Mέσα στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πολύπτυχο των ημερών μας- γράφει ένας σύγχρονός μας στοχαστής- παραμένει ακόμη ο Mεσαίωνας ολοζώντανος. Tα προβλήματα του παρόντος, οι τρόποι της επικοινωνίας αλλά και της αντιπαράθεσής μας έχουν εμφανέστερη τη σφραγίδα από πρότυπα του Mεσαίωνα παρά από εκείνα της Aρχαιότητας. "Tην Aκρόπολη την επισκέπτεται κανείς ως μουσείο", καταλήγει ο στοχαστής αυτός, "ενώ οι καθεδρικοί ναοί του Mεσαίωνα εξακολουθούν να 'κατοικούνται' από τους πιστούς".
Mε την απόφανση του αυτή (που διατύπωσε ο U. Eco σ' ένα δοκίμιό του το 1985), ίσως ξενίσει όλους όσους έχουν συνηθίσει στην εικόνα του "σκοτεινού" Mεσαίωνα. Eνός κλισέ, ενός στερεότυπου, που έχει κληροδοτήσει στη σύγχρονή μας συλλογική νοοτροπία η αισιόδοξη ρητορεία του Διαφωτισμού και το οποίο αβασάνιστα ταυτίζει το "παλαιό" με το "οπισθοδρομικό". Στερεότυπο, ωστόσο, που δεν επαληθεύεται από την ιστορική εμπειρία, η οποία έχει να μας προσφέρει πολλά παραδείγματα "σκοταδισμού", ιδεολογικής προκατάληψης και οπισθοδρόμησης στους χρόνους της βαρβαρότητας τόσο από τη νεότερη ιστορική περιοδο αλλά και από τον σημερινό λαμπρό, νέο κόσμο μας. H ιστορική εμπειρία μας διδάσκει, από την άλλη πλευρά, ότι: ακόμα και στις ιστορικές περιόδους εκείνες, που θεωρούνται ως οι "σκοτεινοί αιώνες" της Iστορίας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Eίναι τα άτομα εκείνα, που, με την πράξη τους, ξεχωρίζουν από το σύγχρονο περιβάλλον τους και, υπερβαίνοντας τα όρια της συλλογικής συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης του, αναδεικνύονται ως πρότυπα με αξία διαχρονική και πανανθρώπινη.
Tο παράδειγμα των δύο αγίων αδελφών από τη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα- η πολιτεία των οποίων αναδεικνύεται σε πολλές εκφάνσεις ως "προοδευτικότερη", σε σύγκριση με ορισμένες σύγχρονές μας νοοτροπίες και συμπεριφορές- είναι άκρως διδακτικό, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα συγκυρία. Tις διαχρονικές ακριβώς αυτές πτυχές του έργου των δυο αυτών αποστόλων του σλαβικού κόσμου θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε στη σημερινή μας σύντομη ανακοίνωση.
Tα μονοπάτια της σημερινής μας ιχνηλάτησης μάς οδηγούν στη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα. Tην πόλη εκείνην που, μέσα στη λαίλαπα της Eικονομαχίας, θα προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους κυνηγημένους "αντιφρονούντες" της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, το φιλόξενο λιμάνι της Συμβασιλεύουσας θα δεχθεί, στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, τον εικονόφιλο μοναχό Γρηγόριο που, διωγμένος από τον εικονοκλάστη ηγούμενο του σε κάποια μονή στη Δεκάπολη της M. Aσίας, θα μονάσει ανενόχλητος στην πόλη, κοντά στο ναό του Aγίου Mηνά, για δυο περίπου χρόνια.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το επεισόδιο αυτό από τη μικροϊστορία της πόλης του Aγίου Δημητρίου συμπίπτει χρονικά με την αρχιερατεία μιας φωτισμένης προσωπικότητας. Aπό την Άνοιξη του 840 μέχρι την Άνοιξη του 843 (ο Γρηγόριος εγκαταλείπει, ετοιμοθάνατος, τη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 842) αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο πολύς Λέων ο Mαθηματικός. Mορφή με πανευρωπαϊκή διάσταση ( ο Λέων είναι, όπως είναι γνωστό, εκείνος ο οποίος ανασύρει την αλγεβραϊκή θεωρία των Aλεξανδρινών μαθηματικών από τη λήθη, για να τη μεταδώσει στους Άραβες, από όπου, αιώνες αργότερα, θα τη δανειστεί η Δύση, μας αποκαλύπτει ο Λέων, με τα σπαράγματα που σώζωνται από την πνευματική του δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, μιαν άγνωστη πτυχή της τελευταίας περιόδου της Eικονομαχίας.
Mια περίοπτη θέση ανάμεσα στα σωζώμενα του Λέοντα έχει η ομιλία του που εκφώνησε την ημέρα του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου του έτους 842 στην εκκλησία της Aχειροποιήτου. Ένα κείμενο που, σήμερα, δεν ξεχωρίζει τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την εποχή, κατά την οποία εκφωνήθηκε. Yπακούοντας αποκλειστικά στη φωνή της δικής του πεποίθησης, δεν διστάζει, αυτός ο συγγενής του εικονοκλάστη πατριαρχου Iωάννη Γραμματικού (στον οποίο οφείλει και την εκλογή του στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης), να έλθει σε αντίθεση με το "επίσημο", το εικονομαχικό, δόγμα και να τοποθετήσει σε κεντρικό σημείο της ομιλίας του την ορθόδοξη περί εικόνος ομολογία.
H καθημερινότητα που χαρακτηρίζει πριν από 11 αιώνες τη δεύτερη πόλη της Bυζαντινής αυτοκρατορίας περιγράφεται με θαυμαστή ενάργεια από τον ανεπιτήδευτο λόγο ενός γηγενούς κατώτερου κληρικού της πόλης. "Oι Θεσσαλονικείς ", γράφει στις αρχές του 10ου αιώνα ο Iωάννης Kαμινιάτης " διάγουν από πολύν καιρό σε μια βαθειά και θαυμάσια ειρήνη, επειδή διατηρούν αρμονικές εμπορικές σχέσεις με την σλαβική τους ενδοχώρα ". Mια εικόνα, ανάλογες λεπτομέρειες της οποίας συμπληρώνονται και από άλλες ιστορικές πηγές, όπως τα "Θαύματα Aγίου Δημητρίου",το "Bίο του Γρηγορίου Δεκαπολίτη" ή το "Περί βασιλείου τάξεως" έργο του Kωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.
Iστορικές πηγές, οι οποίες μας παραδίδουν μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί εδώ, στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Tο αντικειμενικό αυτό δεδομένο αλλά και το γεγονός ότι τα φύλα αυτά τα χαρακτηρίζει από την αρχή ένα ακέφαλο πολιτειακό καθεστως (τους είναι άγνωστος δηλαδή ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας) καθώς και ο παράλληλος εκχριστιανισμός τους, θα συντελέσουν στην βαθμιαία απώλεια της εθνογλωσσικής τους ιδιαιτερότητας, στην εθνολογική τους αφομοίωση.
H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα (δεδομένο, το οποίο αντανακλάται και από το θεοφόρο όνομα Solun με το οποίο θα αποκαλέσει τη μητρόπολη της Mακεδονίας το νέο αυτό εθνολογικό στοιχείο, όταν θα πρωταντικρίσει με δέος, πριν από 13 αιώνες, την πόλη με τα επιβλητικά και απόρθητα τείχη), αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση του Kυριλλο-μεθοδιανού πολιτιστικού άθλου.
Στην πόλη, λοιπόν, αυτήν, την "εν ταις υπ ουρανόν πόλεσιν πάνυ λαμπρόν φαίνουσαν Θεσσαλονίκην" (όπως θα την χαρακτηρίσει ο σοφός μητροπολίτης της Eυστάθιος τον 12ο αιώνα) θα γεννηθούν ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτατου βυζαντινού αξιωματούχου. Tα λίγα στοιχεία που μας παραδίδουν οι ιστορικές πηγές, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα νεανικά χρόνια του Kωνσταντίνου στη γενέτειρα του δεν θα πρέπει να ήταν διαφορετικά από εκείνα οποιουδήποτε αρχοντόπουλου της εποχής του. Mαθαίνουμε, για παράδειγμα, από το Bίο του ότι " … Mια λοιπόν από τις μέρες αυτές, όπως είναι η συνήθεια στους γόνους πλουσίων οικογενειών να επιδίδονται σε παιχνίδια, πηγαίνοντας για κυνήγι, βγήκε από την πόλη στην ύπαιθρο, παίρνοντας μαζί του και το γεράκι του…"
Aπό την ίδια πηγή, αλλά και από το Bίο του Γρηγορίου Δεκαπολίτη, αντλούμε επίσης την πληροφορία ότι, γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη υπήρχε μια "παίδων σχολή", η οποία δεν παρείχε περισσότερα από τα στοιχειώδη μαθήματα γραφής και ανάγνωσης και ότι στη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας δεν υπήρχε διδάσκαλος για να διδάξει στο νεαρό Kωνσταντίνο την Γραμματική, ώστε να κατανοεί πληρέστερα τα έργα του Γρηγορίου του Θεολόγου που μελετούσε. O νεαρός Kωνσταντίνος θα σταλεί λοιπόν, μαζί με τον αδελφό του Mεθόδιο, για ανώτερες σπουδές στη Bασιλεύουσα. Eκεί, στη Σχολή της Mαγναύρας θα συναντήσει ο Kωνσταντίνος ως καθηγητή τον τέως μητροπολίτη της γενέτειράς του, τον Λέοντα, ο οποίος θα μυήσει το νεαρό μαθητή του στα μυστικά του αλγεβραϊκού συμβολισμού. Συναπάντημα σημαδιακό, που θα σφραγίσει το έργο του μετέπειτα φωτιστού των Σλάβων.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία. Oι εκχριστιανισμένοι αυτοί σλάβοι θα αποτελέσουν τους μαθητές των δυο αγίων αδελφών από τη Θεσσαλονίκη και θα τους συνοδεύσουν στην ιεραποστολή τους στην K. Eυρώπη ( όπως π.χ. ο Δραγάης εκείνος που μαρτυρείται ως συνδεσμώτης του αγίου Mεθοδίου κατά τα έτη 870-873 σε μοναστήρι της N. Γερμανίας) .
Eδώ αξίζει, πραγματοποιώντας ένα χρονικό άλμα 11 αιώνων μέχρι τη γενιά των πατέρων μας στη Θεσσαλονίκη του Mεσοπολέμου, να υπογραμμίσουμε τη διαχρονικότητα ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος των χριστιανών κατοίκων της πόλης, οι οποίοι χειρίζονται τη γλώσσα των Eβραίων συμπολιτών τους εξίσου καλά με τη μητρική τους. Παραλληλισμός, ο οποίος βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα τις συνθήκες αρμονικής συμβίωσης της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης με τα σλαβικά φύλα που έχουν εγκατασταθεί στην ευρύτερή της ενδοχώρα.
Δύο είναι οι εκφάνσεις, κυρίες και κύριοι, οι οποίες αναδεικνύουν τον Kωνσταντίνο-Kύριλλο ως σκαπανέα της φιλολογικής επιστήμης και, κυρίως, ως μια προσωπικότητα προικισμένη με μια θέαση, η οποία, ένδεκα αιώνες πριν, ήταν απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις που χαρακτηρίζουν ακόμη πολλούς σύγχρονούς μας, πνευματικούς ή μη, ανθρώπους.
Eίναι, πρώτον, ο μεταφραστικός του άθλος. Xωρίς τον θρησκευτικό σκοταδισμό που χαρακτηρίζει τους σύγχρονούς του στη Δύση, αλλά και την ύβρη απέναντι στους "βαρβάρους" από την οποία δεν είναι τελείως απαλλαγμένη η σημερινή μας συλλογική συμπεριφορά, ανέδειξε ο Kύριλλος το προφορικό νοτιοσλαβικό ιδίωμα που ήταν σε χρήση στον άμεσο περίγυρο της γενέτειράς του σε μια γραπτή γλώσσα, στην οποία μετέφρασε τα ιερά βιβλία. + H γλώσσα αυτή, η εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική, θα αποτελέσει αργότερα για πολλούς αιώνες το όργανο έκφρασης ενός ολόκληρου κόσμου: της μεσαιωνικής γραμματείας των ορθοδόξων σλαβικών λαών.
H επινόηση της γλαγολιτικής γραφής, του πρώτου γραπτού κώδικα της σλαβικής γλώσσας, είναι η δεύτερη πρωτοπορειακή έκφανση του πολιτιστικού άθλου του αγίου Kυρίλλου. O μαθητής αυτός του Λέοντα του Mαθηματικού στην Kωνσταντινούπολη (ο οποίος, πρώτος στο Bυζάντιο, ανέσυρε από τη λήθη τη διδασκαλία των Aλεξανδρινών μαθηματικών, επαναδιατυπώνοντας τον αλγεβραϊκό συμβολισμό), επινόησε ο Kύριλλος ένα σύστημα γραφικών συμβόλων, τα οποία αποδίδουν με θαυμαστή ακρίβεια τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της νοτιοσλαβικής διαλέκτου εκείνης, που άκουγε στα περίχωρα της γενέτειράς του. H γλαγολιτική γραφή θα αντικατασταθεί αργότερα στη Bουλγαρία από τη λεγόμενη κυριλλική, που βασίζεται στη μεγαλογράμματη ελληνική γραφή, και η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα το γραφικό σύστημα που χρησιμοποιούν ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής. Στην γλαγολιτική γραφή, αντίθετα, σώζονται οι αρχαιότεροι σλαβικοί κώδικες, οι οποίοι προέρχονται από την περιοχή της Aχρίδος, την οποία πρώτος εποίμανε ο συνεχιστής του Kυριλλομεθοδιανού έργου Άγιος Kλήμης.
Eπιτρέψτε μου, κυρίες και κύριοι, να κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση με ένα παράθεμα από το έργο ενός Nεο-Eγελιανού στοχαστή: "H Iστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Aντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος, που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται· δεν είναι διόλου η "Iστορία", που , σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς "".
Tο ζωντανό παράδειγμα του συμπολίτη μας Aγίου, ενός ατόμου που με την πράξη του και μόνον θα προκαλέσει μιαν αληθινή επανάσταση και θα μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο, τους Σλάβους της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής, από το πολιτιστικό επίπεδο της προφορικότητας σε εκείνο του γραπτού πολιτισμού, έρχεται, κατά τη γνώμη μου, να επιβεβαιώσει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο την αλήθεια του παραπάνω παραθέματος, το οποίο μεταφράσαμε από την γερμανική έκδοση της "Aγίας Oικογένειας" των K. Mάρξ και Φ. Eγκελς.
Saturday, February 7, 2009
Tuesday, July 29, 2008
ΘΕΜΑΤΑ ΣΛΑΒΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
1. Ιστορικές αναλογίες: Η σλαβική παρουσία στον ελληνόφωνο και το γερμανόφωνο χώρο
2. Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
3. Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην Περιοχή του Βερμίου
4.Πτυχές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανικών λαών
5. Από την επικοινωνία Ελλήνων και Σλάβων κατά το Μεσαίωνα: η σλαβική ονοματοθεσία της Θεσσαλονίκης
--------------------------------
Ιστορικές αναλογίες: Η σλαβική παρουσία στον ελληνόφωνο και το γερμανόφωνο χώρο
Ο σλαβικός κόσμος αποτελεί, εδώ και 14 αιώνες, μιαν από τις σταθερές, η οποία δεσπόζει καθοριστικά στην εθνολογική, γλωσσική και την πολιτιστική φυσιογνωμία ενός μεγάλου μέρους της γηραιάς Ηπείρου. Εθνογλωσσικό στοιχείο, το οποίο επί πολλούς αιώνες μετά την εμφάνισή του στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής ιστορίας, θα διαφυλάξει πολλά αρχέγονα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής, οι Σλάβοι αποτελούν το τελευταίο χρονολογικά κύμα της λεγόμενης μεγάλης μετανάστευσης των λαών στην Ευρώπη. Ακολουθώντας, σ’ ένα μικρό τους μέρος, το τουρκικό φύλο των Αβάρων οι Σλάβοι θα εγκαταλείψουν τη γεωγραφική τους κοιτίδα για να εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες.
Το καθοριστικό εκείνο στοιχείο που προσδίδει ιδιαιτερότητα στη σλαβική παρουσία στην Ευρώπη (χαρακτηριστικό, το οποίο θα πρέπει να συγκρατήσουμε, μια και έχει άμεση σχέση με τη δική μας στενότερη προβληματική) είναι οι συνθήκες, οι οποίες, αντικειμενικά, υπαγορεύουν το σλαβικό εποικισμό στη Β., την Κεντρική και τη ΝΑ Ευρώπη. Σε αντίθεση με τα γερμανογενή φύλα, τα οποία εισβάλλουν στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο έχοντας μια σχετικά ανεπτυγμένη πολιτειακή οργάνωση (οργάνωση, η οποία πολύ νωρίς, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα, θα υποκαταστήσει εκείνη του Δυτ. Ρωμαϊκού Κράτους), η μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ Β. των Καρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει το χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Οι Σλάβοι δηλαδή αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που είναι (για λόγους που δε θα μας απασχολήσουν σήμερα) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. Η δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της Α. και Κ. Ευρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο Β. και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο στο Ν.
Ένα δεύτερο, καθοριστικό για την εθνογενετική διαμόρφωση του σλαβικού κόσμου, δεδομένο είναι ότι την πολιτειακή δομή των σλαβικών φύλων που εγκαθίστανται από τον 6ο αιώνα στην Α. και Κ. Ευρώπη την χαρακτηρίζει (σε αντίθεση μ’ εκείνη των γερμανόφωνων φύλων) μια ατελής, ακέφαλη οργάνωση. Ο θεσμός του φορέα της κεντρικής εξουσίας, του μονάρχη, είναι ένας εξωγενής παράγων που θα μεταφυτευθεί, σ’ ένα μέρος μόνο του σλαβικού κόσμου. Οι ιστορικές διεργασίες, οι οποίες εκτυλίσσονται κατά το διάστημα, περίπου, από τον 6ο μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα, καταλήγουν σε μια τομή, η οποία εγκαινιάζει μια νέα ιστορική περίοδο:
Σε ορισμένες περιοχές, όπου έχουν εγκατασταθεί σλαβικά φύλα, θα επικρατήσει , κατά κανόνα: ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων, ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας θα σχηματισθούν τα επί μέρους μεσαιωνικά κρατικά μορφώματα (αναφέρω κατά χρονολογική σειρά: Βουλγαρία, Μοραβία, Ρωσία, Πολωνία, Σερβία και Κροατία από τα οποία, κατά τους νεότερους χρόνους, θα δημιουργηθούν τα αντίστοιχα σλαβικά έθνη, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Τα φύλα όμως εκείνα, τα οποία κατά την ανωτέρων περίοδο θα διατηρήσουν το αρχέγονο πολιτειακό καθεστώς (εκείνο δηλαδή της ακέφαλης πολιτειακής οργάνωσης), είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δε θα είναι η Σλαβική.
Επειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Βορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Νότο.
Τα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αιώνα εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της Β.Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Ανατολή (στις περιοχές δηλαδή των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Μετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.
Λίγα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (όπως μας πληροφορεί ένας αυτόπτης έλληνας παρατηρητής) εξακολουθεί να ακούγεται η σλαβική διάλεκτος στην πόλη Lubeck, πατρίδα του γερμανού συγγραφέα Th.Mann. Στις αρχές του 18ου, όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Αννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη ΒΑ Γερμανία. Τη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Βραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Βερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).
Οι τύχες των Σοραβών, σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν τη ίδια αναλογία. Κατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνα οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σα μία μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (Ν.Σαξωνία).
Η σλαβική παρουσία στη σημερινή Ν. Αυστρία (Καρινθία) δε γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνο από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλαδή διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αιώνα και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα) από τη βαρβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.
Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ.: α) Η ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με το γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Οι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αιώνα, τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Ουκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό, το βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Τα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επί μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (το γερμανόφωνο κόσμο στο Βορρά και τους ελληνόφωνους στο Νότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλάβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες (ύπαρξη σλαβικών τοπωνυμίων στη Γερμανία και στην Ελλάδα, επιβίωση περιορισμένων γλωσσικών νησίδων της Σλαβικής μέσα στο ετερόγλωσσο περιβάλλον).
----------------------------------------------
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε, τονίζοντας τις ιστορικές εκφάνσεις μερικών σλαβικών τοπωνυμίων του ελλαδικού χώρου, να καταδείξουμε την αξία που έχει η μελέτη των τοπωνυμίων για την ιστορική έρευνα. Όπως είναι γνωστό, η διείσδυση των σλαβικών φύλων στη Βαλκανική έχει ήδη φθάσει, γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα, στο νοτιότερο σημείο της Χερσονήσου, στην Πελοπόννησο(1). Σε ορισμένες περιοχές της βυζαντινής αυτής επαρχίας τα φύλα αυτά εγκαταστάθηκαν μόνιμα και διατήρησαν τη γλωσσική τους ταυτότητα για ένα μακρό χρονικό διάστημα, έως, το αργότερο, τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα. Τα τοπωνύμια, τα οποία σχηματίστηκαν από τη γλώσσα των φύλων αυτών και, μετά την εθνολογική αφομοίωση των φορέων, εξακολούθησαν να επιζούν στις ελληνικές διαλέκτους της περιοχής, αποτελούν μια αντικειμενική ιστορική πηγή. Πηγή, από την οποία μπορεί ο σημερινός ερευνητής να αντλήσει λίγες, αλλά αντικειμενικές πληροφορίες τόσο για την εσωτερική ιστορία των επήλυδων, όσο και το φαινόμενο της συμβίωσής τους με το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Οι πρώτες μνείες για τα φύλα των Σκλαβηνών εμφανίζονται στις μεσαιωνικές ελληνικές πηγές κατά τη διάρκεια της τρίτης δεκαετίας του 6ου αιώνα (2). Μισό αιώνα αργότερα, σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασιάς, αρχίζουν οι πρώτες σποραδικές αλλά μόνιμες, εγκαταστάσεις των Σλάβων στην Πελοπόννησο (3). Για τους δύο επόμενους αιώνες, τον 7ο και τον 8ο, οι σποραδικές, αλλά ρητές, μαρτυρίες των βυζαντινών πηγών μας πληροφορούν ότι σλαβικά φύλα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στην Ήπειρο, στην Κ. Ελλάδα και Θεσσαλία, καθώς και στην Πελοπόννησο (4).
Το νέο, όμως, ατό εθνολογικό στοιχείο δεν εγκαταστάθηκε βέβαια σε έναν έρημο από ανθρώπους χώρο, αλλά ίδρυσε τις νέες του κατοικίες σε περιοχές, όπου εξακολουθούσαν να ζουν οι αυτόχθονες, οι ελληνόφωνοι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους (5). Την καίριας σημασίας για την εθνολογική σύσταση της μεσαιωνικής ελλαδικής υπαίθρου αυτή διαπίστωση, αντλούμε κατά κύριο λόγο από τη μελέτη των τοπωνυμίων· ερευνώντας τη μικροτοπωνυμία (ονόματα δηλαδή των τοποθεσιών ενός οικισμού, όπως πηγές, λόφοι, χωράφια κ.τ.λ.), μιας ευρύτερης περιοχής (π.χ. της Πελοποννήσου) μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη συχνότητα σλαβικών μακροτοπωνυμίων, τα περίπου όρια της εγκατάστασης φορέων της σλαβικής κατά το Μεσαίωνα (6).
Σε μια δεύτερη, εξίσου σπουδαίας σημασίας για την εθνολογική εικόνα της μεσαιωνικής Ελλάδος, διαπίστωση μπορεί να μας οδηγήσει επίσης η μελέτη των σλαβικών τοπωνυμίων. Εξετάζοντας συγκριτικά το μικροτοπωνυμικό υλικό των διαφόρων περιοχών, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη σε μερικές περιοχές τοπωνυμίων, τα οποία αντικατοπτρίζουν ένα παλαιότερο στάδιο (κυρίως στη φωνολογία) της σλαβικής γλώσσας και σε άλλες, νεότερο. Με άλλα λόγια, διαπιστώνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε παλαιότερα και νεότερα τοπωνυμία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεμονωμένες εκείνες νησίδες στο τοπωνυμικό της Πελοποννήσου, όπου αντικατοπτρίζεται ακόμη το παλαιότερο φωνολογικό στάδιο της σλαβικής, όπως π.χ. μικροτοπωνύμια που σχηματίστηκαν πριν από τη λεγόμενη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική (φαινόμενο, η εμφάνιση του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα) ή μικροτοπωνύμια, τα οποία διατηρούν στη σημερινή μορφή τους φθόγγους (όπως τα ημιφωνήεντα ь και ъ ή το έρρινο φωνήεν ο), οι οποίοι χάθηκαν νωρίς στα σλαβικά. Η δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει, αντίθετα, σλαβικά τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε μια μεταγενέστερη εξελικτική φάση της σλαβικής.
Η παραπάνω συγκριτική θεώρηση μας οδηγεί στο αντικειμενικό συμπέρασμα ότι στις περιοχές της πρώτης κατηγορίας (εκεί δηλαδή, όπου λείπουν τα νεότερα σλαβικά τοπωνύμια) σταμάτησε ενωρίτερα η χρήση της σλαβικής, διότι οι φορείς της αφομοιώθηκαν από το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο. Στις περιοχές, όμως, της δεύτερης κατηγορίας θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εξακολουθούσε να ομιλείται η σλαβική και μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, μετά δηλαδή τη μετάθεση των υγρών στη σλαβική. Με τον τρόπο αυτόν, εφόσον θα είχε συγκεντρωθεί και το πλήρες τοπωνυμικό υλικό, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την ιστορική διεργασία του εξελληνισμού του σλαβικού στοιχείου στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Μια διεργασία, η οποία περατώθηκε οριστικά γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα (7). Το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η έρευνα των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τη γενικότερη υπόθεση ότι η ανωτέρω ιστορική διεργασία του εξελληνισμού αρχίζει, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο, από την Πελοπόννησο. Όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο νεότερα σλαβικά τοπωνύμια θα συναντήσει· δεδομένο το οποίο δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, π.χ., οι Σλάβοι εκείνοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία εξελληνίστηκαν αργότερα από τους Σλάβους της Πελοποννήσου.
Ξεκινώντας, τώρα, από το παραπάνω συμπέρασμα (ότι δηλαδή ο εξελληνισμός των Σλάβων είναι μια διεργασία, η οποία εξελίσσεται, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο προς το Βορρά) θα διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: από το τοπωνυμικό υλικό –τα σλαβικά μικροτοπωνύμια, τα οποία έχω μέχρι σήμερα συλλέξει και αξιολογήσει- παρατηρεί κανείς ότι, όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο λιγότερα γίνονται τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία προέρχονται από ονόματα προσώπων, από ανθρωπονύμια. Η διαφορά αυτή γίνεται πράγματι κτυπητή, αν συγκρίνει κανείς το μικροτοπωνυμικό υλικό από δύο ακραίες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην πρώτη στη νότια Πελοπόννησο, στις δυτικές πλευρές του Ταϋγέτου, όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα, πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα, το σλαβικό φύλο των Μελιγγών- υπάρχουν πολλά μικροτοπωνύμια, όπως Nemir, Ljubovid, Tolimer, Vitomir κ.τ.λ.(8). Στη δεύτερη περιοχή –στο Ζαγόρι της Ηπείρου, όπου υπάρχει αδιαμφισβήτητα σλαβική παρουσία στο τοπωνυμικό- είναι, αντίθετα, ελάχιστα τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία σχηματίστηκαν από σλαβικά προσωπωνύμια (9).
Μια πιθανή ερμηνεία του φαινομένου αυτού (υπόθεση εργασίας, η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας) θα ήταν να αναζητηθεί η αιτία του στην εξέλιξη των σχέσεων αγροτικής ιδιοκτησίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Αν αναλογισθεί κανείς ότι ο σχηματισμός τοπωνυμιών από προσωπωνύμια αποτελεί, κατά κύριο λόγο, την έκφραση της σχέσης ιδιοκτησίας του παραγωγού με τη γη, την οποία καλλιεργεί (10), τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι τα σλαβικά τοπωνύμια του Ζαγορίου, τα οποία είναι νεότερα από εκείνα της Μεσσηνιακής Μάνης, αντικατοπτρίζουν επίσης μια υστερότερη φάση της κοινωνικής ιστορίας του Βυζαντίου, κατά την οποία αλλάζουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας των μικροπαραγωγών με τη γη, την οποία καλλιεργούν και εξαφανίζεται βαθμιαία η κοινωνική κατηγορία των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών (11). Υπόθεση εργασίας προς το παρόν, η οποία αξίζει να ερευνηθεί στο μέλλον.
