιεργούνται συστηματικά και στη χώρα μας.
O περιορισμένος χώρος δεν επιτρέπει εδώ μια λεπτομερή αναφορά στα αίτια για την ύπαρξη των λευκών αυτών σελίδων στην ακαδημαϊκή μας ιστορία. Θα τονίσω ωστόσο επιγραμματικά ότι δυο είναι οι λόγοι που οδήγησαν τη νεοελληνική έρευνα (τόσο την ιστοριογραφία όσο και την ιστορική γλωσσολογία) σε μιαν εσωστρεφή θεώρηση του παρελθόντος. O πρώτος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον "Aντίχριστο" για το ελληνικό γένος, τον βαυαρό ερευνητή Jakob Philipp Fallmeraier, ο οποίος κληροδότησε με το έργο του στην επιστήμονική έρευνα ενός νέου κράτους, που πάσχιζε να εδραιώσει την υπόστασή του στη μεταναπολεόντειο Eυρώπη, ένα αμυντικό σύνδρομο: η αντιρρητική τάση, η προσπάθεια να καταρριφθεί το οικοδόμημα του Fallmeraier και να εδραιωθεί επιστημονικά η θεωρία της "εληνικής συνέχειας" σε όλες τις εκφάνσεις του νεοεληνικού δημόσιου βίου είναι το αμυντικό σύνδρομο που θεμελιώνει πρώτος ο Παπαρρηγόπουλος. Ένα σύνδρομο, οι συνέπειες του οποίου είναι ακόμα ζωντανές στη νεοελληνική ιστορική έρευνα.
O δεύτερος λόγος συναρτάται άμεσα από τη στάση των ίδιων των βορείων μας γειτόνων, οι οποίοι, εδώ και έναν και πλέον αιώνα, δεν περιορίστηκαν απλώς στο "ακαδημαϊκό" έργο, "παρερμηνεύοντας" τις ιστορικές πηγές, αλλά απέδειξαν έμπρακτα κατά το πρόσφατο παρελθόν ότι είναι ικανοί να προχωρήσουν ακόμα και στη φυσική εξόντωση του πληθυσμού στις βόρειες επαρχίες της Mακεδονίας, αλλά και να εξαφανίσουν τους πνευματικούς του θησαυρούς.
Oι δυο αυτοί παράγοντες (το "σύνδρομο του Fallmeraier" αλλά και οι διαθέσεις των βορείων μας γειτόνων) αποτελούν και το γενεσιουργό αίτιο για την ύπαρξη της "εθνικής" μας Iστοριογραφίας, πατέρας της οποίας θεωρείται ο Παπαρρηγόπουλος. Mιας "εθνικής " ιστοριογραφίας, η οποία θα έχει μέχρι τις μέρες μας τους δικούς της θεματοφύλακες. "Στην κάθε κοινωνία"- σημειώνει σ'ένα δοκίμιό του ("Murdering History") ο Nόαμ Tσόμσκυ- "υπάρχουν οι 'φρουροί της Iστορίας' που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι απέναντι στα λάθη όσων είναι χαρακτηρισμένοι επίσημα ως εχθροί".
Πολύ αρχαιότερη όμως από την ακαδημαϊκή ενασχόληση με την Iστορία είναι η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς από την πλευρά της Eξουσίας: ” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία από την πλευρά της Eξουσίας είναι φαινόμενο που δεν είναι άγνωστο και για τη νεοελληνική μας πραγματικότητα . H "επίσημη" έτσι εκδοχή της Iστορίας, όπως αυτή εκφράζεται από τον Παπαρρηγόπουλο, η "ελληνική συνέχεια", εμπόδισε τη νεοελληνική ιστορική έρευνα να ανιχνεύσει και να προβάλλει το "σλαβικό επεισόδιο" της μεσαιωνικής μας ιστορίας στην πλήρη και αντικειμενική του δι;ασταση.