Ο τομέας ωστόσο εκείνος, στην έρευνα του οποίου συμβάλλει κατά κύριο λόγο η μελέτη των τοπωνυμίων είναι η εσωτερική ιστορία, η μέλετη της κοινωνικής και οικονομικής δομής, των σλαβικών φύλων που ίδρυσαν μόνιμες εγκαταστάσεις στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Εγκαταστάσεις, για την ύπαρξη των οποίων, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μοναδικά τεκμήρια που διαθέτουμε σήμερα είναι αποκλειστικά η ύπαρξη σλαβικών μικροτοπωνυμίων. Στον τομέα αυτόν ελάχιστες είναι οι πληροφορίες, τις οποίες θα μπορούσε να αντλήσει ο ερευνητής από τις γραπτές πηγές, πληροφορίες που φέρουν επιπρόσθετα τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας του συντάκτη τους: η προσήλωση των βυζαντινών ιστορικών στα κλασικά τους πρότυπα, οι στερεότυποι κοινοί τόπο των αγιογραφικών κειμένων και η γενικότερη αδιαφορία των λογίων της Βασιλεύουσας για την κατάσταση των πραγμάτων στη βυζαντινή επαρχία, δε μας παραδίδουν οπωσδήποτε μια αντικειμενική απεικόνιση της εσωτερικής δομής των «βαρβάρων» που είναι εγκατεστημένοι εκεί. Απεικόνιση, που οδηγεί πολλούς νεότερους ερευνητές σε διαπιστώσεις, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με τη μεσαιωνική πραγματικότητα του ελλαδικού χώρου (12).
Αν δεν είχαν σωθεί σήμερα τα σλαβικά τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο και αν ως μοναδικές μαρτυρίες είχε στη διάθεσή του ο ιστορικός μόνο τις γραπτές βυζαντινές πηγές, τότε θα είχε σχηματίσει την εικόνα ότι τα σλαβικά εκείνα φύλα, τα οποία κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα δεν ήταν παρά νομάδες, ή ημινομάδες, οι οποίοι δεν επεδίδοντο στην καλλιέργεια της γης και, κατά συνέπεια, δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη συναφή τεχνολογία. Οι αντικειμενικές μαρτυρίες, ωστόσο, τις οποίες μας παρέχουν τα σλαβικά εκείνα τοπωνύμια που έχουν σωθεί, τεκμηριώνουν ότι, αντίθετα, το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο εισήλθε στον ελλαδικό χώρο κομίζοντας τη δική του τεχνολογία, τόσο ως προς την καλλιέργεια της γης, όσο και ως προς ορισμένους κλάδους της οικοτεχνίας (13).
Μια επιμέρους έκφανση εσωτερικής οικονομίας των σλαβικών αυτών φύλων, όπως αποκαλύπτεται από τέσσερα τοπωνύμια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. ΜΕ τον τρόπο αυτόν ίσως καταδειχθεί πληρέστερα η σημασία της έρευνας των τοπωνυμίων ως βοηθητικής επιστήμης για την ιστορία.
Πολοβίτσα: Κοινότητα του Νομού Λακωνίας, επαρχία Λακεδαίμονος, νότια της Σπάρτης (14). Θα έπρεπε, ως πρώτο δεδομένο, να τονιστεί ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δεν εμφανίζεται μεμονωμένο, αλλά υπάρχει σε μια περιοχή, στη ΝΔ Λακωνία, το μικροτοπωνυμικό της οποίας φέρει εμφανή τα ίχνη σλαβικής εγκατάστασης κατά το Μεσαίωνα (15). Παρόλο που δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το τοπωνύμιο, τόσο από πλευράς φωνητικής όσο και μορφολογίας από το σλαβικο polь= «μισό», παραμένει η σημασιολογική πλευρά σκοτεινή(16), αν δε λάβει υπόψη του κανείς τους κανόνες που διέπουν τις γεωργικές σχέσεις κατά τη βυζαντινή περιόδο: Ο γεωργός, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να καλλιεργήσει ο ίδιος ολόκληρη τη γη που του ανήκε, μπορούσε να νοικιάσει ένα μέρος της σε έναν άλλο ακτήμονα. Ο δεύτερος ανελάμβανε την υποχρέωση να αποδίδει, ως ενοίκιο, το μισό της σοδειάς του. Από τη διαδεδομένη αυτή πρακτική στη βυζαντινή επαρχία (που ονομάζεται στις νομικές πηγές ημισεία, ο δε ακτήμων ενοικιαστής ημισειαστής) (17) είναι προφανές ότι προήλθε και το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Χαρακτηριστικό για τη συμβίωση των δύο διαφορετικών γλωσσικών φορέων (ελληνοφώνων και σλαβοφώνων) στη βυζαντινή επαρχία είναι το δεδομένο της μετάφρασης του όρου στα σλαβικά. Σαφής ένδειξη ότι οι Σλάβοι, πριν ακόμα απωλέσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα, είχαν ήδη ενταχθεί στο βυζαντινό σύστημα και στη δικαιική πρακτική των ελλήνων γειτόνων τους.
Σεμπροβίτσα: Μικροτοπωνύμιο του χωριού Βυτίνα στην Αρκαδία (18). Όπως είναι προφανές από τα δύο επιθήματα ov-ica, πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της σλαβικής μορφολογίας, από το ουσιαστικό sebrь, έναν τεχνικό όρο, ο οποίος, από τα σλαβικά, πέρασε στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες με τη σημασία: «αγρότης που αποδίδει τη μισή σοδειά στον ιδιοκτήτη της γης» (19). Το σλαβικό δάνειο αυτό (σέμπρος) έχει περάσει σε πολλές νεοελληνικές διαλέκτους, αλλά και στην Κοινή Νεοελληνική (20). Η περίπτωση του τοπωνυμίου αυτού παρουσιάζει μια σημασιολογική αναλογία με προηγούμενο: Sebrovica = «η γη του ημισιαστού» και τεκμηριώνει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο θεσμός του ημισιαστού, που συναντούμε στο κωδικοποιημένο βυζαντινό δίκαιο (Νόμος Γεωργικός) υπήρχε και στο εθιμικό δίκαιο των Σλάβων (21).
Μιτάτοβα: Συνοικισμός της Κοινότητας Αγία Ειρήνη, επαρχία Λακεδαίμονος του Νομού Λακωνίας, ο οποίος μετονομάστηκε το 1928 σε Αγραπιδούλα (22). Το τοπωνύμιο αναφέρεται σε έγγραφο του Ανδρονίκου Παλαιολόγου το 1314/15 (23). Πρόκειται εδώ για έναν ad hoc: από το βυζαντινό τεχνικό όρο μητάτον προήλθε, μέσω του επιθήματος –ovo, το υβρίδιο τοπωνύμιο Mitatovo. Όπως είναι γνωστό, ο όρος μητάτον σημαίνει μια από τις υποχρεώσεις που είχαν οι κάτοικοι της βυζαντινής υπαίθρου έναντι της κεντρικής εξουσίας· στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την υποχρέωση δωρεάν παροχής στέγης και τροφής σε απεσταλμένους του αυτοκράτορα είτε σε στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή (24). Το δεδομένο ότι πρόκειται εδώ για σλαβικό τοπωνύμιο, το οποίο σχηματίστηκε από το βυζαντινό όρο, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι Σλάβοι, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα περίχωρα της Σπάρτης, ενσωματώθηκαν, ως υπήκοοι του αυτοκράτορα, στο βυζαντινό σύστημα, οπωσδήποτε πριν εξελληνιστούν γλωσσικά (25).
Τεργοβίτσα: Μικροτοπωνύμιο της κοινότητας Ζάβιτσα στην Ακαρνανία (25). Μιας περιοχής, στην οποία υπάρχουν εμφανή τα ίχνη της σλαβικής τοπωνυμίας, διότι παραδίδονται πρωτογενείς σλαβικοί σχηματισμοί (με επιθήματα –ovo, ica κ.τ.λ.) από σλαβικά προσηγορικά, όπως τα τοπωνύμια Korytьno, Stěnovьcь, Grazdenica κ.τ.λ. (27). Για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το μικροτοπωνύμιο αυτό από το σλαβικό Tъrgovica από το ουσ. tьrgь= «αγορά». Ο εντοπισμός του τοπωνυμίου αυτού στην περιοχή αυτή έχει σημασία για δύο λόγους: πρώτον, διότι αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό στον ελλαδικό χώρο τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από το παραπάνω ουσιαστικό και δεύτερον, διότι παρέχει ενδείξεις για τη λειτουργία αγοράς στην περιοχή αυτή, όπου, κατά το Μεσαίωνα, υπήρχε εγκατάσταση φορέων της σλαβικής. Η ύπαρξή του επιβεβαιώνει εξάλλου έμμεσες μαρτυρίες των γραπτών πηγών ότι οι Σλάβοι της Ελλάδος διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις τόσο με τα μεγάλα αστικά κέντρα (28), όσο και μεταξύ τους για την ανταλλαγή των προϊόντων τους (29).
Υποσημειώσεις:
1. Πβ. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, όπου και η σχετική βιβλιογραφία
2. Στο έργο του Ψευδο-Καισάριου· για περισσότερες λεπτομέρειες πβ. Τη σχετική μελέτη στο βιβλίο αυτό
3. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χρονικού της Μονεμβασιάς, χρονολογείται η πρώτη εγκατάσταση Σλάβων στην Πελοπόννησο στα έτη 587/88 Πβ. Σχετικά: O.Kresten, Zur Echtheit des Sigillion des Kaisers Nikephoros für Patras. Εν.: Römische Historische Mitteilungen 19 (1977), σ.72 κ.ε.
4. Εκτός από το έργο στη σημ.1 ανωτέρω, πβ. Και J.Koder, Zur Frage der slawischen Siedlungsgebiete im mittelalterlichen Griechenland. Εν. Byzantinische Zeitschrift 71 (1978), σ. 315-331· V.Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans. La constitution des premières Sklavinies Macédoniennes vers la fin du Vie siècle- Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, Janvier-Mars, 1980, σ.230 κ.ε. P.Soustal, Nikopolis und Kephalenia (=Tabula Imperii Byzantini, 3), Βιέννη 1981, σ.50-54
5. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη στις πηγές, η οποία θα στήριζε την άποψη ότι κατά τους, όπως τους αποκαλούν ορισμένοι ερευνητές, «σκοτεινούς αιώνες» αυτούς είχε εξαφανισθεί τελείως από την ύπαιθρο το ελληνόφωνο στοιχείο. Αντίθετα, μας παρέχουν οι πηγές ρητές μαρτυρίες (τις οποίες, ωστόσο, επιμένουν να αγνοούν πολλοί νεότεροι ερευνητές) ότι οι σλάβοι επήλυδες εγκαταστάθηκαν σε μία χώρα, όπου το αυτόχθονο στοιχείο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πβ. Ενδεικτικά τα στοιχεία, τα οποία παρέχει ο K. Πορφυρογέννητος για την πληθυσμιακή εικόνα της Αχαίας κατά την πρώτη δεκαετία του 9ου αιώνα, σύμφωνα με τα οποία οι ολιγάριθμοι Σλάβοι, κατά τη διάρκεια μιας πρόσκαιρης εξέγερσης, λεηλάτησαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών (C.Porphyrogenitus, De administrando Imperio, εκδ. Gy. Moravcsik, Βουδαπέστη 1949, σ. 228, 5-6).
6. Πβ. Ph.Malingoudis, Studien zu den Slavischen Ortsnamen Griechenlands 1, Slavische Flurnamen aus messenischen Mani (=Abhandlungen der Geistes – und Sozialwissenschaftl. KI.d.Akad.d.Wissensch 1981, σ.177-178· του ιδίου. Toponymy and History. Observations concerning the Slavonic Toponymy of the Peloponnese. Εν.: Cyrillomethodianum VII (1983), σ. 99-111
7. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 178-179
8. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), passim
9. Πβ. σχετικά την πρόσφατη μονογραφία του Κ.Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου (=Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστ. Επετ. Φιλος. Σχολής «Δωδώνη», Παράρτημα αριθμ. 45), Ιωάννινα 1991, όπου και λεπτομερείς στατιστικοί πίνακες
10. Παράδειγμα: το μικροτοπωνύμιο Βιτομίρι στο σημ. χωριό Καρυοβούνιο της Μεσσηνιακής Μάνης [Malingoudis, Studien (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 117] αποτελεί επιθετικό προσδιορισμό και σημαίνει κατά κύριο λόγο τη σχέση ιδιοκτησίας: «ο αγρός του Vitomir».
11. Πβ. σχετικά τη συνοπτική, αλλά θεμελιώδη εργασία του F. Dölger, Der Feudalismus in Byzanz. Εν: Studien zum mittelalterlichen Lehnswesen (Lindau-Konstanz 1960), σ.185-193. Πβ. επίσης: P.Lemerle, The Agarian History of Byzantium. From the Origins to the Twelth Century, Galway 1979 καθώς και H.Köpstein, Zur Veränderung der Agrarverhältnisse in Byzanz vom 6. zum 10. Jahrhundert. Εν.: Besonderheiten der byzantinischen Feudalentwicklung, Βερολίνο 1983), σ. 69-76
12. Τέτοια είναι η περίπτωση π.χ. του βυζαντινολόγου Π.Γιαννόπουλου ο οποίος καταλήγει σε αυθαίρετες και τελείως φανταστικές διαπιστώσεις. Πβ. P.Yannopoulos, La pénétration slave en Argolide. Εν. Etudes Argiennes (=Bulletin de Correspondance Hellénique, Suppl. VI). Αθήνα-Παρίσι 1980, σ. 353 και τις παρατηρήσεις του Φ.Μαλιγκούδη, Παρατηρήσεις σχετικές με τον υλικό πολιτισμό των πρώιμων σλαβικών φύλων στην Ελλάδα (βουλγ.) Εν: Istoriceski Pregled 1985, τ.9-10, σ.65
13. Πβ. σχετικά Ph.Malingoudis, Frühe slawische Elemente im Namensgut Griechenlands. Εν: B.Hänsel (εκδ.) Die Völker Südosteuropas im 6. bis 8. Jahrhundert, Βερολίνο-Μόναχο 1987, σ.53-68· του ιδίου. Η ελληνο-σλαβική συμβίωση στο Βυζάντιο υπό το φως της τοπωνυμίας (ρωσ.) Εν: Vizantijskij Vremennik 48 (1987), σ.44-52
14 Πβ. Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως δήμων και κοινοτήτων, τ.29: Νομός Λακωνίας, Αθήνα 1961, σ.300
15. Το χωριό βρίσκεται στην περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν κατά το Μεσαίωνα οι σλάβοι Εζερίτες, τους οποίους αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος. Πβ. C.Porphyrogenitus (όπως σημ. 5 ανωτέρω), σ. 232 κ.ε. Σλαβικά μικροτοπωνύμια έχουν εντοπισθεί στο γειτονικό χωριό Κουρτσούνα (σημ. Βασιλική)· πβ. Π.Βλαχάκου, Το μικροτοπωνύμιο του χωριού Βασιλική Λακωνίας. Εν: Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988), σ. 117-129
16 Το τοπωνύμιο έχει περιληφθεί και στο έργο του Vasmer για τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδος, όπου παρόλον ότι δίδεται η σωστή ετυμολογία του, δεν υπάρχει ερμηνεία της σημασιολογικής πλευράς. Πβ. Μ.Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941 (ανατύπωση: Λιψία 1970), σ.172
17 Πβ. τις αντίστοιχες παραγράφους (12-15, 67) του Νόμου Γεωργικού, εκδ. Ε.Lipšic, Leningrad 1984 καθώς και τα όσα σχετικά αναφέρει η H.Köpstein, Zu den Agraverhältnissen (in Byzanz). Εν: Byzanz im 7. Jahrhundert. Untersuchungen zur Herausbildung des Feudalismus, Βερολίνο 1978, σ. 48-49.
18. Πβ. Θ. Μελέαγρος εν: Αρκαδία 2 (1974), τεύχος 5, σ. 21
19 Πβ. σχετικά: N.Jokl εν: Τιμητικός τόμος στον καθηγ. L.Miletic, Σοφία 1933, σ.131
20 Πβ. G.Meyer, Neugriechische Studien II, Βιέννη 1894, σ.56-57. Η απόπειρα του D.Moutso (Greek σέμπρος and slavic sebrь Εν: Indogermanische Forschungen 88, 1983) να χαρακτηρίσει το προσηγορικό ως δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική στα σλαβικά δεν είναι παρόλη την περίπλοκη επιχειρηματολογία που παραθέτει, πειστική: με ποιο τρόπο εισχώρησε ο (αμάρτυρος) τύπος σύμμοιρος>σέμπρος από τη μεσαιωνική ελληνική ως δάνειο τόσο στις βόρειες σλαβικές γλώσσες, όσο και στις βαλτικές
21. Η συμβατότητα αυτή των δικαιικών θεσμών (ο θεσμός του ημισιαστού που ανταποκρίνεται στο sebr) αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον κύριο παράγοντα που ευνοεί τη συμβίωση των δύο διαφορετικών εθνογλωσσικών στοιχείων στη βυζαντινή επαρχία. Το ζήτημα αυτό αξίζει οπωσδήποτε να ερευνηθεί περισσότερο
22. Πβ. Στοιχεία Δήμων (όπως σημ. 14 ανωτέρω), σ.180-181
23. Πβ. G.Millet, Inscriptions byzantines de Mystra. Εν: Bulletin de corresp. Hell.23 (1899), σ.103,34
24 Πβ. Γ.Κόλιας, Περί μητάτου. Εν: Αθήνα 51 (1941), σ.129-142
25. Πβ. την ανάλογη περίπτωση των Σλάβων εκείνων στα περίχωρα της Πάτρας, την οποία αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος (όπως σημ. 5 ανωτέρω): μετά την αποτυχημένη εξέγερσή τους, παραχωρήθηκαν, με αυτοκρατορικό έγγραφο, ως εναπόγραφοι στη Μητρόπολη των Πατρών, με την υποχρέωση, μεταξύ των άλλων, και παροχής μητάτου. Πβ. σχετικά Kresten (όπως σημ. 3 ανωτέρω), σ.61 κ.ε.
26. Πβ. Γ.Παπατρέχας, Τοπωνυμικά Ξηρομέρου. Εν: Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 3 (1974), σ. 380
27. Παπατρέχας (όπως σημ. 26 ανωτέρω), σ.379-380
28. Πβ. π.χ. τη μαρτυρία των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου για την αγορά εκ μέρους των Θεσσαλονικέων, κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, μεγάλης ποσότητας σιτηρών και οσπρίων από τους σλάβους Βελεγεζίτες της Θεσσαλίας. P.Lemerle (εκδ.), Les plus anciens recueils de miracles de St. Démétrius, τ.1, Παρίσι 1979, σ. 214, 9-3, 218, 1-3
29 Πβ. τις πληροφορίες του Ι.Καμενιάτη για τις εμπορικές συναλλαγές των Σλάβων των περιχώρων της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα, G.Böhlig (εκδ.), Ioannis CaminiataeQ De expugnationae Thessalonicae, Βερολίνο – Ν.Υόρκη 1973, σ. 8, 85-88
----------------------------------------
Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην περιοχή του Βερμίου
Σε κάποια, καλή ώρα, ταραγμένη για τα Βαλκάνια εποχή, εμφανίστηκε στις αρχές της Θεσσαλονίκης κάποιο πρόσωπο με ένα όχι ασυνήθιστο για την ελληνική όνομα, το οποίο, σε άπταιστα ελληνικά, ισχυρίστηκε ότι διαθέτει όλα τα προσόντα να διοικήσει έναν καταυλισμό προσφύγων ομογενών, οι οποίοι μόλις είχαν έλθει στα πάτρια εδάφη από κάποια μακρινή χώρα και είχαν εγκατασταθεί στα δυτικά της συμπρωτεύουσας του κράτους, στον κάμπο της Βεροίας. Επειδή μάλλον το πρόσωπο αυτό διέθετε τις κατάλληλες γνωριμίες και αφού τηρήθηκαν οι τυπικές διαδικασίες (δημοσίευση του διατάγματος διορισμού, πρωτόκολλο ανάληψης καθηκόντων κ.τ.λ.) το άτομο αυτό με το όχι ασυνήθιστο για τους έλληνες όνομα και με το αξιόλογο προσόν ότι μιλούσε τις τέσσερις πιο διαδεδομένες στα Βαλκάνια γλώσσες, διορίστηκε στην υψηλή δημόσια θέση που επεδίωκε. Μετά από λίγο, όμως και αφού ο Μαύρος (αυτό ήταν το όνομα του ήρωά μας) είχε εκδώσει ακόμα και διατάγματα συναφή με το κρατικό λειτούργημά του, αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας κάποιων ξένων, οι οποίοι σχεδίαζαν να καταλάβουν αυτήν την ίδια τη συμπρωτεύουσα του κράτους.
Οι περαιτέρω τύχες του ήρωά μας χάνονται κυριολεκτικά μέσα στα βάθη των αιώνων, μια και από τότε έχουν περάσει σχεδόν χίλια τριακόσια χρόνια και μια και ο ανώνυμος συντάκτης του τοπικού χρονικού της Θεσσαλονίκης, που μας παραδίδει τη μικρή αυτή ιστορία, δε φαίνεται να πολυνιάζεται γι’ αυτές.
Τεράστιο είναι, αντίθετα, το ενδιαφέρον που έδειξε και δείχνει –ιδιαίτερα κάτω από τις γνωστές συνθήκες της τρέχουσας βαλκανικής συγκυρίας- η νεότερη εθνική ιστοριογραφία των επιμέρους λαών της ΝΑ Ευρώπης. Το δεδομένο που μας παραδίδει η μεσαιωνική μας πηγή ότι ο Μαύρος γνώριζε, εκτός από ελληνικά, τα λατινικά, τα σλαβικά καθώς και τη γλώσσα ενός τουρανικού φύλου, των Πρωτοβουλγάρων (οι οποίοι μόλις είχαν ιδρύσει, το 681, το πρώτο μεσαιωνικό κρατικό μόρφωμα στα Βαλκάνια, το οποίο έμελλε, κατά τους επόμενους αιώνες να αποτελεί ένα μόνιμο αντίπαλο του Βυζαντίου), το δεδομένο αυτό παρεκίνησε και παρακινεί τους βαλκάνιους εκπροσώπους της αντίστοιχης εθνικής ιστοριογραφίας να διεκδικεί, ο κάθε ένας αποκλειστικά για τη δική του εθνότητα, το μικρό αυτό τυχοδιώκτη του 7ου αιώνα. Έτσι ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των ιστοριοδιφικών πονημάτων, τα οποία εξακολουθούν να δημοσιεύουν οι βούλγαροι συνάδελφοι και τα οποία αντανακλούν την εδραιωμένη πλέον πεποίθησή τους ότι ο Μαύρος, ως εμφορούμενος από το βουλγαρικό εθνικό ιδεώδες, συμμετείχε ενεργά σε κάποια σχέδια δημιουργίας ενός βουλγαρικού κρατικού μορφώματος στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Για τους ρουμάνους ιστορικούς ο Μαύρος (που εμφανίζεται σε ορισμένες από τις μελέτες τους με το εκρουμανισμένο όνομα Negrul) αποτελεί, μια και μιλούσε και τα λατινικά, τον πρώτο Βλάχο που αναφέρεται ρητά στις ιστορικές πηγές. Η ιστοριογραφία των Σκοπίων υπογραμμίζει, από την πλευρά της, το στοιχείο ότι ο Μαύρος, που μιλούσε και τα σλαβικά, εκπροσωπεί τους «Μακεδόνες» σλάβους, οι οποίοι από πολύ ενωρίς προσπαθούν να αποκτήσουν την κρατική τους αυτονομία. Από όλες τις προσπάθειες δεν μπορούμε, τέλος, να εξαιρέσουμε και αρκετούς ημέτερους ιστορικούς, οι οποίοι ενώ απορρίπτουν ως μη αντικειμενικές τις μελέτες της άλλης πλευράς, διεκδικούν, ακολουθώντας την ίδια λογική, τον ήρωά μας για τη δική τους εθνο-γλωσσική οντότητα.
Με λίγα λόγια: αν αναζητούσε κανείς κάποιο χειροπιαστό δείγμα βαλκανικής ιστοριογραφίας, όπου οι ανταγωνισμοί του παρόντος προβάλλονται στο παρελθόν και όπου η «εθνική» ιστορία υψώνεται ως ένας ανυπέρβλητος φράκτης για την κατανόηση της κοινής ιστορικής μοίρας, τότε η τύχη που επεφύλαξαν στον Μαύρο οι νεότεροι βαλκάνιοι ερευνητές αποτελεί μια ιδεώδη περίπτωση.
Θα μείνουμε όμως, με την άδειά σας, για λίγο ακόμα στον πολύγλωσσο αυτό τυχοδιώκτη, για να υπογραμμίσουμε ακριβώς το μεθοδολογικό εκείνο αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί κάθε απόπειρα εξαγωγής συμπερασμάτων που αφορούν στην, ατομική ή συλλογική, ιδεολογία (όπως είναι η ταύτιση με ένα συγκεκριμένο έθνος) με μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα που χρησιμοποιεί το άτομο είτε μια ομοιογενής γλωσσικά ομάδα. Πρόκειται εδώ για ένα διαχρονικό φαινόμενο με πλείστα παραδείγματα από την ιστορία (πολλά από αυτά μάλιστα ανήκουν στην επίκαιρη συνάφεια του λεγόμ. «Μακεδονικού»), το οποίο, στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια της σημερινής ανακοίνωσης, θα διατυπώσουμε υπό τη μορφή ενός αξιώματος: ότι δηλαδή ο προφορικός κώδικας, η γλώσσα, δεν αποτελεί ασφαλές και αντικειμενικό κριτήριο για την ανίχνευση της εθνικής συνείδησης.
Με τη διατύπωση, όμως, του αξιώματος αυτού -που, θα το επαναλάβω, επαληθεύθηκε πολλές φορές από το ιστορικό παρελθόν- περνούμε στην καρδιά της προβληματικής του παρόντος συμποσίου, τονίζοντας ότι η υιοθέτησή του από την αμερόληπτη έρευνα σημειώνει ταυτόχρονα και μια αδιαμφισβήτητη πρόοδο στη μακροχρόνια αναζήτηση των παραγόντων εκείνων, οι οποίοι διεμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος των αυτοχθόνων κατοίκων της Χερσονήσου του Αίμου σε φορείς μιας ρωμανικής γλώσσας. Με την πρόοδο αυτή συνδέονται τα ονόματα δύο κυρίως ρωμανιστών, του E.Gamillscheg και του G.Reichenkron, οι οποίοι (από τη δεκαετία του 50 ο πρώτος και από εκείνη του 60 ο δεύτερος) δεν προσπαθούν να ανιχνεύσουν κάποια ιδεολογικά μεγέθη, όπως είναι η εθνογένεσή των ρωμανόφωνων κατοίκων της Βαλκανικής, αλλά εντοπίζουν την έρευνά τους και καταλήγουν σε μια, ικανοποιητική κατά τη γνώμη μου, εξήγηση για τη γένεση των τριών βασικών διαλέκτων της βαλκανικής Ρωμανικής που είναι, όπως είναι γνωστό, η Δακορομανική (η εθνική γλώσσα στη σημ. Ρουμανία και Μολδαβία), η Ιστρορομανική (διάλεκτος η οποία ήταν σε χρήση στα βόρεια δαλματικά παράλια και σήμερα θεωρείται ως νεκρή) και η Αρωμουνική (η γλώσσα των Βλάχων στη σημ. Ελλάδα αλλά και στο βορειότερό της χώρο: στην Αλβανία, τ.Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία).
Με ιδιαίτερα πειστικά επιχειρήματα διαχώρισε ο Gamillscheg δύο διαφορετικά επίπεδα στον κώδικα προφορικής επικοινωνίας, στη γλώσσα, του ατόμου (επίπεδα τα οποία, ας θυμηθούμε, είναι ανεξάρτητα από προσωπικά βιώματα ή ιδεολογία): τον εξωτερικό κώδικα επικοινωνίας (Verkehrsprache), τη γλώσσα δηλαδή με την οποία επικοινωνεί το άτομο με τα όργανα της κρατικής εξουσίας αλλά, στα πλαίσια των εμπορικών συναλλαγών, με άλλα άτομα που έχουν διαφορετική γλωσσική προέλευση και τον εσωτερικό κώδικα επικοινωνίας (Heimsprache) που είναι η σπιτική του λαλιά, η γλώσσα του άμεσου περιβάλλοντός του, το ιδιόλεκτο. Από τον εξωτερικό κώδικα επικοινωνίας, που ήταν στην περίπτωσή μας η γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους στα Βαλκάνια, προέκυψε μια λατινογενής Κοινή γλώσσα, η οποία, βαθμιαία κατέστησε τη ντόπια λαλιά σε ένα υπόστρωμα των σημερινών ρωμανικών διαλέκτων των Βαλκανίων.
Αν, όμως, στο ερώτημα γιατί γεννήθηκε η νεορωμανική αυτή γλωσσική οικογένεια στα Βαλκάνια δίδεται μια πειστική απάντηση από τη θεωρία του Gamillscheg, το ερώτημα που, σε ποιον δηλαδή ακριβέστερα χώρο της ΝΑ Ευρώπης συμπληρώνεται η διεργασία αυτή, παραμένει αναπάντητο. Στον τομέα αυτόν, παρόλο που έχουν ήδη παρέλθει δύο αιώνες έρευνας, εξακολουθεί ο ερευνητής να ανιχνεύσει μέσα σε μια βαριά ομίχλη από θεωρίες, οι οποίες, στο μεγαλύτερο βαθμό τους, υπαγορεύονται από εξωεπιστημονικούς παράγοντες. Οι αιτίες της απορίας μας αυτής (αιτίες που, φοβούμαι, είναι αδύνατο να απαλειφθούν) είναι δύο: η πρώτη είναι η έλλειψη κάποιας ρητής μαρτυρίας στις ιστορικές πηγές, στις οποίες εμφανίζονται για πρώτη φορά οι Βλάχοι μόλις στο τέλος της 6ης δεκαετίας του 10ου αιώνα. Η δεύτερη αιτία είναι η βαριά ομίχλη, την οποία μόλις υπαινίχθηκα: ο γεωγραφικός εντοπισμός της περιοχής που γεννάται η νέα αυτή γλώσσα συνεπάγεται με την ανεύρεση του εθνογενετικού λίκνου των φορέων της· πρόκειται, με άλλα λόγια, για την αρχική κοιτίδα του ρουμανικού έθνους. Το ερώτημα: «Νότια του Δουνάβεως, στον κυρίως βαλκανικό χώρο ή βόρεια στη Δακία και Τρανσυλβανία;» έχει προκαλέσει την παραγωγή μιας τεράστιας βιβλιοθήκης από συγγράμματα και μελέτες. Έργα τα οποία, αν ληφθούν υπόψη οι χαρακτηριστικοί βαλκανικοί ανταγωνισμοί της νεότερης ιστορικής περιόδου, διακρίνονται περισσότερο από τον πατριωτισμό των συντακτών τους παρά για την πειστικότητα των επιχειρημάτων που μας παρέχουν.
Ας έλθουμε, όμως, σε έναν τρίτο τομέα της προβληματικής γύρω από το ρωμανόφωνο στοιχείο, τομέα, ο οποίος βρίσκεται σε άμεση συμφωνία με τις εθνογλωσσικές διεργασίες που διαδραματίζονται κατά τον πρώιμο μεσαίωνα στον άμεσο γεωγραφικό μας χώρο, ιδιαίτερα σ’ αυτήν εδώ την περιοχή μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βεροίας.
Εδώ και αρκετές δεκαετίες απασχολεί την έρευνα ένα ερώτημα, η λύση του οποίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη όσο μεγαλώνει ο αριθμός των πατριωτικών ιστορικών πονημάτων που παράγουν, κυρίως, οι βόρειοι γείτονές μας. Το ερώτημα είναι: πότε ακριβώς εμφανίζονται οι Βλάχοι στον ελλαδικό χώρο και, ειδικότερα, αν εμφανίζονται (ή κατέχονται από βορειότερες περιοχές) πριν ή μετά την έλευση των Σλάβων στη Μακεδονία.
Το ερώτημα αυτό (το οποίο, από όσα γνωρίζω δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την ελληνική έρευνα) αποτελεί ένα ακόμα από τα σημεία διαμάχης κυρίως μεταξύ βουλγάρων και ρουμάνων ιστορικών. Διαμάχη, με προφανείς εξωεπιστημονικές παραμέτρους, η οποία ξεκινά από τις αρχές του αιώνα μας, εντείνεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και, όπως φανερώνει η εκδοτική δραστηριότητα των γειτόνων μας, εξακολουθεί να διατηρεί και σήμερα την έντασή της. Ας συνοψίσουμε όμως τα επιχειρήματα των δύο πλευρών.
Οι ρουμάνοι ιστορικοί, οι οποίοι θεωρούν εκ προοιμίου τους Βλάχους ως ομόγλωσσους και ομοεθνείς αδελφούς, προβάλλουν κυρίως ένα αληθοφανές γλωσσικό επιχείρημα. Στηριζόμενοι στο αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η λατινική γλώσσα επέζησε ως η επίσημη γλώσσα του πρώιμου βυζαντινού κράτους (κυρίως στη διοίκηση και στο στρατό) χαρακτηρίζουν την κάθε αναφορά που υπάρχει στις πρώιμες βυζαντινές για τη χρήση της λατινικής ως απόδειξη της ύπαρξης κάποιας γλωσσικής προγόνου της ρουμανικής, ενώ ο αντίστοιχος φοράς της ανήκει, κατ’ αυτούς του «Πρωτορουμάνους». Το παράδειγμα του Μαύρου, ο οποίος μετονομάζεται πολλές φορές σε Negrul, που αναφέραμε στην αρχή είναι χαρακτηριστικό. Το επιχείρημα όμως αυτό –το οποίο πηγάζει από την προκρούστειο λογική της ταύτισης γλώσσας και ιδεολογίας που προαναφέρθηκε- αποδεικνύει ως ένα συλλογιστικό εφεύρημα, αν ληφθεί υπόψη το χειροπιαστό δεδομένο ότι για το πρώιμο βυζαντινό κράτος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως το τέλος του ως «Βασιλεία Ρωμαίων», η χρήση της λατινικής αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής του θεωρίας για τη ρωμαϊκή του συνέχεια.
Τα επιχειρήματα των βουλγάρων ιστορικών (και η νεότερη παραλλαγή τους: εκείνα των ερευνητών των Σκοπίων είναι δύο και μπορούν να θεωρηθούν –τουλάχιστον ως προς την τυπική τους πλευρά- ως σοβαρότερα. Το πρώτο είναι όπως αποκαλείται στην ιστοριογραφική επιχειρηματολογία, το «επιχείρημα της σιωπής» το argumentum ex silentio. Οι ιστορικές πηγές σιγούν απόλυτα, δεν υπάρχει πουθενά μια μαρτυρία για Βλάχους μέχρι, όπως είπαμε, τις αρχές της 6ης δεκαετίας του 9ου αιώνα. Η μόνιμη εγκατάσταση σλάβων, αντίθετα, (για τους βουλγάρους ιστορικούς: «σλαβοβουλγάρων», για τους σκοπιανούς: «σλαβομακεδόνες») στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης τεκμηριώνεται από τις ελληνικές πηγές ήδη από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα. Άρα οι Βλάχοι εμφανίζονται στο χώρο αυτό πολύ αργότερα από τους Σλάβους. Επιχείρημα η ορθότητα του οποίου ισχύει μέχρις ότου προκύψουν νέα δεδομένα από τις πηγές.
Το δεύτερο είναι ένα έμμεσο επιχείρημα, το οποίο προκύπτει από ένα γλωσσικό δεδομένο, από το όνομα «Βλάχοι», με το οποίο αποκαλούν οι έλληνες τους φορείς του γνωστού ρωμανικού γλωσσικού ιδιώματος. Εθνωνύμιο, το οποίο δανείστηκαν από τους σλάβους, άρα, κατά τους βούλγαρους γλωσσολόγους, ο μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος ήλθε σε επαφή με το εθνολογικό αυτό στοιχείο πολύ αργότερα και οπωσδήποτε μετά την εγκατάσταση των σλάβων στον ελλαδικό χώρο, μετά δηλαδή τον 7ο αιώνα. Οι Βλάχοι, λοιπόν, εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο μετά την έλευση των Σλάβων. Και αυτό το επιχείρημα, για να είμαστε αντικειμενικοί, είναι ορθό, στο βαθμό βέβαια που ανταποκρίνεται σε γλωσσικά δεδομένα· η ιστορική του όμως αξία είναι περιορισμένη, διότι δε γνωρίζουμε, αν οι μεσαιωνικοί μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν, στον προφορικό τους λόγο, κάποιο άλλο όνομα, το οποίο δεν παραδίδεται στις πηγές, για το εθνολογικό αυτό στοιχείο ή αν ακόμα πίσω από τις αρχαϊζουσες ονομασίες που χρησιμοποιούν οι βυζαντινοί ιστορικοί (Σκύθαι, Μυρμιδόνες, Παίονες, Δαρδάνιοι, Μυσοί κ.τ.λ.) δεν κρύβονται οι Βλάχοι.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι στην ιστορικο-εθνική αυτή διαμάχη μεταξύ σλάβων και ρουμάνων ερευνητών το όνομα της Θεσσαλονίκης κατέχει μια θέση-κλειδί, θέση, η οποία για κάθε ουδέτερα τρίτο έχει σαφώς διλημματικό χαρακτήρα (κάτι σαν το κλασικό λογικό αδιέξοδο της κότας με το αυγό). Από το σλαβικό Solun προέρχεται, κατά τους βούλγαρους, το βλάχικο Saruna, άρα οι Βλάχοι δανείστηκαν το όνομα της πόλης από τους σλάβους που βρήκαν εδώ, όταν αργότερα κατέβηκαν από τον Βορρά. Η ονομασία Saruna είναι, αντίθετα, κατά τους ρουμάνους και ορισμένους δυτικούς ερευνητές, η αρχαιότερη.
Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια γρήγορη ματιά στα ιστορικά δεδομένα στα οποία, όπως είπα, η γεωγραφική περιοχή μας έχει μια θέση-κλειδί, πριν προσθέσουμε και εμείς, για πρώτη φορά, ένα νέο επιχείρημα το οποίο αντλούμε από τις πηγές.
Οι μεσαιωνικές ελληνικές πηγές μας παρέχουν επαρκή τεκμήρια και μπορούμε να διαμορφώσουμε μια αντικειμενική εικόνα τόσο για τη σλαβική παρουσία στην περιοχή μεταξύ Βεροίας και Θεσσαλονίκης από τον 7ο έως τις αρχές του 10ου αιώνα, όσο, κυρίως για τη διεργασία εθνολογικής αφομοίωσης στην οποία υπόκεινται οι επήλυδες από την εγκατάστασή τους στο μακεδονικό αυτό χώρο. Το σλαβικό φύλο των Δρουγουβιτών, το οποίο εγκαθίσταται εδώ (και το οποίο, περεμπιπτόντως, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σε άλλες μελέτες μας, δεν είναι εθνογλωσσικά συγγενές με τα υπόλοιπα νοτιοσλαβικά φύλα της περιοχής, αλλά ανήκει στο βόρειο σλαβικό κλάδο) θα ενταχθεί πολύ ενωρίς στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα, διότι, ήδη από τον 8ο αιώνα, το διοικούν διορισμένοι από τη βυζαντινή κεντρική εξουσία ομόγλωσσοί του, οι εμεπεπιστευμένοι άρχοντες, όπως τους αποκαλούν οι πηγές. Η βυζαντινή κεντρική εξουσία εφαρμόζει και εδώ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του ιδρυτού της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου Α΄ (867-886), μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης στο κράτος, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και ο εκχριστιανισμός των φύλων αυτών. Ο εκχριστιανισμός των Δρουγουβιτών θα πρέπει να είχε ήδη συντελεστεί κατά το έτος 879, διότι τότε απαντά για πρώτη φορά στις πηγές η μαρτυρία για την επισκοπή Δρουγουβιτείας.
Ιδιαίτερα σημαντικές στη συνάφεια αυτή είναι οι μαρτυρίες που μας παραδίδει μια αγιολογική πηγή, ο Βίος του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη, ενός εικονολάτρη μοναχού, ο οποίος, γύρω στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, εγκαταλείπει τη μονή του στην πατρίδα του την Ισαυρία και εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη μέχρι το Φθινόπωρο του 842. Λίγο μετά την εγκατάστασή του όμως στην πόλη (γύρω δηλαδή στο 835) αποφασίζει ο Γρηγόριος, όπως παραδίδει ο Βίος του, να μονάσει στα δυτικά της Θεσσαλονίκης «προς τα των Σκλαβηνών μερών όρη», στην περιοχή δηλαδή του Βερμίου, όπου, όπως γνωρίζουμε είναι εγκατεστημένοι οι υπόφοροι προς το Βυζάντιο Δρουγουβίτες. Απόφαση, η οποία εντάσσεται πιθανώς στα πλαίσια μιας εργώδους ιεραποστολικής δραστηριότητος που διεξάγεται στην περιοχή αυτή. Απόφαση, η οποία, τελικά, δε θα πραγματοποιηθεί, διότι, όπως μαθαίνουμε από το Βίο του, προβλέπει ο Γρηγόριος μια πρόσκαιρη αιματηρή στάση «του της εκείνης Σκλαβηνίας εξάρχοντος» που θα συμβεί λίγο αργότερα.
Συγκρατώντας την ένδειξη της πηγής μας για παρουσία σλάβων υπηκόων του Βυζαντίου γύρω στα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα στην περιοχή του Βερμίου, ας περάσουμε στη μαρτυρία μιας άλλης πηγής που είναι, κατά τη γνώμη μου αποφασιστική για την προβληματική μας. Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, όπως περιγράφει ο εστεμμένος ιστορικός Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, δέχτηκε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (842-867) στο παλάτι μια αντιπροσωπεία από σλάβους που προέρχονταν από την ευρύτερη διοικητική περιοχή (αρχοντία) δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι σλάβοι αυτοί προέρχονταν, αναφέρει ο Πορφυρογέννητος, από την περιοχή της Σουβδελητίας και προσέρχονταν στον αυτοκράτορα για να δηλώσουν την υποταγή και τη μετάνοιά τους, διότι είχαν επαναστατήσει και αφού ανέβηκαν στο βουνό της περιοχής τους, είχαν αρνηθεί πρόσκαιρα την υποταγή τους στη βυζαντινή αρχή.
Παρακάμπτοντας τις ενδιαφέρουσες μαρτυρίες των πηγών μας για τη θέση των σλάβων αυτών στο βυζαντινό κράτος θα μείνουμε για λίγο στο όνομα Σουβδελιτία, το οποίο, όπως διαπιστώνουμε από την πηγή μας στην περιοχή ενός βουνού (κατά τη γνώμη μου: στο Βέρμιο). Το όνομα αυτό δεν είναι φυσικά ελληνικό, αλλά ούτε προέρχεται από τη σλαβική γλώσσα. Μπορεί αντίθετα να ετυμολογηθεί από μία τρίτη γλώσσα, η οποία, τόσο από πλευρά φωνολογίας, όσο και λεξιλογίου, ανταποκρίνεται στα γνωρίσματα της νεορωμανικής γλώσσας των Βλάχων.
Αν η ετυμολόγηση την οποία προτείνουμε είναι ορθή, τότε έχουμε, νομίζω μια σοβαρή ένδειξη από τις πηγές ότι οι σλάβοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κατά τον 7ο αιώνα στην υπόρεια περιοχή (κατά τη γνώμη μου στην περιοχή του Βερμίου) που ονομάζεται Σουβδελιτία, πιθανώς δανείστηκαν το όνομα αυτό από τους Βλάχους που προϋπήρχαν εκεί. Οπωσδήποτε όμως η είδηση για τη Σουβδελιτία αποτελεί την πιο πρώιμη είδηση για τη γλωσσική παρουσία Βλάχων (μέσα του 9ου αιώνα) μια και η επόμενη χρονικά είδηση απαντά περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα (το έτος 976) στο Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση.
------------------------------------------------------
Πτυχές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανικών λαών
Η νέα περίοδος για την ιστορία ολόκληρης της Ευρώπης, που ανέτειλε μετά το 1989, κατέστησε και πάλι επίκαιρη τη ρήση που αποδίδεται στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ότι δηλαδή η ιστορία των λαών υπαγορεύεται από τη γεωγραφική τους θέση. Αξίωμα, το οποίο, ασφαλώς για το Ναπολέοντα (όπως και για κάθε πολιτικό) είχε τη δική του, συναφή με τα σχέδιά του, ντετερμινιστική σημασία. Αντίθετα, για τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, με την αφελή ίσως φιλοδοξία που τον χαρακτηρίζει, η ρήση αυτή αποκτά, ιδιαίτερα στις μέρες μας, ένα διαφορετικό νόημα. Στο σύντομο, λοιπόν, αυτό χαιρετισμό σε ένα συνέδριο οδοντιάτρων από το Βαλκανικό χώρο, που γίνεται στη γενέθλιο πόλη του, επέλεξε ο ομιλητής να παρουσιάσει δύο πτυχές από τη μακραίωνη συμβίωση των λαών μας στη γωνιά αυτή της Ευρώπης. Από το πλήθος των κοινών μας πολιτιστικών στοιχείων θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μια, όχι τόσο ευχάριστη είναι η αλήθεια, πτυχή της καθημερινότητας κατά το παρελθόν, ενώ στο δεύτερο μέρος, θα ανιχνεύσουμε την κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη Θεσσαλονίκη.
1. Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο φυλασσόταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε –μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: «Ευχή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια…». Κείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθοδόξους λαούς (από τη Ρωσία μέχρι τα Βαλκάνια) η λατρεία προς τους δύο Αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Ανάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vlaci, όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Βαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι –όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου. Έτσι, η αντίληψη αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού (επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Βαβυλώνας, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) και την ονομασία τερηδών (που αρχικά σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην λαϊκή παράδοση των λαών της Β.Ευρώπης και της Σκανδιναβίας.
Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Αξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.
Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Βαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F.Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Μακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα «ιατροσόφιον ωφέλιμον» του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Κωνσταντίνο Ριζιώτη «την τέχνην ιατρού». Οι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: «Εις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος όπου πονεί να λέγη το Κύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται».
2. Το έτος 1537 ένας εβραίος ποιητής από τη Φεράρα, ο Σαμουέλ Ούσκουε, θα αποκαλέσει πρώτος τη Θεσσαλονίκη «μητέρα του Ισραήλ». Προσδιορισμός, που αντανακλά όχι μόνο τη σημασία της Μακεδονικής μητρόπολης για τον εβραϊκό πολιτισμό, αλλά αποδίδει πιστά μια έκφανση της διαχρονικά κοσμοπολιτικής της φυσιογνωμίας.
Πράγματι, η χριστιανική πόλη του Αγίου Δημητρίου δεν είναι, το 1492, απλώς το καταφύγιο για τους χιλιάδες καταδιωγμένους από την Καστίλια και την Αραγώνα, αλλά θα γίνει η στοργική μάνα με τις φημισμένες συναγωγές, όπου ανθούν οι βιβλικές σπουδές κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, αλλά και εκείνη, όπου, το 1655, θα διχάσει με τα κηρύγματά του ο ψευδο-Μεσσίας Σαμπετάι Σεβή την εβραϊκή κοινότητα· η πόλη των εβραίων πατρικίων, αλλά και των προλετάριων της πρώτης σοσιαλιστικής ομοσπονδίας στην Ελλάδα, της «Φεντερασιόν» του Α.Μπεναρόγια· η πόλη, τέλος, οι δρόμοι της οποίας αντηχούσαν επί αιώνες τα σπανιόλικα λαϊκά τραγούδια, μέχρι το τραγικό τέλος του ολοκαυτώματος, το Φλεβάρη του 1943.
Η «εν ταις υπ’ ουρανόν πόλεσι πάνυ λαμπρόν φαίνουσα» Θεσσαλονίκη (κατά το σοφό μητροπολίτη της Ευσταθίο του 12ου αιώνα) αποτελεί το χώρο εκείνο, όπου ένας μακρόθυμος genius loci, μια εντόπια θεότητα, ευνόησε τη γένεση και την ανάπτυξη μιας πολυσχιδούς πνευματικής ατμοσφαίρας, που ξεπερνά τα στενά όρια μιας και μόνο εθνοφυλετικής κοινότητας. Η τοπική αυτή ιδιαιτερότητα της βυζαντινής συμβασιλεύουσας είναι ακριβώς εκείνη, που θα την αναδείξει σε ένα κατεξοχήν πρωτογενείς πνευματικό κέντρο των ομοδόξων μας σλαβικών λαών, οι οποίοι δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν τη γενέτειρα των δύο Ελλήνων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου ως λίκνο του δικού τους πολιτισμού.
Η αχλύς του μυθικού, του υπερβατικού, περιβάλλει στη σλαβική παράδοση τη Θεσσαλονίκη ήδη από τις πρώτες στιγμές της ελληνο-σλαβικής συνάντησης, όταν, στις αρχές του έβδομου αιώνα, αντικρύζουν τα σλαβικά φύλα για πρώτη φορά τα θεώρατά της τείχη. Το όνομα που θα της δώσουν (Solun), θεωνύμιο από την υπερβατική σφαίρα της παγανιστικής τους θρησκείας, αντανακλά το δέος με το οποίο προσέρχονται οι επήλυδες στον κόσμο της καθ’ ημάς Ανατολής. Κατά τους δέκα τρεις αιώνες που έχουν κυλήσει από τότε, η Θεσσαλονίκη θα χαραχθεί στη συνείδηση των λαών αυτών της Βυζαντινής κοινοπολιτείας ως η κοιτίδα του γραπτού τους πολιτισμού.
Πριν από χίλια εκατό και πλέον έτη, η εμπορική επικοινωνία της πόλης με τα σλαβικά φύλα που είναι εγκατεστημένα στα περίχωρά της και στην ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα λειτουργεί άριστα και οι Θεσσαλονικείς διάγουν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ντόπιου χρονικογράφου Ιωάννη Καμινιάτη, «εν θαυμάσια ειρήνη» με τους αλλόγλωσσους γείτονές τους. Η Θεσσαλονίκη, προπύργιο απόρθητο της Ρωμιοσύνης, έχει από την πρώτη στιγμή, το δικό της τρόπο να «κατακτήσει» τον σλαβικό της περίγυρο. Το ειρηνικό modus vivendi, η ανεκτικότητα απέναντι στους αλλόγλωσσους γείτονες και η αρμονική οικονομική συμβίωση είναι η μέθοδος που κατέχουν τόσο σοφά οι κάτοικοί της· μέθοδος που, σήμερα όπως και τότε, συναντά την κοντόφθαλμη καχυποψία της Πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό και με επίκαιρες αναλογίες είναι το επεισόδιο που μας παραδίδει, από το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, ένας ανώνυμος κληρικός της πόλης του Αγίου Δημητρίου: όταν, ύστερα από αναφορές του διορισμένου επάρχου, οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη ένας γειτονικός σλάβος φύλαρχος, ήταν και οι πρόκριτοι των Θεσσαλονικέων μεταξύ εκείνων που παρακάλεσαν τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει.
Ο 9ος αιώνας, αλλά και εκείνοι που θα τον ακολουθήσουν, θα αποδειχθεί σημαδιακός για την πνευματική ατμόσφαιρα της πόλης, αλλά και αποφασιστικός για την ανύψωση ενός ολόκληρου κόσμου από το στάδιο του προφορικού σε εκείνο του γραπτού πολιτισμού. Κατά τα έτη 840-843 το μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης κοσμεί μια προσωπικότητα που θα αναδειχθεί σε σκαπανέα για την πρόοδο των θετικών επιστημών: ο μητροπολίτης Λέων είναι εκείνος που, στα νιάτα του ακούραστος συλλέκτης παλαιών χειρογράφων από απρόσιτες βιβλιοθήκες, θα ανασύρει από τη λήθη τις ξεχασμένες θεωρίες των Αλεξανδρινών μαθηματικών και θα επαναδιατυπώσει το Ευκλείδιο Θεώρημα, για να το μεταδώσει στους σοφούς του Χαλιφάτου της Βαγδάτης, από όπου, αιώνες αργότερα, θα περάσει στη «φωτισμένη» Δύση.
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λέων, είναι εκείνος που, μόνος σε έναν κόσμο υποτελή στην υπερβατική «επιταγή του γράμματος», αναγνωρίζει μια λησμονημένη αντικειμενική Αλήθεια: ότι τα γράμματα του αλφαβήτου που θεωρούνται ως ιερές και απόλυτες αξίες δεν είναι παρά σημεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα για την κατανόηση αντικειμενικών μαθηματικών νόμων και αρμονικών γεωμετρικών σχέσεων. Η επαναδιατύπωση, ύστερα από πέντε περίπου αιώνες λήθης, του αλγεβραϊκού συμβολισμού αποτελεί το δώρο που προσέφερε στην παγκόσμια επιστημονική σκέψη, ο λησμονημένος ίσως από πολλούς σήμερα μητροπολίτης του «σκοτεινού» Μεσαίωνα.
Μέσα από την ιστορική αλληλουχία αναδεικνύεται όμως και μια δεύτερη, εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, διάσταση της προσφοράς του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Λέοντα. Ένας μαθητής του, ο Κωνσταντίνος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 827, θα εφαρμόσει τη διδασκαλία του στην πράξη, με αποτελέσματα που θα επιφέρουν μια, κυριολεκτικά, πολιτισμική επανάσταση: πρώτος αυτός (που θα περάσει στην Ιστορία ως ο φωτιστής των Σλάβων Άγιος Κύριλλος) θα μελετήσει τη γλώσσα των σλαβικών φύλων, που είναι εγκατεστημένα στα περίχωρα της γενέθλιας πόλης του, για να μεταφέρει σε ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου το μήνυμα Αγάπης και Ειρήνης του Ευαγγελίου.
Όργανο του γραπτού λόγου, που θα θεμελιώσει στο εξής την αυτόνομη ύπαρξη των ορθοδόξων σλάβων μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτισμική σύνθεση, θα είναι το γλαγολιτικό αλφάβητο, μια πρωτοποριακά ιδιοφυής σύλληψη του Κωνσταντίνου, ένα σύστημα γραφικών συμβόλων που αποδίδουν επακριβώς τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της σλαβικής λαλιάς που ακουγόταν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης κατά τον 9ο αιώνα. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός και, ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη του «σκοτεινού» 9ου αποτελούν, λοιπόν, ένα λαμπρό φάρο για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο και παράδειγμα μακρόθυμης ανεκτικότητας της καθ’ ημάς Ανατολής. Αντικειμενικό δεδομένο, το οποίο δε λησμονούν σήμερα όλοι οι ομόδοξοί μας σλαβικοί λαοί, οι οποίοι δεν έχουν πάψει να τιμούν, έστω και με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος, τη μνήμη των δύο Αγίων Θεσσαλονικέων αδελφών.
-----------------------------------------------------------
Από την επικοινωνία Ελλήνων και Σλάβων κατά το Μεσαίωνα: η σλαβική ονοματοθεσία της Θεσσαλονίκης
Το θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ έχει μια διαχρονική, άρα επίκαιρη, έκφανση. Στις μέρες μας (που σύνορα – φραγμοί ξανάνοιξαν το δρόμο σε μυριάδες ανθρώπινες ελπίδες για μια καλύτερη τύχη) ζωντανεύουν και πάλι σκηνές καθημερινής επικοινωνίας στην πόλη μας, που, απαράλλακτες, θα εκτυλιχθούν πριν από 13 αιώνες γύρω από τα κραταιά της τείχη. Ο «ξένος» που απλώνει τη φτηνή πραμάτεια του μπροστά στον «ντόπιο», ο αλλόγλωσσος που είναι πρόθυμος να βοηθήσει με μικρό αντάλλαγμα στη σοδειά του γηγενή, είναι οι καθημερινές εκείνες σκηνές του τότε και του σήμερα. Όπως οι ρωσόφωνοι πωλητές στις λαϊκές αγορές, οι βούλγαροι εποχιακοί εργάτες γης ή οι αλβανοί που σιτίζονται δωρεάν στη φοιτητική λέσχη αποτελούν για μας τη θεατή, την «καθημερινή» όψη των «μεγάλων» γεγονότων που συντελούνται σήμερα στην Α.Ευρώπη, έτσι και οι σλάβοι γεωργοί που εγκαθίστανται κατά την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα γύρω από τη Θεσσαλονίκη είναι για τους βυζαντινούς μας προγόνους η ορατή πλευρά του φαινομένου που θα καταγραφεί στην Ιστορία ως «κάθοδος των Σλάβων».