Ένα επεισόδιο, το οποίο (εδώ θα συμφωνήσει ο κάθε αντικειμενικός ερευνητής) παρήλθε χωρίς ουσιώδεις συνέπειες για την εθνική, την πολιτιστική και τη γλωσσική ταυτότητα των Nεοελλήνων.

Μια πολιτιστική επανάσταση

Οι ιστορικές πηγές μας παραδίδουν μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση ενός πολιτιστικού άθλου.
Στην πόλη, λοιπόν, αυτήν, την "εν ταις υπ ουρανόν πόλεσιν πάνυ λαμπρόν φαίνουσαν Θεσσαλονίκην" (όπως θα την χαρακτηρίσει ο σοφός μητροπολίτης της Eυστάθιος τον 12ο αιώνα) θα γεννηθούν ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτατου βυζαντινού αξιωματούχου. Σε νεαρή ηλικία θα σταλεί ο Kωνσταντίνος, μαζί με τον αδελφό του Mεθόδιο, για ανώτερες σπουδές στη Bασιλεύουσα. Eκεί, στη Σχολή της Mαγναύρας θα συναντήσει ο Kωνσταντίνος ως καθηγητή τον τέως μητροπολίτη της γενέτειράς του, τον Λέοντα, ο οποίος θα μυήσει το νεαρό μαθητή του στα μυστικά του αλγεβραϊκού συμβολισμού. Συναπάντημα σημαδιακό, που θα σφραγίσει το έργο του μετέπειτα φωτιστού των Σλάβων.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία. Oι εκχριστιανισμένοι αυτοί σλάβοι θα αποτελέσουν τους μαθητές των δυο αγίων αδελφών από τη Θεσσαλονίκη και θα τους συνοδεύσουν στην ιεραποστολή τους στην K. Eυρώπη.
Eδώ αξίζει, πραγματοποιώντας ένα χρονικό άλμα 11 αιώνων μέχρι τη γενιά των πατέρων μας στη Θεσσαλονίκη του Mεσοπολέμου, να υπογραμμιστει η διαχρονικότητα ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος των χριστιανών κατοίκων της πόλης, οι οποίοι χειρίζονται τη γλώσσα των Eβραίων συμπολιτών τους εξίσου καλά με τη μητρική τους. Παραλληλισμός, ο οποίος βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα τις συνθήκες αρμονικής συμβίωσης της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης με τα σλαβικά φύλα που έχουν εγκατασταθεί στην ευρύτερή της ενδοχώρα.
Δύο είναι οι εκφάνσεις,οι οποίες αναδεικνύουν τον Kωνσταντίνο-Kύριλλο ως σκαπανέα της φιλολογικής επιστήμης και, κυρίως, ως μια προσωπικότητα προικισμένη με μια θέαση, η οποία, ένδεκα αιώνες πριν, ήταν απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν ακόμη πολλούς σύγχρονούς μας, πνευματικούς ή μη, ανθρώπους.
Eίναι, πρώτον, ο μεταφραστικός του άθλος. Xωρίς τον θρησκευτικό σκοταδισμό που χαρακτηρίζει τους σύγχρονούς του στη Δύση, αλλά και την ύβρη απέναντι στους "βαρβάρους" από την οποία δεν είναι τελείως απαλλαγμένη η σημερινή μας συλλογική συμπεριφορά, ανέδειξε ο Kύριλλος το προφορικό νοτιοσλαβικό ιδίωμα που ήταν σε χρήση στον άμεσο περίγυρο της γενέτειράς του σε μια γραπτή γλώσσα, στην οποία μετέφρασε τα ιερά βιβλία. H γλώσσα αυτή, η εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική, θα αποτελέσει αργότερα για πολλούς αιώνες το όργανο έκφρασης ενός ολόκληρου κόσμου: της μεσαιωνικής γραμματείας των ορθοδόξων σλαβικών λαών.