Η ιστορική θεώρηση από τη σκοπιά του «μικρού» ανθρώπου μας οδηγεί, λοιπόν, στο ερώτημα: ποια είναι η εικόνα που θα αποκομίσει το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο για τους Σλάβους, όταν οι τελευταίοι θα εγκατασταθούν (μέσα στις πρώτες στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα) σποραδικά κατά φύλα στον ελλαδικό χώρο; Ποιες είναι οι ιδεολογικές προϋποθέσεις, τα αισθητικά κριτήρια, η νοοτροπία που υπαγορεύουν κάποια διυποκειμενικά, συλλογικά στερεότυπα, μέσα στα οποία εντάσσουν οι γηγενείες Γραικοί τους νεοφερμένους «βαρβάρους» και πως αντικρύζουν οι τελευταίοι τον καινούργιο κόσμο; Με άλλα λόγια: ποια είναι τα στοιχεία στη νοοτροπία και των δύο πλευρών, που χαρακτηρίζουν το ξένο;
Στο, αυτονόητα διαχρονικό, αυτό ερώτημά μας βοηθούν να απαντήσουμε, έστω και αποσπασματικά, τα λίγα σπαράγματα από ιστορικά τεκμήρια που έχουν διασωθεί.
Σε ό,τι αφορά στην ελληνόφωνη πλευρά: οι λιγοστές ενδείξεις από τις πηγές μας διασώζουν μιας εικόνα, η οποία, σε πολύ αδρές γραμμές, φανερώνει κάποια κοινωνιολογική διαφοροποίηση. Διαφορετικά είναι, έτσι, τα κριτήρια (ή τα στερεότυπα), κάτω από το πρίσμα των οποίων θα δει το ξένο αυτό φύλο ο βυζαντινός λόγιος, από εκείνα που θα διαμορφώσουν την εικόνα του απλού, του «καθημερινού», Γραικού για τον καινούργιο του γείτονα.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα μιαν από τις πλέον πρώιμες ενδείξεις. Η εικόνα που παραδίδει ο ανώνυμος συντάκτης του δευτέρου βιβλίου των «Θαυμάτων» του Αγίου Δημητρίου για τα σλαβικά φύλα, που έχουν εγκατασταθεί από τις αρχές του 7ου αιώνα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, προδίδει τα σημάδια μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Για τον ανώτερο αυτό κληρικό της Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρακολουθεί ως αυτόπτης τα γεγονότα που διαδραματίζονται έξω από τα τείχη της πόλης του, το γνώρισμα εκείνο που ξεχωρίζει το ξένο αυτό εθνολογικό στοιχείο από τα μέλη του ποιμνίου του είναι ο διαφορετικός ηθικός κώδικας, στον οποίο εκείνο υπακούει. Η «διαφορετικότητα» των Σλάβων δεν περιγράφεται από το συντάκτη της πηγής μας ως μια εθνολογική κατηγορία, αλλά ταυτίζεται με το δεδομένο ότι αποτελούν εκείνοι το «ειδωλόπηκτον και αθεμιτόγαμον και παράνομον έθνος».
Το κατεξοχήν, όμως, κριτήριο, που ισχύει τόσο κατά το Μεσαίωνα όσο και σήμερα, δεν είναι παρά η αρχέγονη, η ενστικτώδης αισθητική αντίληψη για το ομοειδές: στα μάτια ενός δεδομένου, εθνογλωσσικά συμπαγούς, συνόλου ξεχωρίζει ο «ξένος» από τη διαφορετική του εξωτερική εμφάνιση καθώς και από το διαφορετικό κώδικα προφορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιεί. Ο κανόνας αυτός βρίσκει την επιβεβαίωσή του και στη μαρτυρία του ανωνύμου συντάκτη των «Θαυμάτων», ο οποίος μας πληροφορεί ότι ο σλάβος φύλαρχος, ο «φορων ρωμαιον σχημα και καλων τη ημετέρα διαλέκτω», μπορεί, ανενόχλητος και απαρατήρητος, να κυκλοφορεί ανάμεσα στους πολίτες της Βασιλεύουσας.
Το «αλλότριον είδος», τα διαφορετικά φυλετικά γνωρίσματα, είναι η πρώτη εικόνα των Γραικών για τους επήλυδες· μια εικόνα που θα μείνει ανεξίτηλη, μέχρις ότου αφομοιωθούν γλωσσικά οι Σλαβοί που έχουν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο. Η περίπτωση των Σλάβων της Πελοποννήσου (μιας περιοχής, όπου μαρτυρείται από τις πηγές μόνιμη η εγκατάσταση Σλάβων από το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα, αλλά και η διαδικασία της εθνολογικής του αφομοίωσης κατά τη διάρκεια των επομένων οκτώ εκατονταετιών) είναι χαρακτηριστική: Τους Σλάβους εκείνους, που θα εγκατασταθούν πολύ πριν από τα μέσα του 9ου στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου (στη σημ. Μεσσηνιακή Μάνη) και θα διατηρήσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα μέχρι σχεδόν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι γηγενείς Γραικοί θα τους ξεχωρίσουν σύμφωνα με ένα, ξέχωρο γι’ αυτούς, εξωτερικό γνώρισμα. Οι αλλόγλωσσοι με την καστάνη, τη μελένια κόμη, οι Μελιγγοί, είναι το ελληνικό εθνωνύμιο, με το οποίο παραδίδεται το σλαβικό αυτό φύλο στις πηγές.
Με την παραπάνω, όμως, ονοματοδοσία επιβεβαιώνει η μαρτυρία του απλού ελληνόφωνου κατοίκου της Πελοποννήσου τις ειδήσεις που μας παραδίδει ο λόγιος ιστορικός της ιουστινιάνειας περιόδου, ο Προκόπιος, για το «είδος» (την εξωτερική εμφάνιση) των σλαβικών φύλων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα: «Ευμήκεις τε γαρ και άλκιμοι διαφερόντως εισίν άπαντες, τα δε σώματα και τας κόμας ούτε λευκοί εσάγαν ή ξανθοί εισίν ούτε πη ες το μέλαν αυτοις παντελως τέτραπται, αλλ’ υπέρυθροι εισίν άπαντες».
Μιαν έκφανση του φαινομένου που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε εδώ αποτελεί και η συλλογική συμπεριφορά εκείνη, η οποία θεωρείται κατ’ αρχήν ότι χαρακτηρίζει μόνο τα κοινωνικά σύνολα μιας πιο πρόσφατης περιόδου. Πρόκειται για το φαινόμενο εκείνο, το οποίο συμβατικά –για ν’ αποφύγουμε τη χρήση όρων, όπως «ρατσισμός» ή «φυλετική προκατάληψη», που είναι φορτισμένοι με σύγχρονές μας ιδεολογικές κατηγορίες- θα αποκαλούσαμε εδώ ως το «σύνδρομο του Shylock». Ο ορισμός που θα μπορούσαμε να δώσουμε στο σύνδρομο αυτό θα ήταν ότι πρόκειται για την: «επιδεικτικά εμφανή άρνηση ενός, κατά κανόνα, ευπόρου κοινωνικού στρώματος να αποδεχθεί ως ισότιμο μέλος του τον ξένο που αναρριχήθηκε μεν οικονομικά, φέρει, ωστόσο, εμφανή τα γνωρίσματα (ξενική προφορά, φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά κ.τ.λ.) της αλλοδαπής προέλευσής του».
Ως αυτονόητα διαχρονικό φαινόμενο, η συλλογική αυτή συμπεριφορά δεν παύει να χαρακτηρίζει και τα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα μόνο παράδειγμα –το οποίο, άλλωστε, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη θεματική μας-, στην περίπτωση του Νικήτα από την Πελοπόννησο. Ο, προφανώς σλαβικής καταγωγής, πλούσιος αυτός γαιοκτήμονας από την επαρχία κατόρθωσε μεν να ανέλθει κοινωνικά μέχρι το παλάτι της Βασιλεύουσας, μια και πάντρεψε την κόρη του Σοφία με το Χριστόφορο, το γιο του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, δεν κατάφερε, ωστόσο, να αποφύγει τα χαιρέκακα σχόλια του αυλικού περιβάλλοντος για τη φυσιογνωμία του που θύμιζε, δήθεν, την ξενική του προέλευση. Παραδόθηκε, λοιπόν, ο Νικήτας, ο συμπέθερος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄, στη μνήμη των μεταγενέστερων ως η «γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη»· ο άνθρωπος με τη «σλαβική» φυσιογνωμία.
Ας περάσουμε όμως, εγκαταλείποντας την πλευρά των «Γραικών» (με όσες αντιδράσεις τους απέναντι στους «βαρβάρους» μας επιτρέπουν να ψηλαφήσουμε οι πηγές), στην απέναντι, την, φαινομενικά, «βουβή» πλευρά. Εδώ, νομίζω, η μέθοδος της ιστορικής ιχνηλάτησης μέσω των παραθεμάτων από αφηγηματικές πηγές, θα αποτελούσε ματαιοπονία: οι μάρτυρές μας (τα ξένα αυτά φύλα που εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα, αλλά και ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος) επικοινωνούν και εκφράζονται αποκλειστικά με το δικό τους, τον προφορικό κώδικα. Από τον κόσμο, ωστόσο, αυτόν του προφορικού πολιτισμού έχουν διασωθεί σπαράγματα –μάρτυρες παό την εποχή της άφιξης των σλαβικών φύλων στο γεωγραφικό μας χώρο. Τα τοπωνύμια με σλαβικό έτυμο που έχουν «απολιθωθεί» στην Ελλάδα δεν αποτελούν μόνο γλωσσικά κατάλοιπα, αλλά, παράλληλα, διασώζουν πτυχές από το σημειωτικό κώδικα του γλωσσικού τους φορέα, των Σλάβων της Ελλάδος. Από την άποψη αυτήν, αποτελούν τα τοπωνύμια ιστορικά τεκμήρια και, ταυτόχρονα, τη μοναδική μαρτυρία που έχει διαφυλάξει σπαράγματα, έστω, από τη θεώρηση της «άλλης» πλευράς, εκείνης που θα παραμείνει «βουβή» στις γραπτές ιστορικές πηγές.
Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί εδώ ότι η συλλογή ιστορικών πληροφοριών με τη βοήθεια της ιστορικής γλωσσολογίας από γλωσσικά κατάλοιπα (μια «λύση αμηχανίας» για τον καθαρόαιμο ιστορικό) δεν αποτελεί βέβαια νεωτεριστικό εγχείρημα: σχεδόν το σύνολο των πορισμάτων, στα οποία έχουμε καταλήξει και τα οποία ρίχνουν κάποιο φως στην προϊστορία των σλαβικών φύλων –πριν δηλαδή εμφανιστούν εκείνα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, στις ιστορικές πηγές-, στην αρχική τους κοιτίδα, στις επαφές με άλλους λαούς, στην οικονομική και πολιτειακή τους οργάνωση κ.τ.λ., οφείλονται στη γλωσσολογική έρευνα. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την ετυμολόγηση της σλαβικής ονοματοδοσίας της μεγαλούπολης εκείνης, έξω από τα τείχη της οποίας θα εγκατασταθεί κατά την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο, θα προσπαθήσουμε να δούμε και μεις τα πρώρα στάδια επικοινωνίας του ελληνικού με το σλαβικό κόσμο από την οπτική γωνία του δευτέρου.
Η σλαβική ονοματοδοσία της μακεδονικής μητροπόλεως δεν έχει μέχρι σήμερα διευκρινισθεί ικανοποιητικά. Όλες οι προσπάθειες ετυμολόγησης του σλαβικού ονόματος Solun ξεκινούν από την προϋπόθεση ότι αυτό προήλθε είτε από το δημώδη τύπο Σαλονίκη, είτε από τον τύπο Saruna της Αρωμουνικής. Η ερμηνεία όμως αυτή προσκρούει σε μιαν ανυπέρβλητη, κατά τη γνώμη μου, δυσκολία, μια και δε μας παρέχει μια ευλογοφανή εξήγηση, γιατί αποβλήθηκε η κατάληξη –ίκη στα σλαβικά. Η επικρατέστερη από τις παρόμοιες προσπάθειες ετυμολόγησης (η οποία διατυπώθηκε πριν από 60 περίπου χρόνια από το βούλγαρο γλωσσολόγο Stojan Romanski) λαμβάνει, μάλιστα, ως δεδομένο ένα εξωγλωσσικό φαινόμενο, το οποίο είναι αδύνατο να καταδειχθεί: κατά το βούλγαρο γλωσσολόγο οι Σλάβοι, ακούγοντας τον τύπο «Σαλουνίκ» εξέλαβαν την κατάληξη ικ(η) ως υποκοριστικό επίθημα και, επειδή τους φαινόταν παράλογο να χρησιμοποιούν για μια μεγαλούπολη ένα υποκοριστικό όνομα, απάλειψαν με την καθημερινή χρήση του ονόματος της «υποκοριστική» κατάληξη –ικη.
Η λύση, ωστόσο, είναι απλούστερη και ανταποκρίνεται απόλυτα στη μορφολογία των σλαβικών γλωσσών: το όνομα Solun αποτελεί παράγωγο που σχηματίστηκε από το προσηγορικό Solь = «αλάτι» μέσω του επιθήματος –un. Θα μπορούσαμε λοιπόν, περνώντας στο σημασιολογικό περιεχόμενο του ονόματος, να συμπεράνουμε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν για τους Σλάβους η «πόλη του αλατιού», ερμηνεία που ενισχύεται, άλλωστε, από μαρτυρίες του 7ου αιώνα για την ύπαρξη μεγάλων αλυκών στην πόλη του Αγίου Δημητρίου.
Αξίζει, όμως, να σημειωθεί εδώ ότι η ονοματοδοσία αυτή δε φέρει ένα από τα επιθήματα, με τα οποία σχηματίζονται τα συνήθη σλαβικά τοπωνύμια. Το επίθημα «un», όπως πολύ πειστικά έδειξε ο R.Jakobson, χαρακτηρίζει κατά την πρώιμη αυτή περίοδο (7ος αιώνας) αποκλειστικά τα θεοφόρα και τα μυθολογικά ονόματα της Κοινής Σλαβικής. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποθέσει κανείς ότι οι «βάρβαροι» εξωτερίκευσαν το δέος με το οποίο αντίκρυζαν την «πόλη του αλατιού» (πολύτιμου οικονομικού αγαθού για την εποχή εκείνη), προσδίδοντας σ’ αυτήν ένα όνομα-ταμπού;
Θα διστάζαμε ίσως να απαντήσουμε καταφατικά, αν δε μας ενθάρρυνε η ύπαρξη ενός δεύτερου, ταυτόσημου τεκμηρίου στον ελληνικό χώρο: η σλαβική ονομασία της Λαμίας, πόλης που δεσπόζει στο σιτοβολώνα της Α.Στερεάς, είναι Zitun (=Ζητούνι). Τοπωνύμιο που, μορφολογικά, έχει την ίδια προέλευση, μια και σχηματίστηκε με το ίδιο ακριβώς επίθημα (-un) από το σλαβικό προσηγορικό zito = «σιτάρι».
Το σημειωτικό ζεύγος «ψωμί-αλάτι» που αντανακλάται από τα δύο σλαβικά τοπωνύμια έχει αρχέγονες ρίζες στη σλαβική παράδοση που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας ως τελετουργικός συμβολισμός κατά την τιμητική υποδοχή των ξένων. Η ανίχνευσή του στον προφορικό κώδικα των Σλάβων εκείνων, που διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο ως έποικοι και καλλιεργητές, θα μας επέτρεπε ίσως να δούμε και εμείς σήμερα από τη δική τους σκοπιά το νέο κόσμο που θα τους περιβάλλει, μέχρις ότου απωλέσουν οριστικά την εθνογλωσσική τους ταυτότητα.
2. Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
3. Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην Περιοχή του Βερμίου
4.Πτυχές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανικών λαών
5. Από την επικοινωνία Ελλήνων και Σλάβων κατά το Μεσαίωνα: η σλαβική ονοματοθεσία της Θεσσαλονίκης
--------------------------------
Ιστορικές αναλογίες: Η σλαβική παρουσία στον ελληνόφωνο και το γερμανόφωνο χώρο
Ο σλαβικός κόσμος αποτελεί, εδώ και 14 αιώνες, μιαν από τις σταθερές, η οποία δεσπόζει καθοριστικά στην εθνολογική, γλωσσική και την πολιτιστική φυσιογνωμία ενός μεγάλου μέρους της γηραιάς Ηπείρου. Εθνογλωσσικό στοιχείο, το οποίο επί πολλούς αιώνες μετά την εμφάνισή του στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής ιστορίας, θα διαφυλάξει πολλά αρχέγονα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής, οι Σλάβοι αποτελούν το τελευταίο χρονολογικά κύμα της λεγόμενης μεγάλης μετανάστευσης των λαών στην Ευρώπη. Ακολουθώντας, σ’ ένα μικρό τους μέρος, το τουρκικό φύλο των Αβάρων οι Σλάβοι θα εγκαταλείψουν τη γεωγραφική τους κοιτίδα για να εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες.
Το καθοριστικό εκείνο στοιχείο που προσδίδει ιδιαιτερότητα στη σλαβική παρουσία στην Ευρώπη (χαρακτηριστικό, το οποίο θα πρέπει να συγκρατήσουμε, μια και έχει άμεση σχέση με τη δική μας στενότερη προβληματική) είναι οι συνθήκες, οι οποίες, αντικειμενικά, υπαγορεύουν το σλαβικό εποικισμό στη Β., την Κεντρική και τη ΝΑ Ευρώπη. Σε αντίθεση με τα γερμανογενή φύλα, τα οποία εισβάλλουν στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο έχοντας μια σχετικά ανεπτυγμένη πολιτειακή οργάνωση (οργάνωση, η οποία πολύ νωρίς, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα, θα υποκαταστήσει εκείνη του Δυτ. Ρωμαϊκού Κράτους), η μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ Β. των Καρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει το χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Οι Σλάβοι δηλαδή αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που είναι (για λόγους που δε θα μας απασχολήσουν σήμερα) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. Η δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της Α. και Κ. Ευρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο Β. και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο στο Ν.
Ένα δεύτερο, καθοριστικό για την εθνογενετική διαμόρφωση του σλαβικού κόσμου, δεδομένο είναι ότι την πολιτειακή δομή των σλαβικών φύλων που εγκαθίστανται από τον 6ο αιώνα στην Α. και Κ. Ευρώπη την χαρακτηρίζει (σε αντίθεση μ’ εκείνη των γερμανόφωνων φύλων) μια ατελής, ακέφαλη οργάνωση. Ο θεσμός του φορέα της κεντρικής εξουσίας, του μονάρχη, είναι ένας εξωγενής παράγων που θα μεταφυτευθεί, σ’ ένα μέρος μόνο του σλαβικού κόσμου. Οι ιστορικές διεργασίες, οι οποίες εκτυλίσσονται κατά το διάστημα, περίπου, από τον 6ο μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα, καταλήγουν σε μια τομή, η οποία εγκαινιάζει μια νέα ιστορική περίοδο:
Σε ορισμένες περιοχές, όπου έχουν εγκατασταθεί σλαβικά φύλα, θα επικρατήσει , κατά κανόνα: ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων, ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας θα σχηματισθούν τα επί μέρους μεσαιωνικά κρατικά μορφώματα (αναφέρω κατά χρονολογική σειρά: Βουλγαρία, Μοραβία, Ρωσία, Πολωνία, Σερβία και Κροατία από τα οποία, κατά τους νεότερους χρόνους, θα δημιουργηθούν τα αντίστοιχα σλαβικά έθνη, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Τα φύλα όμως εκείνα, τα οποία κατά την ανωτέρων περίοδο θα διατηρήσουν το αρχέγονο πολιτειακό καθεστώς (εκείνο δηλαδή της ακέφαλης πολιτειακής οργάνωσης), είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δε θα είναι η Σλαβική.
Επειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Βορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Νότο.
Τα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αιώνα εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της Β.Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Ανατολή (στις περιοχές δηλαδή των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Μετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.
Λίγα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (όπως μας πληροφορεί ένας αυτόπτης έλληνας παρατηρητής) εξακολουθεί να ακούγεται η σλαβική διάλεκτος στην πόλη Lubeck, πατρίδα του γερμανού συγγραφέα Th.Mann. Στις αρχές του 18ου, όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Αννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη ΒΑ Γερμανία. Τη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Βραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Βερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).
Οι τύχες των Σοραβών, σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν τη ίδια αναλογία. Κατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνα οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σα μία μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (Ν.Σαξωνία).
Η σλαβική παρουσία στη σημερινή Ν. Αυστρία (Καρινθία) δε γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνο από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλαδή διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αιώνα και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα) από τη βαρβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.
Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ.: α) Η ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με το γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Οι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αιώνα, τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Ουκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό, το βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Τα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επί μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (το γερμανόφωνο κόσμο στο Βορρά και τους ελληνόφωνους στο Νότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλάβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες (ύπαρξη σλαβικών τοπωνυμίων στη Γερμανία και στην Ελλάδα, επιβίωση περιορισμένων γλωσσικών νησίδων της Σλαβικής μέσα στο ετερόγλωσσο περιβάλλον).
----------------------------------------------
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσουμε, τονίζοντας τις ιστορικές εκφάνσεις μερικών σλαβικών τοπωνυμίων του ελλαδικού χώρου, να καταδείξουμε την αξία που έχει η μελέτη των τοπωνυμίων για την ιστορική έρευνα. Όπως είναι γνωστό, η διείσδυση των σλαβικών φύλων στη Βαλκανική έχει ήδη φθάσει, γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα, στο νοτιότερο σημείο της Χερσονήσου, στην Πελοπόννησο(1). Σε ορισμένες περιοχές της βυζαντινής αυτής επαρχίας τα φύλα αυτά εγκαταστάθηκαν μόνιμα και διατήρησαν τη γλωσσική τους ταυτότητα για ένα μακρό χρονικό διάστημα, έως, το αργότερο, τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα. Τα τοπωνύμια, τα οποία σχηματίστηκαν από τη γλώσσα των φύλων αυτών και, μετά την εθνολογική αφομοίωση των φορέων, εξακολούθησαν να επιζούν στις ελληνικές διαλέκτους της περιοχής, αποτελούν μια αντικειμενική ιστορική πηγή. Πηγή, από την οποία μπορεί ο σημερινός ερευνητής να αντλήσει λίγες, αλλά αντικειμενικές πληροφορίες τόσο για την εσωτερική ιστορία των επήλυδων, όσο και το φαινόμενο της συμβίωσής τους με το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Οι πρώτες μνείες για τα φύλα των Σκλαβηνών εμφανίζονται στις μεσαιωνικές ελληνικές πηγές κατά τη διάρκεια της τρίτης δεκαετίας του 6ου αιώνα (2). Μισό αιώνα αργότερα, σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασιάς, αρχίζουν οι πρώτες σποραδικές αλλά μόνιμες, εγκαταστάσεις των Σλάβων στην Πελοπόννησο (3). Για τους δύο επόμενους αιώνες, τον 7ο και τον 8ο, οι σποραδικές, αλλά ρητές, μαρτυρίες των βυζαντινών πηγών μας πληροφορούν ότι σλαβικά φύλα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στην Ήπειρο, στην Κ. Ελλάδα και Θεσσαλία, καθώς και στην Πελοπόννησο (4).
Το νέο, όμως, ατό εθνολογικό στοιχείο δεν εγκαταστάθηκε βέβαια σε έναν έρημο από ανθρώπους χώρο, αλλά ίδρυσε τις νέες του κατοικίες σε περιοχές, όπου εξακολουθούσαν να ζουν οι αυτόχθονες, οι ελληνόφωνοι υπήκοοι του βυζαντινού κράτους (5). Την καίριας σημασίας για την εθνολογική σύσταση της μεσαιωνικής ελλαδικής υπαίθρου αυτή διαπίστωση, αντλούμε κατά κύριο λόγο από τη μελέτη των τοπωνυμίων· ερευνώντας τη μικροτοπωνυμία (ονόματα δηλαδή των τοποθεσιών ενός οικισμού, όπως πηγές, λόφοι, χωράφια κ.τ.λ.), μιας ευρύτερης περιοχής (π.χ. της Πελοποννήσου) μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη συχνότητα σλαβικών μακροτοπωνυμίων, τα περίπου όρια της εγκατάστασης φορέων της σλαβικής κατά το Μεσαίωνα (6).
Σε μια δεύτερη, εξίσου σπουδαίας σημασίας για την εθνολογική εικόνα της μεσαιωνικής Ελλάδος, διαπίστωση μπορεί να μας οδηγήσει επίσης η μελέτη των σλαβικών τοπωνυμίων. Εξετάζοντας συγκριτικά το μικροτοπωνυμικό υλικό των διαφόρων περιοχών, διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη σε μερικές περιοχές τοπωνυμίων, τα οποία αντικατοπτρίζουν ένα παλαιότερο στάδιο (κυρίως στη φωνολογία) της σλαβικής γλώσσας και σε άλλες, νεότερο. Με άλλα λόγια, διαπιστώνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε παλαιότερα και νεότερα τοπωνυμία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεμονωμένες εκείνες νησίδες στο τοπωνυμικό της Πελοποννήσου, όπου αντικατοπτρίζεται ακόμη το παλαιότερο φωνολογικό στάδιο της σλαβικής, όπως π.χ. μικροτοπωνύμια που σχηματίστηκαν πριν από τη λεγόμενη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική (φαινόμενο, η εμφάνιση του οποίου χρονολογείται γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα) ή μικροτοπωνύμια, τα οποία διατηρούν στη σημερινή μορφή τους φθόγγους (όπως τα ημιφωνήεντα ь και ъ ή το έρρινο φωνήεν ο), οι οποίοι χάθηκαν νωρίς στα σλαβικά. Η δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει, αντίθετα, σλαβικά τοπωνύμια που αντιστοιχούν σε μια μεταγενέστερη εξελικτική φάση της σλαβικής.
Η παραπάνω συγκριτική θεώρηση μας οδηγεί στο αντικειμενικό συμπέρασμα ότι στις περιοχές της πρώτης κατηγορίας (εκεί δηλαδή, όπου λείπουν τα νεότερα σλαβικά τοπωνύμια) σταμάτησε ενωρίτερα η χρήση της σλαβικής, διότι οι φορείς της αφομοιώθηκαν από το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο. Στις περιοχές, όμως, της δεύτερης κατηγορίας θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εξακολουθούσε να ομιλείται η σλαβική και μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, μετά δηλαδή τη μετάθεση των υγρών στη σλαβική. Με τον τρόπο αυτόν, εφόσον θα είχε συγκεντρωθεί και το πλήρες τοπωνυμικό υλικό, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την ιστορική διεργασία του εξελληνισμού του σλαβικού στοιχείου στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Μια διεργασία, η οποία περατώθηκε οριστικά γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα (7). Το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η έρευνα των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα μας επιτρέπει να διατυπώσουμε τη γενικότερη υπόθεση ότι η ανωτέρω ιστορική διεργασία του εξελληνισμού αρχίζει, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο, από την Πελοπόννησο. Όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο νεότερα σλαβικά τοπωνύμια θα συναντήσει· δεδομένο το οποίο δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, π.χ., οι Σλάβοι εκείνοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία εξελληνίστηκαν αργότερα από τους Σλάβους της Πελοποννήσου.
Ξεκινώντας, τώρα, από το παραπάνω συμπέρασμα (ότι δηλαδή ο εξελληνισμός των Σλάβων είναι μια διεργασία, η οποία εξελίσσεται, χρονικά και γεωγραφικά, από το Νότο προς το Βορρά) θα διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: από το τοπωνυμικό υλικό –τα σλαβικά μικροτοπωνύμια, τα οποία έχω μέχρι σήμερα συλλέξει και αξιολογήσει- παρατηρεί κανείς ότι, όσο βορειότερα προχωρεί κανείς, τόσο λιγότερα γίνονται τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία προέρχονται από ονόματα προσώπων, από ανθρωπονύμια. Η διαφορά αυτή γίνεται πράγματι κτυπητή, αν συγκρίνει κανείς το μικροτοπωνυμικό υλικό από δύο ακραίες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην πρώτη στη νότια Πελοπόννησο, στις δυτικές πλευρές του Ταϋγέτου, όπου έχει εγκατασταθεί μόνιμα, πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα, το σλαβικό φύλο των Μελιγγών- υπάρχουν πολλά μικροτοπωνύμια, όπως Nemir, Ljubovid, Tolimer, Vitomir κ.τ.λ.(8). Στη δεύτερη περιοχή –στο Ζαγόρι της Ηπείρου, όπου υπάρχει αδιαμφισβήτητα σλαβική παρουσία στο τοπωνυμικό- είναι, αντίθετα, ελάχιστα τα τοπωνύμια εκείνα, τα οποία σχηματίστηκαν από σλαβικά προσωπωνύμια (9).
Μια πιθανή ερμηνεία του φαινομένου αυτού (υπόθεση εργασίας, η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας) θα ήταν να αναζητηθεί η αιτία του στην εξέλιξη των σχέσεων αγροτικής ιδιοκτησίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Αν αναλογισθεί κανείς ότι ο σχηματισμός τοπωνυμιών από προσωπωνύμια αποτελεί, κατά κύριο λόγο, την έκφραση της σχέσης ιδιοκτησίας του παραγωγού με τη γη, την οποία καλλιεργεί (10), τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι τα σλαβικά τοπωνύμια του Ζαγορίου, τα οποία είναι νεότερα από εκείνα της Μεσσηνιακής Μάνης, αντικατοπτρίζουν επίσης μια υστερότερη φάση της κοινωνικής ιστορίας του Βυζαντίου, κατά την οποία αλλάζουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας των μικροπαραγωγών με τη γη, την οποία καλλιεργούν και εξαφανίζεται βαθμιαία η κοινωνική κατηγορία των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών (11). Υπόθεση εργασίας προς το παρόν, η οποία αξίζει να ερευνηθεί στο μέλλον.
Ο τομέας ωστόσο εκείνος, στην έρευνα του οποίου συμβάλλει κατά κύριο λόγο η μελέτη των τοπωνυμίων είναι η εσωτερική ιστορία, η μέλετη της κοινωνικής και οικονομικής δομής, των σλαβικών φύλων που ίδρυσαν μόνιμες εγκαταστάσεις στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο. Εγκαταστάσεις, για την ύπαρξη των οποίων, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μοναδικά τεκμήρια που διαθέτουμε σήμερα είναι αποκλειστικά η ύπαρξη σλαβικών μικροτοπωνυμίων. Στον τομέα αυτόν ελάχιστες είναι οι πληροφορίες, τις οποίες θα μπορούσε να αντλήσει ο ερευνητής από τις γραπτές πηγές, πληροφορίες που φέρουν επιπρόσθετα τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας του συντάκτη τους: η προσήλωση των βυζαντινών ιστορικών στα κλασικά τους πρότυπα, οι στερεότυποι κοινοί τόπο των αγιογραφικών κειμένων και η γενικότερη αδιαφορία των λογίων της Βασιλεύουσας για την κατάσταση των πραγμάτων στη βυζαντινή επαρχία, δε μας παραδίδουν οπωσδήποτε μια αντικειμενική απεικόνιση της εσωτερικής δομής των «βαρβάρων» που είναι εγκατεστημένοι εκεί. Απεικόνιση, που οδηγεί πολλούς νεότερους ερευνητές σε διαπιστώσεις, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με τη μεσαιωνική πραγματικότητα του ελλαδικού χώρου (12).
Αν δεν είχαν σωθεί σήμερα τα σλαβικά τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο και αν ως μοναδικές μαρτυρίες είχε στη διάθεσή του ο ιστορικός μόνο τις γραπτές βυζαντινές πηγές, τότε θα είχε σχηματίσει την εικόνα ότι τα σλαβικά εκείνα φύλα, τα οποία κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα δεν ήταν παρά νομάδες, ή ημινομάδες, οι οποίοι δεν επεδίδοντο στην καλλιέργεια της γης και, κατά συνέπεια, δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη συναφή τεχνολογία. Οι αντικειμενικές μαρτυρίες, ωστόσο, τις οποίες μας παρέχουν τα σλαβικά εκείνα τοπωνύμια που έχουν σωθεί, τεκμηριώνουν ότι, αντίθετα, το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο εισήλθε στον ελλαδικό χώρο κομίζοντας τη δική του τεχνολογία, τόσο ως προς την καλλιέργεια της γης, όσο και ως προς ορισμένους κλάδους της οικοτεχνίας (13).
Μια επιμέρους έκφανση εσωτερικής οικονομίας των σλαβικών αυτών φύλων, όπως αποκαλύπτεται από τέσσερα τοπωνύμια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. ΜΕ τον τρόπο αυτόν ίσως καταδειχθεί πληρέστερα η σημασία της έρευνας των τοπωνυμίων ως βοηθητικής επιστήμης για την ιστορία.
Πολοβίτσα: Κοινότητα του Νομού Λακωνίας, επαρχία Λακεδαίμονος, νότια της Σπάρτης (14). Θα έπρεπε, ως πρώτο δεδομένο, να τονιστεί ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δεν εμφανίζεται μεμονωμένο, αλλά υπάρχει σε μια περιοχή, στη ΝΔ Λακωνία, το μικροτοπωνυμικό της οποίας φέρει εμφανή τα ίχνη σλαβικής εγκατάστασης κατά το Μεσαίωνα (15). Παρόλο που δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το τοπωνύμιο, τόσο από πλευράς φωνητικής όσο και μορφολογίας από το σλαβικο polь= «μισό», παραμένει η σημασιολογική πλευρά σκοτεινή(16), αν δε λάβει υπόψη του κανείς τους κανόνες που διέπουν τις γεωργικές σχέσεις κατά τη βυζαντινή περιόδο: Ο γεωργός, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να καλλιεργήσει ο ίδιος ολόκληρη τη γη που του ανήκε, μπορούσε να νοικιάσει ένα μέρος της σε έναν άλλο ακτήμονα. Ο δεύτερος ανελάμβανε την υποχρέωση να αποδίδει, ως ενοίκιο, το μισό της σοδειάς του. Από τη διαδεδομένη αυτή πρακτική στη βυζαντινή επαρχία (που ονομάζεται στις νομικές πηγές ημισεία, ο δε ακτήμων ενοικιαστής ημισειαστής) (17) είναι προφανές ότι προήλθε και το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Χαρακτηριστικό για τη συμβίωση των δύο διαφορετικών γλωσσικών φορέων (ελληνοφώνων και σλαβοφώνων) στη βυζαντινή επαρχία είναι το δεδομένο της μετάφρασης του όρου στα σλαβικά. Σαφής ένδειξη ότι οι Σλάβοι, πριν ακόμα απωλέσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα, είχαν ήδη ενταχθεί στο βυζαντινό σύστημα και στη δικαιική πρακτική των ελλήνων γειτόνων τους.
Σεμπροβίτσα: Μικροτοπωνύμιο του χωριού Βυτίνα στην Αρκαδία (18). Όπως είναι προφανές από τα δύο επιθήματα ov-ica, πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της σλαβικής μορφολογίας, από το ουσιαστικό sebrь, έναν τεχνικό όρο, ο οποίος, από τα σλαβικά, πέρασε στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες με τη σημασία: «αγρότης που αποδίδει τη μισή σοδειά στον ιδιοκτήτη της γης» (19). Το σλαβικό δάνειο αυτό (σέμπρος) έχει περάσει σε πολλές νεοελληνικές διαλέκτους, αλλά και στην Κοινή Νεοελληνική (20). Η περίπτωση του τοπωνυμίου αυτού παρουσιάζει μια σημασιολογική αναλογία με προηγούμενο: Sebrovica = «η γη του ημισιαστού» και τεκμηριώνει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο θεσμός του ημισιαστού, που συναντούμε στο κωδικοποιημένο βυζαντινό δίκαιο (Νόμος Γεωργικός) υπήρχε και στο εθιμικό δίκαιο των Σλάβων (21).
Μιτάτοβα: Συνοικισμός της Κοινότητας Αγία Ειρήνη, επαρχία Λακεδαίμονος του Νομού Λακωνίας, ο οποίος μετονομάστηκε το 1928 σε Αγραπιδούλα (22). Το τοπωνύμιο αναφέρεται σε έγγραφο του Ανδρονίκου Παλαιολόγου το 1314/15 (23). Πρόκειται εδώ για έναν ad hoc: από το βυζαντινό τεχνικό όρο μητάτον προήλθε, μέσω του επιθήματος –ovo, το υβρίδιο τοπωνύμιο Mitatovo. Όπως είναι γνωστό, ο όρος μητάτον σημαίνει μια από τις υποχρεώσεις που είχαν οι κάτοικοι της βυζαντινής υπαίθρου έναντι της κεντρικής εξουσίας· στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την υποχρέωση δωρεάν παροχής στέγης και τροφής σε απεσταλμένους του αυτοκράτορα είτε σε στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή (24). Το δεδομένο ότι πρόκειται εδώ για σλαβικό τοπωνύμιο, το οποίο σχηματίστηκε από το βυζαντινό όρο, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι οι Σλάβοι, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα περίχωρα της Σπάρτης, ενσωματώθηκαν, ως υπήκοοι του αυτοκράτορα, στο βυζαντινό σύστημα, οπωσδήποτε πριν εξελληνιστούν γλωσσικά (25).
Τεργοβίτσα: Μικροτοπωνύμιο της κοινότητας Ζάβιτσα στην Ακαρνανία (25). Μιας περιοχής, στην οποία υπάρχουν εμφανή τα ίχνη της σλαβικής τοπωνυμίας, διότι παραδίδονται πρωτογενείς σλαβικοί σχηματισμοί (με επιθήματα –ovo, ica κ.τ.λ.) από σλαβικά προσηγορικά, όπως τα τοπωνύμια Korytьno, Stěnovьcь, Grazdenica κ.τ.λ. (27). Για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν δυσκολίες να ετυμολογηθεί το μικροτοπωνύμιο αυτό από το σλαβικό Tъrgovica από το ουσ. tьrgь= «αγορά». Ο εντοπισμός του τοπωνυμίου αυτού στην περιοχή αυτή έχει σημασία για δύο λόγους: πρώτον, διότι αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό στον ελλαδικό χώρο τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από το παραπάνω ουσιαστικό και δεύτερον, διότι παρέχει ενδείξεις για τη λειτουργία αγοράς στην περιοχή αυτή, όπου, κατά το Μεσαίωνα, υπήρχε εγκατάσταση φορέων της σλαβικής. Η ύπαρξή του επιβεβαιώνει εξάλλου έμμεσες μαρτυρίες των γραπτών πηγών ότι οι Σλάβοι της Ελλάδος διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις τόσο με τα μεγάλα αστικά κέντρα (28), όσο και μεταξύ τους για την ανταλλαγή των προϊόντων τους (29).
Υποσημειώσεις:
1. Πβ. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, όπου και η σχετική βιβλιογραφία
2. Στο έργο του Ψευδο-Καισάριου· για περισσότερες λεπτομέρειες πβ. Τη σχετική μελέτη στο βιβλίο αυτό
3. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χρονικού της Μονεμβασιάς, χρονολογείται η πρώτη εγκατάσταση Σλάβων στην Πελοπόννησο στα έτη 587/88 Πβ. Σχετικά: O.Kresten, Zur Echtheit des Sigillion des Kaisers Nikephoros für Patras. Εν.: Römische Historische Mitteilungen 19 (1977), σ.72 κ.ε.
4. Εκτός από το έργο στη σημ.1 ανωτέρω, πβ. Και J.Koder, Zur Frage der slawischen Siedlungsgebiete im mittelalterlichen Griechenland. Εν. Byzantinische Zeitschrift 71 (1978), σ. 315-331· V.Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans. La constitution des premières Sklavinies Macédoniennes vers la fin du Vie siècle- Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, Janvier-Mars, 1980, σ.230 κ.ε. P.Soustal, Nikopolis und Kephalenia (=Tabula Imperii Byzantini, 3), Βιέννη 1981, σ.50-54
5. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη στις πηγές, η οποία θα στήριζε την άποψη ότι κατά τους, όπως τους αποκαλούν ορισμένοι ερευνητές, «σκοτεινούς αιώνες» αυτούς είχε εξαφανισθεί τελείως από την ύπαιθρο το ελληνόφωνο στοιχείο. Αντίθετα, μας παρέχουν οι πηγές ρητές μαρτυρίες (τις οποίες, ωστόσο, επιμένουν να αγνοούν πολλοί νεότεροι ερευνητές) ότι οι σλάβοι επήλυδες εγκαταστάθηκαν σε μία χώρα, όπου το αυτόχθονο στοιχείο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πβ. Ενδεικτικά τα στοιχεία, τα οποία παρέχει ο K. Πορφυρογέννητος για την πληθυσμιακή εικόνα της Αχαίας κατά την πρώτη δεκαετία του 9ου αιώνα, σύμφωνα με τα οποία οι ολιγάριθμοι Σλάβοι, κατά τη διάρκεια μιας πρόσκαιρης εξέγερσης, λεηλάτησαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών (C.Porphyrogenitus, De administrando Imperio, εκδ. Gy. Moravcsik, Βουδαπέστη 1949, σ. 228, 5-6).
6. Πβ. Ph.Malingoudis, Studien zu den Slavischen Ortsnamen Griechenlands 1, Slavische Flurnamen aus messenischen Mani (=Abhandlungen der Geistes – und Sozialwissenschaftl. KI.d.Akad.d.Wissensch 1981, σ.177-178· του ιδίου. Toponymy and History. Observations concerning the Slavonic Toponymy of the Peloponnese. Εν.: Cyrillomethodianum VII (1983), σ. 99-111
7. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 178-179
8. Πβ. Malingoudis (όπως σημ. 6 ανωτέρω), passim
9. Πβ. σχετικά την πρόσφατη μονογραφία του Κ.Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου (=Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστ. Επετ. Φιλος. Σχολής «Δωδώνη», Παράρτημα αριθμ. 45), Ιωάννινα 1991, όπου και λεπτομερείς στατιστικοί πίνακες
10. Παράδειγμα: το μικροτοπωνύμιο Βιτομίρι στο σημ. χωριό Καρυοβούνιο της Μεσσηνιακής Μάνης [Malingoudis, Studien (όπως σημ. 6 ανωτέρω), σ. 117] αποτελεί επιθετικό προσδιορισμό και σημαίνει κατά κύριο λόγο τη σχέση ιδιοκτησίας: «ο αγρός του Vitomir».
11. Πβ. σχετικά τη συνοπτική, αλλά θεμελιώδη εργασία του F. Dölger, Der Feudalismus in Byzanz. Εν: Studien zum mittelalterlichen Lehnswesen (Lindau-Konstanz 1960), σ.185-193. Πβ. επίσης: P.Lemerle, The Agarian History of Byzantium. From the Origins to the Twelth Century, Galway 1979 καθώς και H.Köpstein, Zur Veränderung der Agrarverhältnisse in Byzanz vom 6. zum 10. Jahrhundert. Εν.: Besonderheiten der byzantinischen Feudalentwicklung, Βερολίνο 1983), σ. 69-76
12. Τέτοια είναι η περίπτωση π.χ. του βυζαντινολόγου Π.Γιαννόπουλου ο οποίος καταλήγει σε αυθαίρετες και τελείως φανταστικές διαπιστώσεις. Πβ. P.Yannopoulos, La pénétration slave en Argolide. Εν. Etudes Argiennes (=Bulletin de Correspondance Hellénique, Suppl. VI). Αθήνα-Παρίσι 1980, σ. 353 και τις παρατηρήσεις του Φ.Μαλιγκούδη, Παρατηρήσεις σχετικές με τον υλικό πολιτισμό των πρώιμων σλαβικών φύλων στην Ελλάδα (βουλγ.) Εν: Istoriceski Pregled 1985, τ.9-10, σ.65
13. Πβ. σχετικά Ph.Malingoudis, Frühe slawische Elemente im Namensgut Griechenlands. Εν: B.Hänsel (εκδ.) Die Völker Südosteuropas im 6. bis 8. Jahrhundert, Βερολίνο-Μόναχο 1987, σ.53-68· του ιδίου. Η ελληνο-σλαβική συμβίωση στο Βυζάντιο υπό το φως της τοπωνυμίας (ρωσ.) Εν: Vizantijskij Vremennik 48 (1987), σ.44-52
14 Πβ. Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως δήμων και κοινοτήτων, τ.29: Νομός Λακωνίας, Αθήνα 1961, σ.300
15. Το χωριό βρίσκεται στην περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν κατά το Μεσαίωνα οι σλάβοι Εζερίτες, τους οποίους αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος. Πβ. C.Porphyrogenitus (όπως σημ. 5 ανωτέρω), σ. 232 κ.ε. Σλαβικά μικροτοπωνύμια έχουν εντοπισθεί στο γειτονικό χωριό Κουρτσούνα (σημ. Βασιλική)· πβ. Π.Βλαχάκου, Το μικροτοπωνύμιο του χωριού Βασιλική Λακωνίας. Εν: Ιστορικογεωγραφικά 2 (1988), σ. 117-129
16 Το τοπωνύμιο έχει περιληφθεί και στο έργο του Vasmer για τα σλαβικά τοπωνύμια της Ελλάδος, όπου παρόλον ότι δίδεται η σωστή ετυμολογία του, δεν υπάρχει ερμηνεία της σημασιολογικής πλευράς. Πβ. Μ.Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941 (ανατύπωση: Λιψία 1970), σ.172
17 Πβ. τις αντίστοιχες παραγράφους (12-15, 67) του Νόμου Γεωργικού, εκδ. Ε.Lipšic, Leningrad 1984 καθώς και τα όσα σχετικά αναφέρει η H.Köpstein, Zu den Agraverhältnissen (in Byzanz). Εν: Byzanz im 7. Jahrhundert. Untersuchungen zur Herausbildung des Feudalismus, Βερολίνο 1978, σ. 48-49.
18. Πβ. Θ. Μελέαγρος εν: Αρκαδία 2 (1974), τεύχος 5, σ. 21
19 Πβ. σχετικά: N.Jokl εν: Τιμητικός τόμος στον καθηγ. L.Miletic, Σοφία 1933, σ.131
20 Πβ. G.Meyer, Neugriechische Studien II, Βιέννη 1894, σ.56-57. Η απόπειρα του D.Moutso (Greek σέμπρος and slavic sebrь Εν: Indogermanische Forschungen 88, 1983) να χαρακτηρίσει το προσηγορικό ως δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική στα σλαβικά δεν είναι παρόλη την περίπλοκη επιχειρηματολογία που παραθέτει, πειστική: με ποιο τρόπο εισχώρησε ο (αμάρτυρος) τύπος σύμμοιρος>σέμπρος από τη μεσαιωνική ελληνική ως δάνειο τόσο στις βόρειες σλαβικές γλώσσες, όσο και στις βαλτικές
21. Η συμβατότητα αυτή των δικαιικών θεσμών (ο θεσμός του ημισιαστού που ανταποκρίνεται στο sebr) αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον κύριο παράγοντα που ευνοεί τη συμβίωση των δύο διαφορετικών εθνογλωσσικών στοιχείων στη βυζαντινή επαρχία. Το ζήτημα αυτό αξίζει οπωσδήποτε να ερευνηθεί περισσότερο
22. Πβ. Στοιχεία Δήμων (όπως σημ. 14 ανωτέρω), σ.180-181
23. Πβ. G.Millet, Inscriptions byzantines de Mystra. Εν: Bulletin de corresp. Hell.23 (1899), σ.103,34
24 Πβ. Γ.Κόλιας, Περί μητάτου. Εν: Αθήνα 51 (1941), σ.129-142
25. Πβ. την ανάλογη περίπτωση των Σλάβων εκείνων στα περίχωρα της Πάτρας, την οποία αναφέρει ο Κ.Πορφυρογέννητος (όπως σημ. 5 ανωτέρω): μετά την αποτυχημένη εξέγερσή τους, παραχωρήθηκαν, με αυτοκρατορικό έγγραφο, ως εναπόγραφοι στη Μητρόπολη των Πατρών, με την υποχρέωση, μεταξύ των άλλων, και παροχής μητάτου. Πβ. σχετικά Kresten (όπως σημ. 3 ανωτέρω), σ.61 κ.ε.
26. Πβ. Γ.Παπατρέχας, Τοπωνυμικά Ξηρομέρου. Εν: Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 3 (1974), σ. 380
27. Παπατρέχας (όπως σημ. 26 ανωτέρω), σ.379-380
28. Πβ. π.χ. τη μαρτυρία των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου για την αγορά εκ μέρους των Θεσσαλονικέων, κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, μεγάλης ποσότητας σιτηρών και οσπρίων από τους σλάβους Βελεγεζίτες της Θεσσαλίας. P.Lemerle (εκδ.), Les plus anciens recueils de miracles de St. Démétrius, τ.1, Παρίσι 1979, σ. 214, 9-3, 218, 1-3
29 Πβ. τις πληροφορίες του Ι.Καμενιάτη για τις εμπορικές συναλλαγές των Σλάβων των περιχώρων της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 10ου αιώνα, G.Böhlig (εκδ.), Ioannis CaminiataeQ De expugnationae Thessalonicae, Βερολίνο – Ν.Υόρκη 1973, σ. 8, 85-88
----------------------------------------
Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην περιοχή του Βερμίου
Σε κάποια, καλή ώρα, ταραγμένη για τα Βαλκάνια εποχή, εμφανίστηκε στις αρχές της Θεσσαλονίκης κάποιο πρόσωπο με ένα όχι ασυνήθιστο για την ελληνική όνομα, το οποίο, σε άπταιστα ελληνικά, ισχυρίστηκε ότι διαθέτει όλα τα προσόντα να διοικήσει έναν καταυλισμό προσφύγων ομογενών, οι οποίοι μόλις είχαν έλθει στα πάτρια εδάφη από κάποια μακρινή χώρα και είχαν εγκατασταθεί στα δυτικά της συμπρωτεύουσας του κράτους, στον κάμπο της Βεροίας. Επειδή μάλλον το πρόσωπο αυτό διέθετε τις κατάλληλες γνωριμίες και αφού τηρήθηκαν οι τυπικές διαδικασίες (δημοσίευση του διατάγματος διορισμού, πρωτόκολλο ανάληψης καθηκόντων κ.τ.λ.) το άτομο αυτό με το όχι ασυνήθιστο για τους έλληνες όνομα και με το αξιόλογο προσόν ότι μιλούσε τις τέσσερις πιο διαδεδομένες στα Βαλκάνια γλώσσες, διορίστηκε στην υψηλή δημόσια θέση που επεδίωκε. Μετά από λίγο, όμως και αφού ο Μαύρος (αυτό ήταν το όνομα του ήρωά μας) είχε εκδώσει ακόμα και διατάγματα συναφή με το κρατικό λειτούργημά του, αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας κάποιων ξένων, οι οποίοι σχεδίαζαν να καταλάβουν αυτήν την ίδια τη συμπρωτεύουσα του κράτους.
Οι περαιτέρω τύχες του ήρωά μας χάνονται κυριολεκτικά μέσα στα βάθη των αιώνων, μια και από τότε έχουν περάσει σχεδόν χίλια τριακόσια χρόνια και μια και ο ανώνυμος συντάκτης του τοπικού χρονικού της Θεσσαλονίκης, που μας παραδίδει τη μικρή αυτή ιστορία, δε φαίνεται να πολυνιάζεται γι’ αυτές.
Τεράστιο είναι, αντίθετα, το ενδιαφέρον που έδειξε και δείχνει –ιδιαίτερα κάτω από τις γνωστές συνθήκες της τρέχουσας βαλκανικής συγκυρίας- η νεότερη εθνική ιστοριογραφία των επιμέρους λαών της ΝΑ Ευρώπης. Το δεδομένο που μας παραδίδει η μεσαιωνική μας πηγή ότι ο Μαύρος γνώριζε, εκτός από ελληνικά, τα λατινικά, τα σλαβικά καθώς και τη γλώσσα ενός τουρανικού φύλου, των Πρωτοβουλγάρων (οι οποίοι μόλις είχαν ιδρύσει, το 681, το πρώτο μεσαιωνικό κρατικό μόρφωμα στα Βαλκάνια, το οποίο έμελλε, κατά τους επόμενους αιώνες να αποτελεί ένα μόνιμο αντίπαλο του Βυζαντίου), το δεδομένο αυτό παρεκίνησε και παρακινεί τους βαλκάνιους εκπροσώπους της αντίστοιχης εθνικής ιστοριογραφίας να διεκδικεί, ο κάθε ένας αποκλειστικά για τη δική του εθνότητα, το μικρό αυτό τυχοδιώκτη του 7ου αιώνα. Έτσι ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των ιστοριοδιφικών πονημάτων, τα οποία εξακολουθούν να δημοσιεύουν οι βούλγαροι συνάδελφοι και τα οποία αντανακλούν την εδραιωμένη πλέον πεποίθησή τους ότι ο Μαύρος, ως εμφορούμενος από το βουλγαρικό εθνικό ιδεώδες, συμμετείχε ενεργά σε κάποια σχέδια δημιουργίας ενός βουλγαρικού κρατικού μορφώματος στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Για τους ρουμάνους ιστορικούς ο Μαύρος (που εμφανίζεται σε ορισμένες από τις μελέτες τους με το εκρουμανισμένο όνομα Negrul) αποτελεί, μια και μιλούσε και τα λατινικά, τον πρώτο Βλάχο που αναφέρεται ρητά στις ιστορικές πηγές. Η ιστοριογραφία των Σκοπίων υπογραμμίζει, από την πλευρά της, το στοιχείο ότι ο Μαύρος, που μιλούσε και τα σλαβικά, εκπροσωπεί τους «Μακεδόνες» σλάβους, οι οποίοι από πολύ ενωρίς προσπαθούν να αποκτήσουν την κρατική τους αυτονομία. Από όλες τις προσπάθειες δεν μπορούμε, τέλος, να εξαιρέσουμε και αρκετούς ημέτερους ιστορικούς, οι οποίοι ενώ απορρίπτουν ως μη αντικειμενικές τις μελέτες της άλλης πλευράς, διεκδικούν, ακολουθώντας την ίδια λογική, τον ήρωά μας για τη δική τους εθνο-γλωσσική οντότητα.
Με λίγα λόγια: αν αναζητούσε κανείς κάποιο χειροπιαστό δείγμα βαλκανικής ιστοριογραφίας, όπου οι ανταγωνισμοί του παρόντος προβάλλονται στο παρελθόν και όπου η «εθνική» ιστορία υψώνεται ως ένας ανυπέρβλητος φράκτης για την κατανόηση της κοινής ιστορικής μοίρας, τότε η τύχη που επεφύλαξαν στον Μαύρο οι νεότεροι βαλκάνιοι ερευνητές αποτελεί μια ιδεώδη περίπτωση.
Θα μείνουμε όμως, με την άδειά σας, για λίγο ακόμα στον πολύγλωσσο αυτό τυχοδιώκτη, για να υπογραμμίσουμε ακριβώς το μεθοδολογικό εκείνο αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί κάθε απόπειρα εξαγωγής συμπερασμάτων που αφορούν στην, ατομική ή συλλογική, ιδεολογία (όπως είναι η ταύτιση με ένα συγκεκριμένο έθνος) με μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα που χρησιμοποιεί το άτομο είτε μια ομοιογενής γλωσσικά ομάδα. Πρόκειται εδώ για ένα διαχρονικό φαινόμενο με πλείστα παραδείγματα από την ιστορία (πολλά από αυτά μάλιστα ανήκουν στην επίκαιρη συνάφεια του λεγόμ. «Μακεδονικού»), το οποίο, στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια της σημερινής ανακοίνωσης, θα διατυπώσουμε υπό τη μορφή ενός αξιώματος: ότι δηλαδή ο προφορικός κώδικας, η γλώσσα, δεν αποτελεί ασφαλές και αντικειμενικό κριτήριο για την ανίχνευση της εθνικής συνείδησης.