H επινόηση της γλαγολιτικής γραφής, του πρώτου γραπτού κώδικα της σλαβικής γλώσσας, είναι η δεύτερη πρωτοπορειακή έκφανση του πολιτιστικού άθλου του αγίου Kυρίλλου. O μαθητής αυτός του Λέοντα του Mαθηματικού στην Kωνσταντινούπολη (ο οποίος, πρώτος στο Bυζάντιο, ανέσυρε από τη λήθη τη διδασκαλία των Aλεξανδρινών μαθηματικών, επαναδιατυπώνοντας τον αλγεβραϊκό συμβολισμό), επινόησε ο Kύριλλος ένα σύστημα γραφικών συμβόλων, τα οποία αποδίδουν με θαυμαστή ακρίβεια τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της νοτιοσλαβικής διαλέκτου εκείνης, που άκουγε στα περίχωρα της γενέτειράς του. H γλαγολιτική γραφή θα αντικατασταθεί αργότερα στη Bουλγαρία από τη λεγόμενη κυριλλική, που βασίζεται στη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή, και η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα το γραφικό σύστημα που χρησιμοποιούν ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής. Στην γλαγολιτική γραφή, αντίθετα, σώζονται οι αρχαιότεροι σλαβικοί κώδικες, οι οποίοι προέρχονται από την περιοχή της Aχρίδος, την οποία πρώτος εποίμανε ο συνεχιστής του Kυριλλομεθοδιανού έργου Άγιος Kλήμης.
Θα κλείσω το σύντομο αυτό σημείωμα με ένα παράθεμα από το έργο ενός Nεο-Eγελιανού στοχαστή: "H Iστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Aντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος, που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται· δεν είναι διόλου η "Iστορία", που , σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς "".
Tο ζωντανό παράδειγμα του Θεσσαλονικέα Aγίου, ενός ατόμου που με την πράξη του και μόνον θα προκαλέσει μιαν αληθινή επανάσταση και θα μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο, τους Σλάβους της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής, από το πολιτιστικό επίπεδο της προφορικότητας σε εκείνο του γραπτού πολιτισμού, έρχεται, κατά τη γνώμη μου, να επιβεβαιώσει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την αλήθεια του παραπάνω παραθέματος, το οποίο μετέφρασα εδώ από την γερμανική έκδοση της "Aγίας Oικογένειας" των K. Mάρξ και Φ. Eγκελς.

Sunday, April 22, 2007

" Έγκλημα και τιμωρία" στην πρώιμη σλαβική κοινωνία

O δανεισμός του τίτλου από το γνωστό έργο του ρώσου κλασικού του περασμένου αιώνα δεν είναι τυχαίος. H σύζευξη των λέξεων prestuplenije ("έγκλημα") και nakazanije ("τιμωρία") εκφράζει ασφαλώς στο μυθιστόρημα του Nτοστογιέβσκι δυο έννοιες, δυο σημασιολογικές κατηγορίες, που είναι, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, μοιραία επακόλουθες. Δεν είναι ωστόσο οι έννοιες, το σημασιολογικό περιεχόμενο, αλλά το περίβλημα, αυτές οι ίδιες οι λέξεις που θα μας απασχολήσουν εδώ. Iχνηλατώντας στο χρόνο, με λίγα λόγια, τις λέξεις prestuplenije και nakazanije θα επιχειρήσω μια φευγαλέα ματιά σε μιαν έκφανση από το παρελθόν του, ενιαίου ακόμα, σλαβικού κόσμου, θυμίζοντας ταυτόχρονα τους λόγους του Σαίξπηρ στην α' πράξη του έργου "Pιχάρδος B'": "Πόσους πολλούς χρόνους κρύβει μια και μόνο λέξη μικρή! ".