Με τη διατύπωση, όμως, του αξιώματος αυτού -που, θα το επαναλάβω, επαληθεύθηκε πολλές φορές από το ιστορικό παρελθόν- περνούμε στην καρδιά της προβληματικής του παρόντος συμποσίου, τονίζοντας ότι η υιοθέτησή του από την αμερόληπτη έρευνα σημειώνει ταυτόχρονα και μια αδιαμφισβήτητη πρόοδο στη μακροχρόνια αναζήτηση των παραγόντων εκείνων, οι οποίοι διεμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος των αυτοχθόνων κατοίκων της Χερσονήσου του Αίμου σε φορείς μιας ρωμανικής γλώσσας. Με την πρόοδο αυτή συνδέονται τα ονόματα δύο κυρίως ρωμανιστών, του E.Gamillscheg και του G.Reichenkron, οι οποίοι (από τη δεκαετία του 50 ο πρώτος και από εκείνη του 60 ο δεύτερος) δεν προσπαθούν να ανιχνεύσουν κάποια ιδεολογικά μεγέθη, όπως είναι η εθνογένεσή των ρωμανόφωνων κατοίκων της Βαλκανικής, αλλά εντοπίζουν την έρευνά τους και καταλήγουν σε μια, ικανοποιητική κατά τη γνώμη μου, εξήγηση για τη γένεση των τριών βασικών διαλέκτων της βαλκανικής Ρωμανικής που είναι, όπως είναι γνωστό, η Δακορομανική (η εθνική γλώσσα στη σημ. Ρουμανία και Μολδαβία), η Ιστρορομανική (διάλεκτος η οποία ήταν σε χρήση στα βόρεια δαλματικά παράλια και σήμερα θεωρείται ως νεκρή) και η Αρωμουνική (η γλώσσα των Βλάχων στη σημ. Ελλάδα αλλά και στο βορειότερό της χώρο: στην Αλβανία, τ.Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία).
Με ιδιαίτερα πειστικά επιχειρήματα διαχώρισε ο Gamillscheg δύο διαφορετικά επίπεδα στον κώδικα προφορικής επικοινωνίας, στη γλώσσα, του ατόμου (επίπεδα τα οποία, ας θυμηθούμε, είναι ανεξάρτητα από προσωπικά βιώματα ή ιδεολογία): τον εξωτερικό κώδικα επικοινωνίας (Verkehrsprache), τη γλώσσα δηλαδή με την οποία επικοινωνεί το άτομο με τα όργανα της κρατικής εξουσίας αλλά, στα πλαίσια των εμπορικών συναλλαγών, με άλλα άτομα που έχουν διαφορετική γλωσσική προέλευση και τον εσωτερικό κώδικα επικοινωνίας (Heimsprache) που είναι η σπιτική του λαλιά, η γλώσσα του άμεσου περιβάλλοντός του, το ιδιόλεκτο. Από τον εξωτερικό κώδικα επικοινωνίας, που ήταν στην περίπτωσή μας η γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους στα Βαλκάνια, προέκυψε μια λατινογενής Κοινή γλώσσα, η οποία, βαθμιαία κατέστησε τη ντόπια λαλιά σε ένα υπόστρωμα των σημερινών ρωμανικών διαλέκτων των Βαλκανίων.
Αν, όμως, στο ερώτημα γιατί γεννήθηκε η νεορωμανική αυτή γλωσσική οικογένεια στα Βαλκάνια δίδεται μια πειστική απάντηση από τη θεωρία του Gamillscheg, το ερώτημα που, σε ποιον δηλαδή ακριβέστερα χώρο της ΝΑ Ευρώπης συμπληρώνεται η διεργασία αυτή, παραμένει αναπάντητο. Στον τομέα αυτόν, παρόλο που έχουν ήδη παρέλθει δύο αιώνες έρευνας, εξακολουθεί ο ερευνητής να ανιχνεύσει μέσα σε μια βαριά ομίχλη από θεωρίες, οι οποίες, στο μεγαλύτερο βαθμό τους, υπαγορεύονται από εξωεπιστημονικούς παράγοντες. Οι αιτίες της απορίας μας αυτής (αιτίες που, φοβούμαι, είναι αδύνατο να απαλειφθούν) είναι δύο: η πρώτη είναι η έλλειψη κάποιας ρητής μαρτυρίας στις ιστορικές πηγές, στις οποίες εμφανίζονται για πρώτη φορά οι Βλάχοι μόλις στο τέλος της 6ης δεκαετίας του 10ου αιώνα. Η δεύτερη αιτία είναι η βαριά ομίχλη, την οποία μόλις υπαινίχθηκα: ο γεωγραφικός εντοπισμός της περιοχής που γεννάται η νέα αυτή γλώσσα συνεπάγεται με την ανεύρεση του εθνογενετικού λίκνου των φορέων της· πρόκειται, με άλλα λόγια, για την αρχική κοιτίδα του ρουμανικού έθνους. Το ερώτημα: «Νότια του Δουνάβεως, στον κυρίως βαλκανικό χώρο ή βόρεια στη Δακία και Τρανσυλβανία;» έχει προκαλέσει την παραγωγή μιας τεράστιας βιβλιοθήκης από συγγράμματα και μελέτες. Έργα τα οποία, αν ληφθούν υπόψη οι χαρακτηριστικοί βαλκανικοί ανταγωνισμοί της νεότερης ιστορικής περιόδου, διακρίνονται περισσότερο από τον πατριωτισμό των συντακτών τους παρά για την πειστικότητα των επιχειρημάτων που μας παρέχουν.
Ας έλθουμε, όμως, σε έναν τρίτο τομέα της προβληματικής γύρω από το ρωμανόφωνο στοιχείο, τομέα, ο οποίος βρίσκεται σε άμεση συμφωνία με τις εθνογλωσσικές διεργασίες που διαδραματίζονται κατά τον πρώιμο μεσαίωνα στον άμεσο γεωγραφικό μας χώρο, ιδιαίτερα σ’ αυτήν εδώ την περιοχή μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βεροίας.
Εδώ και αρκετές δεκαετίες απασχολεί την έρευνα ένα ερώτημα, η λύση του οποίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη όσο μεγαλώνει ο αριθμός των πατριωτικών ιστορικών πονημάτων που παράγουν, κυρίως, οι βόρειοι γείτονές μας. Το ερώτημα είναι: πότε ακριβώς εμφανίζονται οι Βλάχοι στον ελλαδικό χώρο και, ειδικότερα, αν εμφανίζονται (ή κατέχονται από βορειότερες περιοχές) πριν ή μετά την έλευση των Σλάβων στη Μακεδονία.
Το ερώτημα αυτό (το οποίο, από όσα γνωρίζω δεν έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την ελληνική έρευνα) αποτελεί ένα ακόμα από τα σημεία διαμάχης κυρίως μεταξύ βουλγάρων και ρουμάνων ιστορικών. Διαμάχη, με προφανείς εξωεπιστημονικές παραμέτρους, η οποία ξεκινά από τις αρχές του αιώνα μας, εντείνεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και, όπως φανερώνει η εκδοτική δραστηριότητα των γειτόνων μας, εξακολουθεί να διατηρεί και σήμερα την έντασή της. Ας συνοψίσουμε όμως τα επιχειρήματα των δύο πλευρών.
Οι ρουμάνοι ιστορικοί, οι οποίοι θεωρούν εκ προοιμίου τους Βλάχους ως ομόγλωσσους και ομοεθνείς αδελφούς, προβάλλουν κυρίως ένα αληθοφανές γλωσσικό επιχείρημα. Στηριζόμενοι στο αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η λατινική γλώσσα επέζησε ως η επίσημη γλώσσα του πρώιμου βυζαντινού κράτους (κυρίως στη διοίκηση και στο στρατό) χαρακτηρίζουν την κάθε αναφορά που υπάρχει στις πρώιμες βυζαντινές για τη χρήση της λατινικής ως απόδειξη της ύπαρξης κάποιας γλωσσικής προγόνου της ρουμανικής, ενώ ο αντίστοιχος φοράς της ανήκει, κατ’ αυτούς του «Πρωτορουμάνους». Το παράδειγμα του Μαύρου, ο οποίος μετονομάζεται πολλές φορές σε Negrul, που αναφέραμε στην αρχή είναι χαρακτηριστικό. Το επιχείρημα όμως αυτό –το οποίο πηγάζει από την προκρούστειο λογική της ταύτισης γλώσσας και ιδεολογίας που προαναφέρθηκε- αποδεικνύει ως ένα συλλογιστικό εφεύρημα, αν ληφθεί υπόψη το χειροπιαστό δεδομένο ότι για το πρώιμο βυζαντινό κράτος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως το τέλος του ως «Βασιλεία Ρωμαίων», η χρήση της λατινικής αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής του θεωρίας για τη ρωμαϊκή του συνέχεια.
Τα επιχειρήματα των βουλγάρων ιστορικών (και η νεότερη παραλλαγή τους: εκείνα των ερευνητών των Σκοπίων είναι δύο και μπορούν να θεωρηθούν –τουλάχιστον ως προς την τυπική τους πλευρά- ως σοβαρότερα. Το πρώτο είναι όπως αποκαλείται στην ιστοριογραφική επιχειρηματολογία, το «επιχείρημα της σιωπής» το argumentum ex silentio. Οι ιστορικές πηγές σιγούν απόλυτα, δεν υπάρχει πουθενά μια μαρτυρία για Βλάχους μέχρι, όπως είπαμε, τις αρχές της 6ης δεκαετίας του 9ου αιώνα. Η μόνιμη εγκατάσταση σλάβων, αντίθετα, (για τους βουλγάρους ιστορικούς: «σλαβοβουλγάρων», για τους σκοπιανούς: «σλαβομακεδόνες») στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης τεκμηριώνεται από τις ελληνικές πηγές ήδη από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα. Άρα οι Βλάχοι εμφανίζονται στο χώρο αυτό πολύ αργότερα από τους Σλάβους. Επιχείρημα η ορθότητα του οποίου ισχύει μέχρις ότου προκύψουν νέα δεδομένα από τις πηγές.
Το δεύτερο είναι ένα έμμεσο επιχείρημα, το οποίο προκύπτει από ένα γλωσσικό δεδομένο, από το όνομα «Βλάχοι», με το οποίο αποκαλούν οι έλληνες τους φορείς του γνωστού ρωμανικού γλωσσικού ιδιώματος. Εθνωνύμιο, το οποίο δανείστηκαν από τους σλάβους, άρα, κατά τους βούλγαρους γλωσσολόγους, ο μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος ήλθε σε επαφή με το εθνολογικό αυτό στοιχείο πολύ αργότερα και οπωσδήποτε μετά την εγκατάσταση των σλάβων στον ελλαδικό χώρο, μετά δηλαδή τον 7ο αιώνα. Οι Βλάχοι, λοιπόν, εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο μετά την έλευση των Σλάβων. Και αυτό το επιχείρημα, για να είμαστε αντικειμενικοί, είναι ορθό, στο βαθμό βέβαια που ανταποκρίνεται σε γλωσσικά δεδομένα· η ιστορική του όμως αξία είναι περιορισμένη, διότι δε γνωρίζουμε, αν οι μεσαιωνικοί μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν, στον προφορικό τους λόγο, κάποιο άλλο όνομα, το οποίο δεν παραδίδεται στις πηγές, για το εθνολογικό αυτό στοιχείο ή αν ακόμα πίσω από τις αρχαϊζουσες ονομασίες που χρησιμοποιούν οι βυζαντινοί ιστορικοί (Σκύθαι, Μυρμιδόνες, Παίονες, Δαρδάνιοι, Μυσοί κ.τ.λ.) δεν κρύβονται οι Βλάχοι.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι στην ιστορικο-εθνική αυτή διαμάχη μεταξύ σλάβων και ρουμάνων ερευνητών το όνομα της Θεσσαλονίκης κατέχει μια θέση-κλειδί, θέση, η οποία για κάθε ουδέτερα τρίτο έχει σαφώς διλημματικό χαρακτήρα (κάτι σαν το κλασικό λογικό αδιέξοδο της κότας με το αυγό). Από το σλαβικό Solun προέρχεται, κατά τους βούλγαρους, το βλάχικο Saruna, άρα οι Βλάχοι δανείστηκαν το όνομα της πόλης από τους σλάβους που βρήκαν εδώ, όταν αργότερα κατέβηκαν από τον Βορρά. Η ονομασία Saruna είναι, αντίθετα, κατά τους ρουμάνους και ορισμένους δυτικούς ερευνητές, η αρχαιότερη.
Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια γρήγορη ματιά στα ιστορικά δεδομένα στα οποία, όπως είπα, η γεωγραφική περιοχή μας έχει μια θέση-κλειδί, πριν προσθέσουμε και εμείς, για πρώτη φορά, ένα νέο επιχείρημα το οποίο αντλούμε από τις πηγές.
Οι μεσαιωνικές ελληνικές πηγές μας παρέχουν επαρκή τεκμήρια και μπορούμε να διαμορφώσουμε μια αντικειμενική εικόνα τόσο για τη σλαβική παρουσία στην περιοχή μεταξύ Βεροίας και Θεσσαλονίκης από τον 7ο έως τις αρχές του 10ου αιώνα, όσο, κυρίως για τη διεργασία εθνολογικής αφομοίωσης στην οποία υπόκεινται οι επήλυδες από την εγκατάστασή τους στο μακεδονικό αυτό χώρο. Το σλαβικό φύλο των Δρουγουβιτών, το οποίο εγκαθίσταται εδώ (και το οποίο, περεμπιπτόντως, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σε άλλες μελέτες μας, δεν είναι εθνογλωσσικά συγγενές με τα υπόλοιπα νοτιοσλαβικά φύλα της περιοχής, αλλά ανήκει στο βόρειο σλαβικό κλάδο) θα ενταχθεί πολύ ενωρίς στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα, διότι, ήδη από τον 8ο αιώνα, το διοικούν διορισμένοι από τη βυζαντινή κεντρική εξουσία ομόγλωσσοί του, οι εμεπεπιστευμένοι άρχοντες, όπως τους αποκαλούν οι πηγές. Η βυζαντινή κεντρική εξουσία εφαρμόζει και εδώ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του ιδρυτού της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου Α΄ (867-886), μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης στο κράτος, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και ο εκχριστιανισμός των φύλων αυτών. Ο εκχριστιανισμός των Δρουγουβιτών θα πρέπει να είχε ήδη συντελεστεί κατά το έτος 879, διότι τότε απαντά για πρώτη φορά στις πηγές η μαρτυρία για την επισκοπή Δρουγουβιτείας.
Ιδιαίτερα σημαντικές στη συνάφεια αυτή είναι οι μαρτυρίες που μας παραδίδει μια αγιολογική πηγή, ο Βίος του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη, ενός εικονολάτρη μοναχού, ο οποίος, γύρω στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, εγκαταλείπει τη μονή του στην πατρίδα του την Ισαυρία και εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη μέχρι το Φθινόπωρο του 842. Λίγο μετά την εγκατάστασή του όμως στην πόλη (γύρω δηλαδή στο 835) αποφασίζει ο Γρηγόριος, όπως παραδίδει ο Βίος του, να μονάσει στα δυτικά της Θεσσαλονίκης «προς τα των Σκλαβηνών μερών όρη», στην περιοχή δηλαδή του Βερμίου, όπου, όπως γνωρίζουμε είναι εγκατεστημένοι οι υπόφοροι προς το Βυζάντιο Δρουγουβίτες. Απόφαση, η οποία εντάσσεται πιθανώς στα πλαίσια μιας εργώδους ιεραποστολικής δραστηριότητος που διεξάγεται στην περιοχή αυτή. Απόφαση, η οποία, τελικά, δε θα πραγματοποιηθεί, διότι, όπως μαθαίνουμε από το Βίο του, προβλέπει ο Γρηγόριος μια πρόσκαιρη αιματηρή στάση «του της εκείνης Σκλαβηνίας εξάρχοντος» που θα συμβεί λίγο αργότερα.
Συγκρατώντας την ένδειξη της πηγής μας για παρουσία σλάβων υπηκόων του Βυζαντίου γύρω στα μέσα της τρίτης δεκαετίας του 9ου αιώνα στην περιοχή του Βερμίου, ας περάσουμε στη μαρτυρία μιας άλλης πηγής που είναι, κατά τη γνώμη μου αποφασιστική για την προβληματική μας. Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, όπως περιγράφει ο εστεμμένος ιστορικός Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, δέχτηκε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (842-867) στο παλάτι μια αντιπροσωπεία από σλάβους που προέρχονταν από την ευρύτερη διοικητική περιοχή (αρχοντία) δυτικά της Θεσσαλονίκης. Οι σλάβοι αυτοί προέρχονταν, αναφέρει ο Πορφυρογέννητος, από την περιοχή της Σουβδελητίας και προσέρχονταν στον αυτοκράτορα για να δηλώσουν την υποταγή και τη μετάνοιά τους, διότι είχαν επαναστατήσει και αφού ανέβηκαν στο βουνό της περιοχής τους, είχαν αρνηθεί πρόσκαιρα την υποταγή τους στη βυζαντινή αρχή.
Παρακάμπτοντας τις ενδιαφέρουσες μαρτυρίες των πηγών μας για τη θέση των σλάβων αυτών στο βυζαντινό κράτος θα μείνουμε για λίγο στο όνομα Σουβδελιτία, το οποίο, όπως διαπιστώνουμε από την πηγή μας στην περιοχή ενός βουνού (κατά τη γνώμη μου: στο Βέρμιο). Το όνομα αυτό δεν είναι φυσικά ελληνικό, αλλά ούτε προέρχεται από τη σλαβική γλώσσα. Μπορεί αντίθετα να ετυμολογηθεί από μία τρίτη γλώσσα, η οποία, τόσο από πλευρά φωνολογίας, όσο και λεξιλογίου, ανταποκρίνεται στα γνωρίσματα της νεορωμανικής γλώσσας των Βλάχων.
Αν η ετυμολόγηση την οποία προτείνουμε είναι ορθή, τότε έχουμε, νομίζω μια σοβαρή ένδειξη από τις πηγές ότι οι σλάβοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κατά τον 7ο αιώνα στην υπόρεια περιοχή (κατά τη γνώμη μου στην περιοχή του Βερμίου) που ονομάζεται Σουβδελιτία, πιθανώς δανείστηκαν το όνομα αυτό από τους Βλάχους που προϋπήρχαν εκεί. Οπωσδήποτε όμως η είδηση για τη Σουβδελιτία αποτελεί την πιο πρώιμη είδηση για τη γλωσσική παρουσία Βλάχων (μέσα του 9ου αιώνα) μια και η επόμενη χρονικά είδηση απαντά περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα (το έτος 976) στο Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτση.
------------------------------------------------------
Πτυχές της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Βαλκανικών λαών
Η νέα περίοδος για την ιστορία ολόκληρης της Ευρώπης, που ανέτειλε μετά το 1989, κατέστησε και πάλι επίκαιρη τη ρήση που αποδίδεται στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ότι δηλαδή η ιστορία των λαών υπαγορεύεται από τη γεωγραφική τους θέση. Αξίωμα, το οποίο, ασφαλώς για το Ναπολέοντα (όπως και για κάθε πολιτικό) είχε τη δική του, συναφή με τα σχέδιά του, ντετερμινιστική σημασία. Αντίθετα, για τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, με την αφελή ίσως φιλοδοξία που τον χαρακτηρίζει, η ρήση αυτή αποκτά, ιδιαίτερα στις μέρες μας, ένα διαφορετικό νόημα. Στο σύντομο, λοιπόν, αυτό χαιρετισμό σε ένα συνέδριο οδοντιάτρων από το Βαλκανικό χώρο, που γίνεται στη γενέθλιο πόλη του, επέλεξε ο ομιλητής να παρουσιάσει δύο πτυχές από τη μακραίωνη συμβίωση των λαών μας στη γωνιά αυτή της Ευρώπης. Από το πλήθος των κοινών μας πολιτιστικών στοιχείων θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μια, όχι τόσο ευχάριστη είναι η αλήθεια, πτυχή της καθημερινότητας κατά το παρελθόν, ενώ στο δεύτερο μέρος, θα ανιχνεύσουμε την κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη Θεσσαλονίκη.
1. Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο φυλασσόταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε –μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: «Ευχή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια…». Κείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθοδόξους λαούς (από τη Ρωσία μέχρι τα Βαλκάνια) η λατρεία προς τους δύο Αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Ανάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vlaci, όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Βαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι –όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου. Έτσι, η αντίληψη αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού (επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Βαβυλώνας, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) και την ονομασία τερηδών (που αρχικά σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην λαϊκή παράδοση των λαών της Β.Ευρώπης και της Σκανδιναβίας.
Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Αξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.
Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Βαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F.Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Μακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα «ιατροσόφιον ωφέλιμον» του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Κωνσταντίνο Ριζιώτη «την τέχνην ιατρού». Οι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: «Εις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος όπου πονεί να λέγη το Κύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται».
2. Το έτος 1537 ένας εβραίος ποιητής από τη Φεράρα, ο Σαμουέλ Ούσκουε, θα αποκαλέσει πρώτος τη Θεσσαλονίκη «μητέρα του Ισραήλ». Προσδιορισμός, που αντανακλά όχι μόνο τη σημασία της Μακεδονικής μητρόπολης για τον εβραϊκό πολιτισμό, αλλά αποδίδει πιστά μια έκφανση της διαχρονικά κοσμοπολιτικής της φυσιογνωμίας.
Πράγματι, η χριστιανική πόλη του Αγίου Δημητρίου δεν είναι, το 1492, απλώς το καταφύγιο για τους χιλιάδες καταδιωγμένους από την Καστίλια και την Αραγώνα, αλλά θα γίνει η στοργική μάνα με τις φημισμένες συναγωγές, όπου ανθούν οι βιβλικές σπουδές κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, αλλά και εκείνη, όπου, το 1655, θα διχάσει με τα κηρύγματά του ο ψευδο-Μεσσίας Σαμπετάι Σεβή την εβραϊκή κοινότητα· η πόλη των εβραίων πατρικίων, αλλά και των προλετάριων της πρώτης σοσιαλιστικής ομοσπονδίας στην Ελλάδα, της «Φεντερασιόν» του Α.Μπεναρόγια· η πόλη, τέλος, οι δρόμοι της οποίας αντηχούσαν επί αιώνες τα σπανιόλικα λαϊκά τραγούδια, μέχρι το τραγικό τέλος του ολοκαυτώματος, το Φλεβάρη του 1943.
Η «εν ταις υπ’ ουρανόν πόλεσι πάνυ λαμπρόν φαίνουσα» Θεσσαλονίκη (κατά το σοφό μητροπολίτη της Ευσταθίο του 12ου αιώνα) αποτελεί το χώρο εκείνο, όπου ένας μακρόθυμος genius loci, μια εντόπια θεότητα, ευνόησε τη γένεση και την ανάπτυξη μιας πολυσχιδούς πνευματικής ατμοσφαίρας, που ξεπερνά τα στενά όρια μιας και μόνο εθνοφυλετικής κοινότητας. Η τοπική αυτή ιδιαιτερότητα της βυζαντινής συμβασιλεύουσας είναι ακριβώς εκείνη, που θα την αναδείξει σε ένα κατεξοχήν πρωτογενείς πνευματικό κέντρο των ομοδόξων μας σλαβικών λαών, οι οποίοι δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν τη γενέτειρα των δύο Ελλήνων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου ως λίκνο του δικού τους πολιτισμού.
Η αχλύς του μυθικού, του υπερβατικού, περιβάλλει στη σλαβική παράδοση τη Θεσσαλονίκη ήδη από τις πρώτες στιγμές της ελληνο-σλαβικής συνάντησης, όταν, στις αρχές του έβδομου αιώνα, αντικρύζουν τα σλαβικά φύλα για πρώτη φορά τα θεώρατά της τείχη. Το όνομα που θα της δώσουν (Solun), θεωνύμιο από την υπερβατική σφαίρα της παγανιστικής τους θρησκείας, αντανακλά το δέος με το οποίο προσέρχονται οι επήλυδες στον κόσμο της καθ’ ημάς Ανατολής. Κατά τους δέκα τρεις αιώνες που έχουν κυλήσει από τότε, η Θεσσαλονίκη θα χαραχθεί στη συνείδηση των λαών αυτών της Βυζαντινής κοινοπολιτείας ως η κοιτίδα του γραπτού τους πολιτισμού.
Πριν από χίλια εκατό και πλέον έτη, η εμπορική επικοινωνία της πόλης με τα σλαβικά φύλα που είναι εγκατεστημένα στα περίχωρά της και στην ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα λειτουργεί άριστα και οι Θεσσαλονικείς διάγουν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ντόπιου χρονικογράφου Ιωάννη Καμινιάτη, «εν θαυμάσια ειρήνη» με τους αλλόγλωσσους γείτονές τους. Η Θεσσαλονίκη, προπύργιο απόρθητο της Ρωμιοσύνης, έχει από την πρώτη στιγμή, το δικό της τρόπο να «κατακτήσει» τον σλαβικό της περίγυρο. Το ειρηνικό modus vivendi, η ανεκτικότητα απέναντι στους αλλόγλωσσους γείτονες και η αρμονική οικονομική συμβίωση είναι η μέθοδος που κατέχουν τόσο σοφά οι κάτοικοί της· μέθοδος που, σήμερα όπως και τότε, συναντά την κοντόφθαλμη καχυποψία της Πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό και με επίκαιρες αναλογίες είναι το επεισόδιο που μας παραδίδει, από το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα, ένας ανώνυμος κληρικός της πόλης του Αγίου Δημητρίου: όταν, ύστερα από αναφορές του διορισμένου επάρχου, οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη ένας γειτονικός σλάβος φύλαρχος, ήταν και οι πρόκριτοι των Θεσσαλονικέων μεταξύ εκείνων που παρακάλεσαν τον αυτοκράτορα να τον απελευθερώσει.
Ο 9ος αιώνας, αλλά και εκείνοι που θα τον ακολουθήσουν, θα αποδειχθεί σημαδιακός για την πνευματική ατμόσφαιρα της πόλης, αλλά και αποφασιστικός για την ανύψωση ενός ολόκληρου κόσμου από το στάδιο του προφορικού σε εκείνο του γραπτού πολιτισμού. Κατά τα έτη 840-843 το μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης κοσμεί μια προσωπικότητα που θα αναδειχθεί σε σκαπανέα για την πρόοδο των θετικών επιστημών: ο μητροπολίτης Λέων είναι εκείνος που, στα νιάτα του ακούραστος συλλέκτης παλαιών χειρογράφων από απρόσιτες βιβλιοθήκες, θα ανασύρει από τη λήθη τις ξεχασμένες θεωρίες των Αλεξανδρινών μαθηματικών και θα επαναδιατυπώσει το Ευκλείδιο Θεώρημα, για να το μεταδώσει στους σοφούς του Χαλιφάτου της Βαγδάτης, από όπου, αιώνες αργότερα, θα περάσει στη «φωτισμένη» Δύση.
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Λέων, είναι εκείνος που, μόνος σε έναν κόσμο υποτελή στην υπερβατική «επιταγή του γράμματος», αναγνωρίζει μια λησμονημένη αντικειμενική Αλήθεια: ότι τα γράμματα του αλφαβήτου που θεωρούνται ως ιερές και απόλυτες αξίες δεν είναι παρά σημεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα για την κατανόηση αντικειμενικών μαθηματικών νόμων και αρμονικών γεωμετρικών σχέσεων. Η επαναδιατύπωση, ύστερα από πέντε περίπου αιώνες λήθης, του αλγεβραϊκού συμβολισμού αποτελεί το δώρο που προσέφερε στην παγκόσμια επιστημονική σκέψη, ο λησμονημένος ίσως από πολλούς σήμερα μητροπολίτης του «σκοτεινού» Μεσαίωνα.
Μέσα από την ιστορική αλληλουχία αναδεικνύεται όμως και μια δεύτερη, εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, διάσταση της προσφοράς του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Λέοντα. Ένας μαθητής του, ο Κωνσταντίνος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 827, θα εφαρμόσει τη διδασκαλία του στην πράξη, με αποτελέσματα που θα επιφέρουν μια, κυριολεκτικά, πολιτισμική επανάσταση: πρώτος αυτός (που θα περάσει στην Ιστορία ως ο φωτιστής των Σλάβων Άγιος Κύριλλος) θα μελετήσει τη γλώσσα των σλαβικών φύλων, που είναι εγκατεστημένα στα περίχωρα της γενέθλιας πόλης του, για να μεταφέρει σε ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου το μήνυμα Αγάπης και Ειρήνης του Ευαγγελίου.