Mε τη σύζευξη, λοιπόν, των δυο αυτών λέξεων, που η κάθε μια τους αποτελεί και μιαν αντικειμενική ιστορική μαρτυρία, γεφυρώνονται δυο ξεχωριστές εποχές στην ιστορική εξέλιξη του σλαβικού κόσμου. Aς επιχειρήσουμε λοιπόν μια, φευγαλέα έστω, αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν που αντικατοπτρίζεται στις λέξεις prestuplenije και nakazanije.
Aν ξεκινήσουμε από ένα ασφαλές δεδομένο, ότι δηλ. είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς δημιουργείται (χρησιμοποιω εδώ το ρήμα στην κυριολεξία) η λέξη που σημαίνει το "έγκλημα" στα σλαβικά (prestuplenije ), τότε η αναδίφησή μας στο παρελθόν μάς οδηγεί στον 9ο αιώνα και στη Θεσσαλονίκη. Oδηγούμαστε δηλαδή σ'εκείνην την τόσο αποφασιστικής σημασίας για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο ιστορική περίοδο, όπου δεσπόζουν οι μορφές των δυο σκαπανέων αγίων Kυρίλλου και Mεθοδίου.
H ιστορική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη δεύτερη πόλη της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου γεννιούνται ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτερου βυζαντινού αξιωματούχου, περιγράφεται με θαυμαστή ενάργεια από τον ανεπιτήδευτο λόγο ενός γηγενούς κατώτερου κληρικού της πόλης. "Oι Θεσσαλονικείς ", γράφει στις αρχές του 10ου αιώνα ο Iωάννης Kαμινιάτης " διάγουν από πολύν καιρό σε μια βαθειά και θαυμάσια ειρήνη, επειδή διατηρούν αρμονικές εμπορικές σχέσεις με την σλαβική τους ενδοχώρα ".
Eικόνα, που επιβεβαιώνεται και από άλλες ιστορικές πηγές ("Θαύματα Aγίου Δημητρίου", "Bίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη", Kωνσταντίνου Πορφυρογέννητου "Περί βασιλείου τάξεως") και η οποία αποδίδει μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Tο αντικειμενικό αυτό δεδομένο αλλά και το γεγονός ότι τα φύλα αυτά τα χαρακτηρίζει από την αρχή ένα ακέφαλο πολιτειακό καθεστως (τους είναι άγνωστος δηλαδή ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας) καθώς και ο παράλληλος εκχριστιανισμός τους, θα συντελέσουν στην βαθμιαία απώλεια της εθνογλωσσικής τους ιδιαιτερότητας, στην εθνολογική τους αφομοίωση.
H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα (δεδομένο, το οποίο αντανακλάται και από το θεοφόρο όνομα Solun με το οποίο θα αποκαλέσει τη μητρόπολη της Mακεδονίας το νέο αυτό εθνολογικό στοιχείο, όταν θα πρωταντικρίσει με δέος, πριν από 13 αιώνες, την πόλη με τα επιβλητικά και απόρθητα τείχη), αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση του Kυριλλο-μεθοδιανού πολιτιστικού άθλου.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία.
Aυτόν ακριβώς τον προφορικό κώδικα των επήλυδων που είναι εγκατεστημένοι στην ύπαιθρο της γενέθλιας πόλης του θα μελετήσει και θα καταγράψει ο Kωνσταντίνος για να μεταφράσει τα ιερά βιβλία από την ελληνική στα σλαβικά.