Όργανο του γραπτού λόγου, που θα θεμελιώσει στο εξής την αυτόνομη ύπαρξη των ορθοδόξων σλάβων μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτισμική σύνθεση, θα είναι το γλαγολιτικό αλφάβητο, μια πρωτοποριακά ιδιοφυής σύλληψη του Κωνσταντίνου, ένα σύστημα γραφικών συμβόλων που αποδίδουν επακριβώς τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της σλαβικής λαλιάς που ακουγόταν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης κατά τον 9ο αιώνα. Ο μεσαιωνικός ελληνισμός και, ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη του «σκοτεινού» 9ου αποτελούν, λοιπόν, ένα λαμπρό φάρο για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο και παράδειγμα μακρόθυμης ανεκτικότητας της καθ’ ημάς Ανατολής. Αντικειμενικό δεδομένο, το οποίο δε λησμονούν σήμερα όλοι οι ομόδοξοί μας σλαβικοί λαοί, οι οποίοι δεν έχουν πάψει να τιμούν, έστω και με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος, τη μνήμη των δύο Αγίων Θεσσαλονικέων αδελφών.
-----------------------------------------------------------
Από την επικοινωνία Ελλήνων και Σλάβων κατά το Μεσαίωνα: η σλαβική ονοματοθεσία της Θεσσαλονίκης
Το θέμα που θα μας απασχολήσει εδώ έχει μια διαχρονική, άρα επίκαιρη, έκφανση. Στις μέρες μας (που σύνορα – φραγμοί ξανάνοιξαν το δρόμο σε μυριάδες ανθρώπινες ελπίδες για μια καλύτερη τύχη) ζωντανεύουν και πάλι σκηνές καθημερινής επικοινωνίας στην πόλη μας, που, απαράλλακτες, θα εκτυλιχθούν πριν από 13 αιώνες γύρω από τα κραταιά της τείχη. Ο «ξένος» που απλώνει τη φτηνή πραμάτεια του μπροστά στον «ντόπιο», ο αλλόγλωσσος που είναι πρόθυμος να βοηθήσει με μικρό αντάλλαγμα στη σοδειά του γηγενή, είναι οι καθημερινές εκείνες σκηνές του τότε και του σήμερα. Όπως οι ρωσόφωνοι πωλητές στις λαϊκές αγορές, οι βούλγαροι εποχιακοί εργάτες γης ή οι αλβανοί που σιτίζονται δωρεάν στη φοιτητική λέσχη αποτελούν για μας τη θεατή, την «καθημερινή» όψη των «μεγάλων» γεγονότων που συντελούνται σήμερα στην Α.Ευρώπη, έτσι και οι σλάβοι γεωργοί που εγκαθίστανται κατά την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα γύρω από τη Θεσσαλονίκη είναι για τους βυζαντινούς μας προγόνους η ορατή πλευρά του φαινομένου που θα καταγραφεί στην Ιστορία ως «κάθοδος των Σλάβων».
Η ιστορική θεώρηση από τη σκοπιά του «μικρού» ανθρώπου μας οδηγεί, λοιπόν, στο ερώτημα: ποια είναι η εικόνα που θα αποκομίσει το γηγενές, το ελληνόφωνο, στοιχείο για τους Σλάβους, όταν οι τελευταίοι θα εγκατασταθούν (μέσα στις πρώτες στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα) σποραδικά κατά φύλα στον ελλαδικό χώρο; Ποιες είναι οι ιδεολογικές προϋποθέσεις, τα αισθητικά κριτήρια, η νοοτροπία που υπαγορεύουν κάποια διυποκειμενικά, συλλογικά στερεότυπα, μέσα στα οποία εντάσσουν οι γηγενείες Γραικοί τους νεοφερμένους «βαρβάρους» και πως αντικρύζουν οι τελευταίοι τον καινούργιο κόσμο; Με άλλα λόγια: ποια είναι τα στοιχεία στη νοοτροπία και των δύο πλευρών, που χαρακτηρίζουν το ξένο;
Στο, αυτονόητα διαχρονικό, αυτό ερώτημά μας βοηθούν να απαντήσουμε, έστω και αποσπασματικά, τα λίγα σπαράγματα από ιστορικά τεκμήρια που έχουν διασωθεί.
Σε ό,τι αφορά στην ελληνόφωνη πλευρά: οι λιγοστές ενδείξεις από τις πηγές μας διασώζουν μιας εικόνα, η οποία, σε πολύ αδρές γραμμές, φανερώνει κάποια κοινωνιολογική διαφοροποίηση. Διαφορετικά είναι, έτσι, τα κριτήρια (ή τα στερεότυπα), κάτω από το πρίσμα των οποίων θα δει το ξένο αυτό φύλο ο βυζαντινός λόγιος, από εκείνα που θα διαμορφώσουν την εικόνα του απλού, του «καθημερινού», Γραικού για τον καινούργιο του γείτονα.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα μιαν από τις πλέον πρώιμες ενδείξεις. Η εικόνα που παραδίδει ο ανώνυμος συντάκτης του δευτέρου βιβλίου των «Θαυμάτων» του Αγίου Δημητρίου για τα σλαβικά φύλα, που έχουν εγκατασταθεί από τις αρχές του 7ου αιώνα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, προδίδει τα σημάδια μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Για τον ανώτερο αυτό κληρικό της Θεσσαλονίκης, ο οποίος παρακολουθεί ως αυτόπτης τα γεγονότα που διαδραματίζονται έξω από τα τείχη της πόλης του, το γνώρισμα εκείνο που ξεχωρίζει το ξένο αυτό εθνολογικό στοιχείο από τα μέλη του ποιμνίου του είναι ο διαφορετικός ηθικός κώδικας, στον οποίο εκείνο υπακούει. Η «διαφορετικότητα» των Σλάβων δεν περιγράφεται από το συντάκτη της πηγής μας ως μια εθνολογική κατηγορία, αλλά ταυτίζεται με το δεδομένο ότι αποτελούν εκείνοι το «ειδωλόπηκτον και αθεμιτόγαμον και παράνομον έθνος».
Το κατεξοχήν, όμως, κριτήριο, που ισχύει τόσο κατά το Μεσαίωνα όσο και σήμερα, δεν είναι παρά η αρχέγονη, η ενστικτώδης αισθητική αντίληψη για το ομοειδές: στα μάτια ενός δεδομένου, εθνογλωσσικά συμπαγούς, συνόλου ξεχωρίζει ο «ξένος» από τη διαφορετική του εξωτερική εμφάνιση καθώς και από το διαφορετικό κώδικα προφορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιεί. Ο κανόνας αυτός βρίσκει την επιβεβαίωσή του και στη μαρτυρία του ανωνύμου συντάκτη των «Θαυμάτων», ο οποίος μας πληροφορεί ότι ο σλάβος φύλαρχος, ο «φορων ρωμαιον σχημα και καλων τη ημετέρα διαλέκτω», μπορεί, ανενόχλητος και απαρατήρητος, να κυκλοφορεί ανάμεσα στους πολίτες της Βασιλεύουσας.
Το «αλλότριον είδος», τα διαφορετικά φυλετικά γνωρίσματα, είναι η πρώτη εικόνα των Γραικών για τους επήλυδες· μια εικόνα που θα μείνει ανεξίτηλη, μέχρις ότου αφομοιωθούν γλωσσικά οι Σλαβοί που έχουν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο. Η περίπτωση των Σλάβων της Πελοποννήσου (μιας περιοχής, όπου μαρτυρείται από τις πηγές μόνιμη η εγκατάσταση Σλάβων από το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα, αλλά και η διαδικασία της εθνολογικής του αφομοίωσης κατά τη διάρκεια των επομένων οκτώ εκατονταετιών) είναι χαρακτηριστική: Τους Σλάβους εκείνους, που θα εγκατασταθούν πολύ πριν από τα μέσα του 9ου στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου (στη σημ. Μεσσηνιακή Μάνη) και θα διατηρήσουν τη γλωσσική τους ταυτότητα μέχρι σχεδόν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι γηγενείς Γραικοί θα τους ξεχωρίσουν σύμφωνα με ένα, ξέχωρο γι’ αυτούς, εξωτερικό γνώρισμα. Οι αλλόγλωσσοι με την καστάνη, τη μελένια κόμη, οι Μελιγγοί, είναι το ελληνικό εθνωνύμιο, με το οποίο παραδίδεται το σλαβικό αυτό φύλο στις πηγές.
Με την παραπάνω, όμως, ονοματοδοσία επιβεβαιώνει η μαρτυρία του απλού ελληνόφωνου κατοίκου της Πελοποννήσου τις ειδήσεις που μας παραδίδει ο λόγιος ιστορικός της ιουστινιάνειας περιόδου, ο Προκόπιος, για το «είδος» (την εξωτερική εμφάνιση) των σλαβικών φύλων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα: «Ευμήκεις τε γαρ και άλκιμοι διαφερόντως εισίν άπαντες, τα δε σώματα και τας κόμας ούτε λευκοί εσάγαν ή ξανθοί εισίν ούτε πη ες το μέλαν αυτοις παντελως τέτραπται, αλλ’ υπέρυθροι εισίν άπαντες».
Μιαν έκφανση του φαινομένου που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε εδώ αποτελεί και η συλλογική συμπεριφορά εκείνη, η οποία θεωρείται κατ’ αρχήν ότι χαρακτηρίζει μόνο τα κοινωνικά σύνολα μιας πιο πρόσφατης περιόδου. Πρόκειται για το φαινόμενο εκείνο, το οποίο συμβατικά –για ν’ αποφύγουμε τη χρήση όρων, όπως «ρατσισμός» ή «φυλετική προκατάληψη», που είναι φορτισμένοι με σύγχρονές μας ιδεολογικές κατηγορίες- θα αποκαλούσαμε εδώ ως το «σύνδρομο του Shylock». Ο ορισμός που θα μπορούσαμε να δώσουμε στο σύνδρομο αυτό θα ήταν ότι πρόκειται για την: «επιδεικτικά εμφανή άρνηση ενός, κατά κανόνα, ευπόρου κοινωνικού στρώματος να αποδεχθεί ως ισότιμο μέλος του τον ξένο που αναρριχήθηκε μεν οικονομικά, φέρει, ωστόσο, εμφανή τα γνωρίσματα (ξενική προφορά, φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά κ.τ.λ.) της αλλοδαπής προέλευσής του».
Ως αυτονόητα διαχρονικό φαινόμενο, η συλλογική αυτή συμπεριφορά δεν παύει να χαρακτηρίζει και τα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα μόνο παράδειγμα –το οποίο, άλλωστε, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη θεματική μας-, στην περίπτωση του Νικήτα από την Πελοπόννησο. Ο, προφανώς σλαβικής καταγωγής, πλούσιος αυτός γαιοκτήμονας από την επαρχία κατόρθωσε μεν να ανέλθει κοινωνικά μέχρι το παλάτι της Βασιλεύουσας, μια και πάντρεψε την κόρη του Σοφία με το Χριστόφορο, το γιο του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, δεν κατάφερε, ωστόσο, να αποφύγει τα χαιρέκακα σχόλια του αυλικού περιβάλλοντος για τη φυσιογνωμία του που θύμιζε, δήθεν, την ξενική του προέλευση. Παραδόθηκε, λοιπόν, ο Νικήτας, ο συμπέθερος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄, στη μνήμη των μεταγενέστερων ως η «γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη»· ο άνθρωπος με τη «σλαβική» φυσιογνωμία.
Ας περάσουμε όμως, εγκαταλείποντας την πλευρά των «Γραικών» (με όσες αντιδράσεις τους απέναντι στους «βαρβάρους» μας επιτρέπουν να ψηλαφήσουμε οι πηγές), στην απέναντι, την, φαινομενικά, «βουβή» πλευρά. Εδώ, νομίζω, η μέθοδος της ιστορικής ιχνηλάτησης μέσω των παραθεμάτων από αφηγηματικές πηγές, θα αποτελούσε ματαιοπονία: οι μάρτυρές μας (τα ξένα αυτά φύλα που εγκαθίστανται στον ελλαδικό χώρο κατά τον 7ο αιώνα, αλλά και ολόκληρος ο σλαβικός κόσμος) επικοινωνούν και εκφράζονται αποκλειστικά με το δικό τους, τον προφορικό κώδικα. Από τον κόσμο, ωστόσο, αυτόν του προφορικού πολιτισμού έχουν διασωθεί σπαράγματα –μάρτυρες παό την εποχή της άφιξης των σλαβικών φύλων στο γεωγραφικό μας χώρο. Τα τοπωνύμια με σλαβικό έτυμο που έχουν «απολιθωθεί» στην Ελλάδα δεν αποτελούν μόνο γλωσσικά κατάλοιπα, αλλά, παράλληλα, διασώζουν πτυχές από το σημειωτικό κώδικα του γλωσσικού τους φορέα, των Σλάβων της Ελλάδος. Από την άποψη αυτήν, αποτελούν τα τοπωνύμια ιστορικά τεκμήρια και, ταυτόχρονα, τη μοναδική μαρτυρία που έχει διαφυλάξει σπαράγματα, έστω, από τη θεώρηση της «άλλης» πλευράς, εκείνης που θα παραμείνει «βουβή» στις γραπτές ιστορικές πηγές.
Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί εδώ ότι η συλλογή ιστορικών πληροφοριών με τη βοήθεια της ιστορικής γλωσσολογίας από γλωσσικά κατάλοιπα (μια «λύση αμηχανίας» για τον καθαρόαιμο ιστορικό) δεν αποτελεί βέβαια νεωτεριστικό εγχείρημα: σχεδόν το σύνολο των πορισμάτων, στα οποία έχουμε καταλήξει και τα οποία ρίχνουν κάποιο φως στην προϊστορία των σλαβικών φύλων –πριν δηλαδή εμφανιστούν εκείνα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, στις ιστορικές πηγές-, στην αρχική τους κοιτίδα, στις επαφές με άλλους λαούς, στην οικονομική και πολιτειακή τους οργάνωση κ.τ.λ., οφείλονται στη γλωσσολογική έρευνα. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την ετυμολόγηση της σλαβικής ονοματοδοσίας της μεγαλούπολης εκείνης, έξω από τα τείχη της οποίας θα εγκατασταθεί κατά την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα το νέο αυτό εθνογλωσσικό στοιχείο, θα προσπαθήσουμε να δούμε και μεις τα πρώρα στάδια επικοινωνίας του ελληνικού με το σλαβικό κόσμο από την οπτική γωνία του δευτέρου.
Η σλαβική ονοματοδοσία της μακεδονικής μητροπόλεως δεν έχει μέχρι σήμερα διευκρινισθεί ικανοποιητικά. Όλες οι προσπάθειες ετυμολόγησης του σλαβικού ονόματος Solun ξεκινούν από την προϋπόθεση ότι αυτό προήλθε είτε από το δημώδη τύπο Σαλονίκη, είτε από τον τύπο Saruna της Αρωμουνικής. Η ερμηνεία όμως αυτή προσκρούει σε μιαν ανυπέρβλητη, κατά τη γνώμη μου, δυσκολία, μια και δε μας παρέχει μια ευλογοφανή εξήγηση, γιατί αποβλήθηκε η κατάληξη –ίκη στα σλαβικά. Η επικρατέστερη από τις παρόμοιες προσπάθειες ετυμολόγησης (η οποία διατυπώθηκε πριν από 60 περίπου χρόνια από το βούλγαρο γλωσσολόγο Stojan Romanski) λαμβάνει, μάλιστα, ως δεδομένο ένα εξωγλωσσικό φαινόμενο, το οποίο είναι αδύνατο να καταδειχθεί: κατά το βούλγαρο γλωσσολόγο οι Σλάβοι, ακούγοντας τον τύπο «Σαλουνίκ» εξέλαβαν την κατάληξη ικ(η) ως υποκοριστικό επίθημα και, επειδή τους φαινόταν παράλογο να χρησιμοποιούν για μια μεγαλούπολη ένα υποκοριστικό όνομα, απάλειψαν με την καθημερινή χρήση του ονόματος της «υποκοριστική» κατάληξη –ικη.
Η λύση, ωστόσο, είναι απλούστερη και ανταποκρίνεται απόλυτα στη μορφολογία των σλαβικών γλωσσών: το όνομα Solun αποτελεί παράγωγο που σχηματίστηκε από το προσηγορικό Solь = «αλάτι» μέσω του επιθήματος –un. Θα μπορούσαμε λοιπόν, περνώντας στο σημασιολογικό περιεχόμενο του ονόματος, να συμπεράνουμε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν για τους Σλάβους η «πόλη του αλατιού», ερμηνεία που ενισχύεται, άλλωστε, από μαρτυρίες του 7ου αιώνα για την ύπαρξη μεγάλων αλυκών στην πόλη του Αγίου Δημητρίου.
Αξίζει, όμως, να σημειωθεί εδώ ότι η ονοματοδοσία αυτή δε φέρει ένα από τα επιθήματα, με τα οποία σχηματίζονται τα συνήθη σλαβικά τοπωνύμια. Το επίθημα «un», όπως πολύ πειστικά έδειξε ο R.Jakobson, χαρακτηρίζει κατά την πρώιμη αυτή περίοδο (7ος αιώνας) αποκλειστικά τα θεοφόρα και τα μυθολογικά ονόματα της Κοινής Σλαβικής. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποθέσει κανείς ότι οι «βάρβαροι» εξωτερίκευσαν το δέος με το οποίο αντίκρυζαν την «πόλη του αλατιού» (πολύτιμου οικονομικού αγαθού για την εποχή εκείνη), προσδίδοντας σ’ αυτήν ένα όνομα-ταμπού;
Θα διστάζαμε ίσως να απαντήσουμε καταφατικά, αν δε μας ενθάρρυνε η ύπαρξη ενός δεύτερου, ταυτόσημου τεκμηρίου στον ελληνικό χώρο: η σλαβική ονομασία της Λαμίας, πόλης που δεσπόζει στο σιτοβολώνα της Α.Στερεάς, είναι Zitun (=Ζητούνι). Τοπωνύμιο που, μορφολογικά, έχει την ίδια προέλευση, μια και σχηματίστηκε με το ίδιο ακριβώς επίθημα (-un) από το σλαβικό προσηγορικό zito = «σιτάρι».
Το σημειωτικό ζεύγος «ψωμί-αλάτι» που αντανακλάται από τα δύο σλαβικά τοπωνύμια έχει αρχέγονες ρίζες στη σλαβική παράδοση που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας ως τελετουργικός συμβολισμός κατά την τιμητική υποδοχή των ξένων. Η ανίχνευσή του στον προφορικό κώδικα των Σλάβων εκείνων, που διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο ως έποικοι και καλλιεργητές, θα μας επέτρεπε ίσως να δούμε και εμείς σήμερα από τη δική τους σκοπιά το νέο κόσμο που θα τους περιβάλλει, μέχρις ότου απωλέσουν οριστικά την εθνογλωσσική τους ταυτότητα.
Friday, August 10, 2007
Aπό την προϊστορία του σλαβικού κόσμου: Oι Nευροί του Hροδότου
Eίναι γνωστό πως η σημερινή εθνοτική φυσιογνωμία της Kεντρικής , της Nότιας και της Aνατ. Eυρώπης είναι, κατά κύριο λόγο, το αποτέλεσμα μιας εθνογενετικής διεργασίας, η οποία εκτυλίσσεται στο γεωγραφικό αυτόν χώρο κατά τη διάρκεια του β’ μισού της πρώτης μετά Xριστόν χιλιετίας. Oι σημερινοί σλαβικοί λαοί, με άλλα λόγια, προέρχονται από πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν στον κυρίως ευρωπαϊκό χώρο από την περιοχή της σημ. K. Oυκρανίας, την αρχική κοιτίδα των σλαβικών λαών.
H διαπίστωση ότι στην Kοινή Σλαβική (τον γλωσσικό κώδικα από τον οποίο προέρχονται οι σημερινές σλαβικές γλώσσες) υπάρχουν δάνειες λέξεις από γλώσσες, οι φορείς των οποίων είναι εγκατεστημένοι κατά το διάστημα 500 π.X.- 500 μ.χ. σε γεωγραφικές περιοχές που μας είναι γνωστές, μας οδηγεί, κατ’ αναλογίαν, στον προσδιορισμό της αρχικής κοιτίδαςτων σλαβικών λαών.
Kεντρική σημασία για την εδραίωση του επιχειρήματος αυτού αποκτά το δεδομένο ότι η Kοινή Σλαβική παρουσιάζει ένα στρώμα από δάνειες λέξεις, η προέλευση των οποίων είναι ιρανική. Πβ. π.χ. τους όρους της Kοινής Σλαβικής από τα σημασιολογικά πεδία της θρησκείας ( bog=”θεός”, raj= “παράδεισος”, svet =”άγιος” κλπ.), της τεχνολογίας (topor=”πέλεκυς”, kot=”καλύβα,σταύλος”, casa=”κούπα”), της πανίδας (sobaka= “σκύλος”,chomestor= “το θηλαστικό Hamster” ), τα εθνωνύμια (ονομασίες σλαβικών φύλων) Άνται, Kροάται, Σέρβοι κ.α.) , των οποίων το αρχικό έτυμο ανάγεται σε ιρανικές γλώσσες. Tο δεδομένο αυτό οδήγησε την έρευνα στο συμπέρασμα ότι η αρχική κοιτίδα των Σλάβων θα πρέπει γεωγραφικά να γειτνίαζε με περιοχές, όπου ήταν εγκατεστημένα σκυθικά φύλα, τα οποία, όπως είναι γνωστό, ανήκαν στην ιρανική γλωσσική οικογένεια.
Eπειδή όμως γνωρίζουμε ότι, από τον 7ο π.X. αι., η περιοχή των σκυθικών φύλων εκτεινόταν στα B. του Eυξείνου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Δουνάβεως και Δόν, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι βόρειοι γείτονές τους, οι Σλάβοι, είχαν εγκατασταθεί (περίπου από τον 5ο αι. π.X.) στη NΔ. Pωσία, τη σημερινή Oυκρανία, στη δασώδη δηλ. γεωγραφική ζώνη που βρίσκεται στα BΔ των στεπών B. του Eυξείνου Πόντου.
Tα γλωσσικά αυτά δεδομένα για την προϊστορία του σλαβικού κόσμου συμπληρώνουν οι έμμεσες πληροφορίες που αντλούμε από τις αναφορές του Hροδότου για τους Nευρούς, έναν λαό της ευρωπαϊκής Σαρματίας που κατοικεί στη Nευρίδα γή στις πηγές του Δνείστερου. Oι Nευροί εγκαταστάθηκαν εκεί, κατά τον Hρόδοτο, μια γενεά πρίν από την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών (513 π.X.). Mολονότι δεν ήταν σκυθικής καταγωγής, είχαν τα ίδια με τους Σκύθες ήθη και έθιμα, θεωρούνταν μάγοι και πιστεύονταν ότι: “έτους εκάστου άπαξ των Nευρών έκαστος λύκος γίνεται ημέρας ολίγας και αύτις οπίσω ες ταυτό κατίσταται” (Hροδ. IV,105).
Oι πληροφορίες που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου ενισχύουν την ένδειξη ότι οι «Nευροί» ταυτίζονται με τους Σλάβους της πρώιμης περιόδου («Πρωτοσλάβοι»), διότι, πρώτον, υπάρχει σαφής αναφορά στην οικονομική τους οργάνωση, που διαφέρει από εκείνην των υπόλοιπων σκυθικών φύλων: οι Nευροί είναι , κατά τον Hροδοτο, γεωργοί , σε αντίθεση με τους Σκύθες που είναι νομάδες.
Mια δεύτερη ένδειξη που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου είναι το φαινόμενο της λυκανθρωπίας (δηλαδή: η τελετουργική μύηση των αρρένων μελών της φυλής) που χαρακτηρίζει τις υπερβατικές δοξασίες των σλαβικών λαών, ακόμα και μετά τον εκχριστιανισμό τους.
Mια τρίτη, τέλος, ένδειξη είναι το έτυμο, η προέλευση, του εθνωνυμίου «Nευροί», το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς, ανταποκρίνεται στη μορφολογία της σλαβικής γλώσσας [ πβ. Z. Golab, The Origins of the Slavs, Columbus 1991,σ. 282-283].
H διαπίστωση ότι στην Kοινή Σλαβική (τον γλωσσικό κώδικα από τον οποίο προέρχονται οι σημερινές σλαβικές γλώσσες) υπάρχουν δάνειες λέξεις από γλώσσες, οι φορείς των οποίων είναι εγκατεστημένοι κατά το διάστημα 500 π.X.- 500 μ.χ. σε γεωγραφικές περιοχές που μας είναι γνωστές, μας οδηγεί, κατ’ αναλογίαν, στον προσδιορισμό της αρχικής κοιτίδαςτων σλαβικών λαών.
Kεντρική σημασία για την εδραίωση του επιχειρήματος αυτού αποκτά το δεδομένο ότι η Kοινή Σλαβική παρουσιάζει ένα στρώμα από δάνειες λέξεις, η προέλευση των οποίων είναι ιρανική. Πβ. π.χ. τους όρους της Kοινής Σλαβικής από τα σημασιολογικά πεδία της θρησκείας ( bog=”θεός”, raj= “παράδεισος”, svet =”άγιος” κλπ.), της τεχνολογίας (topor=”πέλεκυς”, kot=”καλύβα,σταύλος”, casa=”κούπα”), της πανίδας (sobaka= “σκύλος”,chomestor= “το θηλαστικό Hamster” ), τα εθνωνύμια (ονομασίες σλαβικών φύλων) Άνται, Kροάται, Σέρβοι κ.α.) , των οποίων το αρχικό έτυμο ανάγεται σε ιρανικές γλώσσες. Tο δεδομένο αυτό οδήγησε την έρευνα στο συμπέρασμα ότι η αρχική κοιτίδα των Σλάβων θα πρέπει γεωγραφικά να γειτνίαζε με περιοχές, όπου ήταν εγκατεστημένα σκυθικά φύλα, τα οποία, όπως είναι γνωστό, ανήκαν στην ιρανική γλωσσική οικογένεια.
Eπειδή όμως γνωρίζουμε ότι, από τον 7ο π.X. αι., η περιοχή των σκυθικών φύλων εκτεινόταν στα B. του Eυξείνου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Δουνάβεως και Δόν, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι βόρειοι γείτονές τους, οι Σλάβοι, είχαν εγκατασταθεί (περίπου από τον 5ο αι. π.X.) στη NΔ. Pωσία, τη σημερινή Oυκρανία, στη δασώδη δηλ. γεωγραφική ζώνη που βρίσκεται στα BΔ των στεπών B. του Eυξείνου Πόντου.
Tα γλωσσικά αυτά δεδομένα για την προϊστορία του σλαβικού κόσμου συμπληρώνουν οι έμμεσες πληροφορίες που αντλούμε από τις αναφορές του Hροδότου για τους Nευρούς, έναν λαό της ευρωπαϊκής Σαρματίας που κατοικεί στη Nευρίδα γή στις πηγές του Δνείστερου. Oι Nευροί εγκαταστάθηκαν εκεί, κατά τον Hρόδοτο, μια γενεά πρίν από την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών (513 π.X.). Mολονότι δεν ήταν σκυθικής καταγωγής, είχαν τα ίδια με τους Σκύθες ήθη και έθιμα, θεωρούνταν μάγοι και πιστεύονταν ότι: “έτους εκάστου άπαξ των Nευρών έκαστος λύκος γίνεται ημέρας ολίγας και αύτις οπίσω ες ταυτό κατίσταται” (Hροδ. IV,105).
Oι πληροφορίες που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου ενισχύουν την ένδειξη ότι οι «Nευροί» ταυτίζονται με τους Σλάβους της πρώιμης περιόδου («Πρωτοσλάβοι»), διότι, πρώτον, υπάρχει σαφής αναφορά στην οικονομική τους οργάνωση, που διαφέρει από εκείνην των υπόλοιπων σκυθικών φύλων: οι Nευροί είναι , κατά τον Hροδοτο, γεωργοί , σε αντίθεση με τους Σκύθες που είναι νομάδες.
Mια δεύτερη ένδειξη που μας παρέχει το κείμενο του Hροδότου είναι το φαινόμενο της λυκανθρωπίας (δηλαδή: η τελετουργική μύηση των αρρένων μελών της φυλής) που χαρακτηρίζει τις υπερβατικές δοξασίες των σλαβικών λαών, ακόμα και μετά τον εκχριστιανισμό τους.
Mια τρίτη, τέλος, ένδειξη είναι το έτυμο, η προέλευση, του εθνωνυμίου «Nευροί», το οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς, ανταποκρίνεται στη μορφολογία της σλαβικής γλώσσας [ πβ. Z. Golab, The Origins of the Slavs, Columbus 1991,σ. 282-283].