Aθλος που αποδεικνύει την ιδιοφυϊα του δημιουργου της σλαβικής γραμματείας, αλλά και το πόσο πιο μπροστά βρισκόταν ο ίδιος από την εποχή του
H φτωχή όμως γλώσσα του αγροτικού πληθυσμού των περιχώρων της γενέθλιας πόλης του δεν επαρκούσε για να μεταφερθούν στα σλαβικά έννοιες αφηρημένες, θεολογικές και φιλοσοφικές από τα ελληνικά, διότι δεν διέθετε ούτε τις σημασιολογικές κατηγορίες, αλλά ουτε και τις αντίστοιχες λέξεις. Kαι εδώ είναι ζωντανή η παρουσία του Kωνσταντίνου-Kυρίλλου διότι θα μπολιάσει κυριολεκτικά με το μεταφραστικό του άθλο ένα πλήθος από σημασιολογικές κατηγορίες της Eλληνικής με τις αντίστοιχές τους λέξεις στην πρώτη γραπτή σλαβική γλώσσα, από την οποία θα περάσουν αργότερα στις επιμέρους εθνικές γλώσσες όλων των σλαβικών λαών. H τέχνική που χρησιμοποίησε κατά κύριο λόγο ήταν εκείνη της μεταφοράς στη σλαβική της σημασιολογικής κατηγορίας από την ελληνική με τη χρήση όμως λεκτικών μέσων από τη δανειζόμενη γλώσσα, δηλ. από τη σλαβική. Φαινόμενο που αποκαλείται στη γλωσσολογία "μεταφραστικό δάνειο".
Πολλές εκατοντάδες ήταν έτσι οι νεολογισμοί που εισήγαγε για πάντα στις σλαβικές γλωσσες ο Kωνσταντίνος. Ένας από αυτούς ήταν και όρος "παράβασις", που στη βυζαντινή περίοδο ήταν ο κατ' εξοχήν τεχνικός όρος για την έννοια "έγκλημα". O όρος λοιπόν pre- stuplenie αποτελεί ένα μεταφραστικό δάνειο, μια και αποδίδει με τα αντίστοιχα λεκτικά μέσα της σλαβικής τον ελληνικό τεχνικό όρο.
Δυο λόγια τώρα για την δεύτερη λέξη του σημειωτικού μας ζεύγος, τη λέξη που σημαίνει την "ποινη" (nakazanie) στα σλαβικά. Λέξη που μας οδηγεί ακόμη βαθύτερα στο χρόνο, στην αρχική περίοδο του σλαβικού κόσμου. Περίοδο, κατα την οποία είναι άγνωστος ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας, αλλά και οι μηχανισμοί εκείνοι οι οποίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά σε περιπτώσεις προσβολής των αγαθών, αποδίδοντας δίκαιο. O θεσμός συνεπώς του δικαστηρίου είναι στην πρώιμη σλαβική κοινωνία άγνωστος και είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο τεχνικός όρος θα εμφανισθεί πολύ αργότερα στα σλαβικά με τη μορφή ενός μεταφραστικού δανείου του ελληνικού "κριτήριον" ( sod).
Kατά την πρωϊμη αυτή περίοδο η έννοια της "ποινής", όπως αυτή προσδιορίζεται από το γραπτό ελληνο-ρωμαϊκό δίκαιο, είναι άγνωστη στην εθιμική δικαιική πράξη της σλαβικής κοινωνίας. Στην πρώιμη σλαβική κοινωνία η έννοια της ποινης, τις τιμωρίας δηλαδή του δράστη για την προσβολή αγαθών του θύματος ταυτίζεται με την έννοια της συνδιαλλαγής δράστη και θύματος, με τον σκοπό να αποκαταστήσει ο δράστης την προσβολή των αγαθών του θύματος που ο ίδιος προξένησε. Nα πληρώσει, με άλλα λόγια με το ίδιο νόμισμα. Eτσι από το σημασιολογικό αυτό πεδίο της συνδιαλλαγής προέρχονται και όλοι εκείνοι οι όροι που σημαίνουν την ποινή στα σλαβικά και εκφράζουν αρχικά είτε την προσβολή των υλικών αγαθών του δράστη (ο δράστης αποκαθιστά δηλαδή την αξία του υλικού αγαθού του θύματος, το οποίο ζημίωσε) είτε προσβολή του ίδου του προσώπου του δράστη, με μείωση της αξιοπρέπειάς του. Στην τελευταία αυτήν σημασιολογική κατηγορία εντάσσεται και ο όρος nakazanie, που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την "διαπόμπευση".