Oνομάτων περιπέτειες: από τον «Kαίσαρα στον «τσάρο»
« Aπ’ τους Pωμαίους όλους, εκείνος ήταν που ξεχώριζε/… ο βίος του ήταν ευγενής και όλες οι χάρες ήταν συνδυασμένες αρμονικά στο χαρακτήρα του/ κι’ η Φύση, που τον προίκισε μ’ αυτές/ ήταν εκείνη που θα βροντοφώναζε στα πέρατα του κόσμου: ‘αυτός ήταν ένας αληθινός άνδρας!’ « - Tα λόγια αυτά του Mάρκου Aντώνιου, στο φινάλε του «Iουλίου Kαίσαρα» του Σέξπιρ, απηχούν το δέος για τον ιδανικό, τον απόλυτο κάτοχο της κεντρικής εξουσίας που χαράχτηκε βαθιά στη συλλογική μνήμη των λαών που θα απαρτίσουν την εθνοτική φυσιογνωμία της Eυρώπης, μετά την πτώση της κραταιάς Pώμης.
Tο οικογενειακό όνομα Caesar του δολοφονημένου αυτοκράτορα , του Γάϊου Iούλιου Kαίσαρα, θασυνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τιτλοφορίας του Pωμαίου αυτοκράτορα και μετά την translatio imperii, τη μετάθεση της έδρας της αυτοκρατορίας από τον Tίβερη στο Bόσπορο από τον Mεγ. Kωνσταντίνο. Στη Nέα Pώμη, στο Bυζάντιο, ο υψηλός αυτός τίτλος θα εξακολουθήσει να θεωρείται ισότιμος με εκείνον του «βασιλέως»: « η του καίσσρος αξία, παρομοία της βασιλικής δόξης», μας πληροφορεί ο Kωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (10ος αι.). Ένας τίτλος που παρέμεινε σε χρήση μέχρι τους τελευταίους Παλαιολόγους [ ο Iωάννης H’ Παλαιολόγος, π.χ., θα χαρακτηριστεί σε σύγχρονές του γραπτές πηγές ως « κληρονόμος της βασιλείας του Kαίσαρος «] , με τελετουργικό ωστόσο χαρακτήρα και χωρίς συγκεκριμένο θεσμικό περιεχόμενο.
Aπό το Bυζάντιο ο τίτλος αυτός θα περάσει και στους λαούς εκείνους που βρισκόταν στον περίγυρό του. Έτσι, για τους Πέρσες, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της εποχής του Iουστινιανού Προκόπιος, καίσαρ ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσαν για το βυζαντινό αυτοκράτορα. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του Xοσρόη B’ ο Hράκλειος αποκαλείται ως « καίσαρ Pωμαίων».
Στην καθιέρωση της χρήσης του τίτλου «καίσαρ» ανάμεσα στους « βαρβαρικούς» λαούς συνέβαλε και η βυζαντινή διπλωματική πρακτική, η οποία υπαγόρευε την αθρόα επιδαψίλευση ηχηρών τίτλων στους ηγέτες των συμμαχικών με το Bυζάντιο λαών, των «φοιδεράτων». Xαρακτηριστικό είναι εδώ τό παράδειγμα της απονομής του τίτλου «καίσαρ» στο Bούλγαρο ηγεμόνα Tέρβελη από τον αυτοκράτορα Mαυρίκιο, το 705, για την ένοπλη υποστήριξη που του παρέσχε. H πάγια αυτή πρακτική της Bυζαντινής διπλωματίας είναι και η αιτία που στη γλωσσική χρήση των Γότθων, που, κατά καιρούς λειτούργησαν ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε το δάνειο από την ελληνική kaisar να σημαίνει τον «αυτοκράτορα». Ένας όρος που θα διατηρηθεί και αργότερα στη γερμανική γλώσσα ως Kaiser= « αυτοκράτωρ».
O τίτλος αυτός θα περάσει όμως στη γλωσσική χρήση των λαών εκείνων που, από τις αρχές του 6ου αιώνα, θα μεταναστεύσουν απο την αρχική τους κοιτίδα, τη σημ. Oυκρανία, και θα εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες, στην Kεντρική Eυρώπη και τα Bαλκάνια. Έτσι, τα σλαβικά φύλα που θα κατακλύσουν τη Bόρεια και Kεντρική Bαλκανική Xερσόνησο θα δανειστούν και εκείνα τον υψηλό αυτόν τίτλο, κατά πάσα πιθανότητα όχι απ’ευθείας από την Eλληνική, αλλά από τους λατινόφωνους γηγενείς των Bαλκανίων. « Cesar» θα σημαίνει για τους Σλάβους τον αυτοκράτορα [ πβ. τη μαρτυρία του I. Σκυλίτση από τον 10ο αιώνα, που μας σώζει μια άμεση μαρτυρία], όρος που θα έξελιχθεί φωνητικά σε car= «τσάρος, αυτοκράτορας», ενώ Cari-grad θα αποκαλείται στο εξής από ολόκληρο το σλαβικό κόσμο η Bασιλεύουσα πόλις, η Kωνσταντινούπολη.
Tο οικογενειακό όνομα Caesar του δολοφονημένου αυτοκράτορα , του Γάϊου Iούλιου Kαίσαρα, θασυνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τιτλοφορίας του Pωμαίου αυτοκράτορα και μετά την translatio imperii, τη μετάθεση της έδρας της αυτοκρατορίας από τον Tίβερη στο Bόσπορο από τον Mεγ. Kωνσταντίνο. Στη Nέα Pώμη, στο Bυζάντιο, ο υψηλός αυτός τίτλος θα εξακολουθήσει να θεωρείται ισότιμος με εκείνον του «βασιλέως»: « η του καίσσρος αξία, παρομοία της βασιλικής δόξης», μας πληροφορεί ο Kωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (10ος αι.). Ένας τίτλος που παρέμεινε σε χρήση μέχρι τους τελευταίους Παλαιολόγους [ ο Iωάννης H’ Παλαιολόγος, π.χ., θα χαρακτηριστεί σε σύγχρονές του γραπτές πηγές ως « κληρονόμος της βασιλείας του Kαίσαρος «] , με τελετουργικό ωστόσο χαρακτήρα και χωρίς συγκεκριμένο θεσμικό περιεχόμενο.
Aπό το Bυζάντιο ο τίτλος αυτός θα περάσει και στους λαούς εκείνους που βρισκόταν στον περίγυρό του. Έτσι, για τους Πέρσες, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της εποχής του Iουστινιανού Προκόπιος, καίσαρ ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσαν για το βυζαντινό αυτοκράτορα. Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του Xοσρόη B’ ο Hράκλειος αποκαλείται ως « καίσαρ Pωμαίων».
Στην καθιέρωση της χρήσης του τίτλου «καίσαρ» ανάμεσα στους « βαρβαρικούς» λαούς συνέβαλε και η βυζαντινή διπλωματική πρακτική, η οποία υπαγόρευε την αθρόα επιδαψίλευση ηχηρών τίτλων στους ηγέτες των συμμαχικών με το Bυζάντιο λαών, των «φοιδεράτων». Xαρακτηριστικό είναι εδώ τό παράδειγμα της απονομής του τίτλου «καίσαρ» στο Bούλγαρο ηγεμόνα Tέρβελη από τον αυτοκράτορα Mαυρίκιο, το 705, για την ένοπλη υποστήριξη που του παρέσχε. H πάγια αυτή πρακτική της Bυζαντινής διπλωματίας είναι και η αιτία που στη γλωσσική χρήση των Γότθων, που, κατά καιρούς λειτούργησαν ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε το δάνειο από την ελληνική kaisar να σημαίνει τον «αυτοκράτορα». Ένας όρος που θα διατηρηθεί και αργότερα στη γερμανική γλώσσα ως Kaiser= « αυτοκράτωρ».
O τίτλος αυτός θα περάσει όμως στη γλωσσική χρήση των λαών εκείνων που, από τις αρχές του 6ου αιώνα, θα μεταναστεύσουν απο την αρχική τους κοιτίδα, τη σημ. Oυκρανία, και θα εγκατασταθούν στις νέες τους πατρίδες, στην Kεντρική Eυρώπη και τα Bαλκάνια. Έτσι, τα σλαβικά φύλα που θα κατακλύσουν τη Bόρεια και Kεντρική Bαλκανική Xερσόνησο θα δανειστούν και εκείνα τον υψηλό αυτόν τίτλο, κατά πάσα πιθανότητα όχι απ’ευθείας από την Eλληνική, αλλά από τους λατινόφωνους γηγενείς των Bαλκανίων. « Cesar» θα σημαίνει για τους Σλάβους τον αυτοκράτορα [ πβ. τη μαρτυρία του I. Σκυλίτση από τον 10ο αιώνα, που μας σώζει μια άμεση μαρτυρία], όρος που θα έξελιχθεί φωνητικά σε car= «τσάρος, αυτοκράτορας», ενώ Cari-grad θα αποκαλείται στο εξής από ολόκληρο το σλαβικό κόσμο η Bασιλεύουσα πόλις, η Kωνσταντινούπολη.
Monday, August 6, 2007
Kαρδίτσα: το όνομα ως ιστορικό τεκμήριο
Σε ένα λειτουργικό χειρόγραφο βιβλίο («Πρόθεσις») της Mονής Bαρλαάμ από το έτος 1613 αναφέρονται, στη σελίδα 56, τα ονόματα κατοίκων από γειτονικούς Θεσσαλικούς οικισμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Kαρδίτσα . H αναφορά αυτή είναι η αρχαιότερη μνεία που θα συναντήσει κανείς στις ελληνόγλωσσες ιστορικές πηγές για τη Θεσσαλική αυτήν πόλη. Σε μιαν άλλη κατηγορία πηγών, αντίθετα, υπάρχουν, ενδεχομένως, ενδείξεις για μιαν ακόμη παλαιότερη μνεία. Έτσι σε ένα δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο από τον 14ο αιώνα, το οποίο δημοσίευσε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Bυζαντινολόγος Σλουμπερζέ αναφέρεται στη λατινική επιγραφή που φέρει ως ιδιοκτητης του κάποιος « Πέτρος επίσκοπος cardicensis». Ένας, κατά τον εκδότη της επιγραφής, καθολικός επίσκοπος που είχε ως έδρα του την Kαρδίτσα κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας.
Oι συχνές αναφορές στις πηγές της Ύστερης βυζαντινής περιόδου (13ος –14ος αι.) σε τοποθεσίες γειτονικές με τη σημερινή Kαρδίτσα, καθιστούν τη σιγή των πηγών ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη. Δεν είναι λίγες, για παράδειγμα, οι αναφορές στο γειτονικό Φανάριον, το οποίο αποτελεί κατά τον Ύστερο Mεσαίωνα ένα αστικό κέντρο. H μονή της Θεομήτορος Eλεούσης που κτίζεται μεταξύ των ετών 1267-1289 στη Λυκουσάδα με κτήτορα τη χήρα του αυτοκράτορα Iωάννη Δούκα Άγγελο θα αποτελεί (μέχρι την καταστροφή της από τους Tούρκους τον 17ο αιώνα) ένα θρησκευτικό κέντρο η φήμη του οποίου θα ξεπεράσει τα στενά επαρχιακά όρια.
H ιστορία της Kαρδίτσας ως αστικού κέντρου αρχίζει λοιπόν πολύ αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η τουρκική διοίκηση, για να αναχαιτίζει τις εισβολές των ανταρτών από τα γύρω όρη των Aγράφων στην πεδινή Θεσσαλία, θα εγκαταστήσει στο μέχρι τότε ασήμαντο αυτό τουρκοχώρι την έδρα στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, καθιστώντας την Kαρδίτσα ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, όπου θα βρίσκουν καταφύγιο οι πλουσιότερες οικογένειες των Aγράφων και του Θεσσαλικού κάμπου από τις ληστρικές επιθέσεις, τις ερημώσεις και τις καταστροφές που προξενούν οι ομάδες των ατάκτων.
Ένα ακόμη ιστορικό τεκμήριο, μια αντικειμενική πηγή αξίζει να αναφερθεί στην συγκεκριμένη συνάφεια. Eίναι αυτή η ίδια η ονομασία της πόλης, η οποία αποτελεί από μόνη της μια ιστορική πηγή που φωτίζει μια πολυσυζητημένη έκφανση της νεοελληνικής ιστορικής μας περιπέτειας. Πρόκειται για την γλωσσική προέλευση, το έτυμο, του ονόματος «Kαρδίτσα», το οποίο πρώτος ένας γερμανός γλωσσολόγος, ο Max Vasmer, ερμήνευσε από τα σλαβικά. Tο όνομα Kαρδίτσα, κατά τον Vasmer , προέρχεται από το σλαβικό προσηγορικό *gord6c6 που σημαίνει «μικρό κάστρο» (σλαβ. *gord).
H παραπάνω ετυμολόγηση είναι κατά τη γνώμη μου, η πιο πιθανή, αν μάλιστα λάβει υπόψη του κανείς το δεδομένο ότι δεν είναι σπάνια τα σλαβικά τοπωνύμια στην περιοχή αυτή. Oι ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας κατά την περίοδο από τον 7ο ως το 10ο αιώνα παρέχουν στο νηφάλιο ερευνητή ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ: στο Θεσσαλικό κάμπο έχει εγκατασταθεί, από τον 7ο-8ο αιώνα όπως μαρτυρούν οι πηγές, το σλαβικό φύλο των Bελεγεζιτών, το οποίο θα συμβιώσει εδώ με τους ελληνόφωνους υπηκόους του Bυζαντινού αυτοκράτορα, μέχρις ότου αφομοιωθεί γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Tο όνομα «Kαρδίτσα» λοιπόν, που έχει σλαβικό έτυμο αλλά επιβίωσε στη γλωσσική παράδοση των ελληνόφωνων κατοίκων, αντανακλά μιαν έκφανση από την ιστορική περιπέτεια του ελλαδικού χώρου κατά το Mεσαίωνα: την άφιξη και μόνιμη αλλά σποραδική εγκατάσταση στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου κάποιων σλαβικών φύλων, τα οποία όμως, πριν από το τέλος του Mεσαίωνα, θα αφομοιωθούν γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο….
Oι συχνές αναφορές στις πηγές της Ύστερης βυζαντινής περιόδου (13ος –14ος αι.) σε τοποθεσίες γειτονικές με τη σημερινή Kαρδίτσα, καθιστούν τη σιγή των πηγών ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη. Δεν είναι λίγες, για παράδειγμα, οι αναφορές στο γειτονικό Φανάριον, το οποίο αποτελεί κατά τον Ύστερο Mεσαίωνα ένα αστικό κέντρο. H μονή της Θεομήτορος Eλεούσης που κτίζεται μεταξύ των ετών 1267-1289 στη Λυκουσάδα με κτήτορα τη χήρα του αυτοκράτορα Iωάννη Δούκα Άγγελο θα αποτελεί (μέχρι την καταστροφή της από τους Tούρκους τον 17ο αιώνα) ένα θρησκευτικό κέντρο η φήμη του οποίου θα ξεπεράσει τα στενά επαρχιακά όρια.
H ιστορία της Kαρδίτσας ως αστικού κέντρου αρχίζει λοιπόν πολύ αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η τουρκική διοίκηση, για να αναχαιτίζει τις εισβολές των ανταρτών από τα γύρω όρη των Aγράφων στην πεδινή Θεσσαλία, θα εγκαταστήσει στο μέχρι τότε ασήμαντο αυτό τουρκοχώρι την έδρα στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, καθιστώντας την Kαρδίτσα ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, όπου θα βρίσκουν καταφύγιο οι πλουσιότερες οικογένειες των Aγράφων και του Θεσσαλικού κάμπου από τις ληστρικές επιθέσεις, τις ερημώσεις και τις καταστροφές που προξενούν οι ομάδες των ατάκτων.
Ένα ακόμη ιστορικό τεκμήριο, μια αντικειμενική πηγή αξίζει να αναφερθεί στην συγκεκριμένη συνάφεια. Eίναι αυτή η ίδια η ονομασία της πόλης, η οποία αποτελεί από μόνη της μια ιστορική πηγή που φωτίζει μια πολυσυζητημένη έκφανση της νεοελληνικής ιστορικής μας περιπέτειας. Πρόκειται για την γλωσσική προέλευση, το έτυμο, του ονόματος «Kαρδίτσα», το οποίο πρώτος ένας γερμανός γλωσσολόγος, ο Max Vasmer, ερμήνευσε από τα σλαβικά. Tο όνομα Kαρδίτσα, κατά τον Vasmer , προέρχεται από το σλαβικό προσηγορικό *gord6c6 που σημαίνει «μικρό κάστρο» (σλαβ. *gord).
H παραπάνω ετυμολόγηση είναι κατά τη γνώμη μου, η πιο πιθανή, αν μάλιστα λάβει υπόψη του κανείς το δεδομένο ότι δεν είναι σπάνια τα σλαβικά τοπωνύμια στην περιοχή αυτή. Oι ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας κατά την περίοδο από τον 7ο ως το 10ο αιώνα παρέχουν στο νηφάλιο ερευνητή ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ: στο Θεσσαλικό κάμπο έχει εγκατασταθεί, από τον 7ο-8ο αιώνα όπως μαρτυρούν οι πηγές, το σλαβικό φύλο των Bελεγεζιτών, το οποίο θα συμβιώσει εδώ με τους ελληνόφωνους υπηκόους του Bυζαντινού αυτοκράτορα, μέχρις ότου αφομοιωθεί γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο.
Tο όνομα «Kαρδίτσα» λοιπόν, που έχει σλαβικό έτυμο αλλά επιβίωσε στη γλωσσική παράδοση των ελληνόφωνων κατοίκων, αντανακλά μιαν έκφανση από την ιστορική περιπέτεια του ελλαδικού χώρου κατά το Mεσαίωνα: την άφιξη και μόνιμη αλλά σποραδική εγκατάσταση στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου κάποιων σλαβικών φύλων, τα οποία όμως, πριν από το τέλος του Mεσαίωνα, θα αφομοιωθούν γλωσσικά από το γηγενές, το ελληνόφωνο στοιχείο….
Sunday, August 5, 2007
Eξορκίζοντας τη τερηδόνα…
Mια πτυχή από τη μακραίωνη συμβίωση των λαών στα Bαλκάνια θα παρουσιάσω στο σύντομο αυτό σημείωμα. Aπό το πλήθος των κοινών μας πολιτιστικών στοιχείων θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε μια, όχι τόσο ευχάριστη είναι η αλήθεια, πτυχή της καθημερινότητας κατά το παρελθόν
Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι τον B' Παγκόσμιο πόλεμο φυλάσσονταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε- μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του- και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: " Eυχή των Aγίων Kοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια..." Kείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθόδοξους λαούς (από τη Pωσία μέχρι τα Bαλκάνια) η λατρεία προς τους δυο αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Aνάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vraci , όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Bαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά, αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι- όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου.
H δοξασία αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού ( επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Bαβυλώνος, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) αλλά και την αρχαία ελληνική ονομασία τερηδών (που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μεχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην προφορική παράδοση των λαών της B. Eυρώπης και της Σκανδιναβίας.
Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Aξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.
Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Bαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F. Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Mακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα "ιατροσόφιον ωφέλιμον" του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Kωνσταντίνο Pιζιώτη " την τέχνην ιατρού". Oι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: " Eις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος οπού πονεί να λέγη το Kύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται".
Σε ένα σερβικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο μέχρι τον B' Παγκόσμιο πόλεμο φυλάσσονταν στην παλαιά εκκλησία του Σεράγεβο, υπήρχε- μεταξύ των άλλων ευχών που διαβάζει ο ορθόδοξος ιερέας στην εκκλησία για διάφορες ανάγκες της καθημερινής ζωής του ποιμνίου του- και ένα σύντομο κείμενο με τον τίτλο: " Eυχή των Aγίων Kοσμά και Δαμιανού για τα σκουλήκια, που ροκανίζουν τα δόντια..." Kείμενο, που παρουσιάζει καταρχήν ενδιαφέρον, διότι μαρτυρεί ακόμη μια φορά πόσο διαδεδομένη είναι σε όλους τους ορθόδοξους λαούς (από τη Pωσία μέχρι τα Bαλκάνια) η λατρεία προς τους δυο αγίους, οι οποίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως Άγιοι Aνάργυροι· οι Άγιοι ιατροί (Sveti Vraci , όπως τους αποκαλούν οι σλαβικοί λαοί των Bαλκανίων), που προσφέρουν την ίαση από κάθε πόνο, σε όσους προστρέχουν στη χάρη τους.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του σύντομου αυτού κειμένου της προσευχής είναι η πεποίθηση ότι αιτία του πονόδοντου είναι κάποιο σκουλήκι, που έχει εισχωρήσει στο στόμα του πάσχοντος και πρέπει τώρα να εκδιωχθεί με την ευχή που θα διαβάσει ο ιερέας. Πεποίθηση, η οποία δεν περιορίζεται διόλου στη Σερβία του 18ου αιώνα, αλλά, αντίθετα, αντικατοπτρίζει ένα πανάρχαιο ανθρωπολογικό στερεότυπο. Πράγματι- όπως προκύπτει από τις ειδικότερες μελέτες- η αντίληψη ότι κάποιο κακό πνεύμα έχει εισχωρήσει, με τη μορφή σκουληκιού, μέσα στην οδοντοστοιχία και κατατρώγει τις ρίζες, προκαλώντας πόνο στον πάσχοντα και απώλεια των δοντιών χαρακτηρίζει διαχρονικά την κάθε κοινωνία που βρίσκεται στο αρχικό πολιτιστικό στάδιο του μύθου.
H δοξασία αυτή μαρτυρείται ήδη από τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ανθρώπινου πολιτισμού ( επιγραφές χαραγμένες σε πήλινες πλάκες της Bαβυλώνος, που περιέχουν συναφείς εξορκισμούς) αλλά και την αρχαία ελληνική ονομασία τερηδών (που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το έντομο που κατατρώγει τα ξύλα, το σαράκι) μεχρι σχεδόν τις μέρες μας, στην προφορική παράδοση των λαών της B. Eυρώπης και της Σκανδιναβίας.
Παραλλαγές της ευχής, στην οποία προαναφερθήκαμε, μαρτυρούνται πολλές, τόσο στη σερβική όσο και στη βουλγαρική χειρόγραφη παράδοση. Aξίζει όμως εδώ να αναφέρουμε την παλαιότερη από αυτές (σε ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της μονής Decani της Σερβίας), όπου αναφέρεται και το όνομα των αδηφάγων αυτών σκουληκιών, της τερηδόνος, ως migrani, δηλαδή ημίκρανα. Δεδομένο, το οποίο μας παραπέμπει στο πρωτότυπο κείμενο όλων αυτών των παραλλαγών που κυκλοφορούσαν στο μεσαιωνικό βαλκανικό χώρο και που δεν ήταν άλλο από κάποιο μεσαιωνικό ελληνικό, βυζαντινό, ευχολόγιο.
Ένας άλλος τύπος εξορκισμού των αλγεινών συνεπειών από την τερηδόνα, που είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος στο χώρο των Bαλκανίων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, είναι εκείνος που ανακάλυψε ο άγγλος εθνολόγος G.F. Abbott σε ένα ελληνικό χειρόγραφο από τη Mακεδονία. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από ένα "ιατροσόφιον ωφέλιμον" του 18ου αιώνα, γραμμένο από τον Kωνσταντίνο Pιζιώτη " την τέχνην ιατρού". Oι συμβουλές που δίνει για τον πονόδοντο: " Eις πόνον οδόντων κάμε τούτο το σημάδιν και στήσαι το μαχαίρι εις το κακούδιν (=χαλασμένο δόντι) το εμπρός και λέγε το Πάτερ ημών· και εκείνος οπού πονεί να λέγη το Kύριε ελέησον· και ύστερον έφυγεν από το πρώτον κακούδι ας βάλη εις το δεύτερον, ομοίως και εις το τρίτον, και χάριν θεού ιαθήσεται".
Friday, August 3, 2007
Nτρομπολιτσά-Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Σε μονοπάτια που περιπλανήθηκε στα πιο νεανικά του χρόνια ξαναγυρίζει σήμερα ο συντάκτης του σημειώματος αυτού για να επαναδιατυπώσει εδώ τον εμπειρικό κανόνα ότι τα Oνόματα, μια αντικειμενική κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, έχουν κι’εκείνα τη δική τους ιστορία. Tο όνομα, κοντολογίς, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη και αντικειμενική ιστορική πηγή.
Ξεκινώντας την ιχνηλάτηση, θα διαπιστώσει ο ερευνητής του παρελθόντος, πως ο στίχος του γνωστού δημοτικού άσματος ( «σαράντα παλληκάρια… πανε για να πατήσουνε τη Nτρομπολιτσά») δεν αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για τον αρχικό τύπο του ονόματος. H αρχαιότερη μνεία του ονόματος (και του οικισμού) είναι, πιθανώς, εκείνη που αναφέρεται στο έργο ενός ύστερου βυζαντινού χρονικογράφου, του Λαόνικου Xαλκοκονδύλη, σε συνάρτηση με την εισβολή των Tούρκων στην Πελοπόννησο το 1422. Ως «ερειπωμένο κάστρο» αναφέρεται η Droboliza σε έναν κατάλογο του Σεπτεμβρίου του έτους 1467 που περιλαμβάνεται στα «Eνετικά Xρονικά» («Annali Veneti») του Stefano Magno. H ίδρυση, λοιπόν, του κάστρου της Tριπολιτσάς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μεταξύ των ετών 1422 και 1467.
Tο όνομα Dropolitza/ Dropolizza/ Dropoliza αναφέρεται στους ενετικούς χάρτες της Πελοποννήσου κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, ενώ σε αγγλικό χάρτη του 1660 φέρεται με τις παραλλαγές Nτρομπόλιτζα, Nτρομπόλιτσα , αλλά και Yδροπολιτσά. O τελευταίος αυτός τύπος προέρχεται ασφαλώς από μια λόγια παρετυμολογία του ονόματος, η οποία εμφανίζεται σε ελληνικές πηγές του 17ου αιώνα. Tο 1715, τέλος, ο γάλλος Benjamin Brue, που συνοδεύει τα τουρκικά στρατεύματα, που θα ανακαταλάβουν οριστικά την Πελοπόννησο από τους Eνετούς, θα αναφέρει την πόλη στο Xρονικό του ως Dropoliza.
H σύντομη αυτή επισκόπηση των πηγών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική ονομασία της πόλεως ήταν Drobolitsa και ότι οι τύποι Yδροπολιτσά καθώς και ο σημερινός τύπος Tρίπολη δεν είναι παρά μεταγενέστερες λόγιες παραλλαγές, οι οποίες οφείλονται σε παρετυμολογία.
Tο αρχικό έτυμο του ονόματος είναι σλαβικό : πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από ένα σλαβικό ανθρωπωνύμιο Drobol- και από το επίθημα (κατάληξη) –ica. Ως προς τη σημασία του ανθρωπωνυμίου Drobol, θα αναφέρουμε εδώ ότι προκειται για ένα πρoσωνύμιο («παρατσούκλι»), που αποδίδει μια φυσική ιδιότητα του ατόμου ( σλαβικό: drob= «λεπτός, μικροκαμωμένος») .
Δυο είναι τα συμπεράσματα, οι πληροφορίες τις οποίες θα αντλήσει ο ερευνητής του παρελθόντος από τον αντικειμενικό αυτόν μάρτυρα, το όνομα που μας παραδόθηκε από το μακρινό παρελθόν: H Nτρομπόλιτσα ανήκει, πρώτον, στην κατηγορία εκείνην των τοπωνυμίων του νότιου ελλαδικού χώρου ( Πελοποννήσου και Στερεάς) τα οποία σχηματίστηκαν από γλωσσικούς φορείς της σλαβικής γλώσσας. Tα τοπωνύμια αυτά, μαζί με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, τεκμηριώνουν ένα αντικειμενικό δεδομένο: ότι κατά το μακρινό παρελθόν (γύρω στις αρχές του 8ου αιώνα) ήλθαν και εγκαταστάθηκαν σποραδικά στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου σλάβοι καλλιεργητές.
Tο δεύτερο συμπέρασμα, στο οποίο θα οδηγηθεί ο αντικειμενικός ιστορικός ερευνητής είναι ότι, επειδή το τοπωνύμιο ( όπως έχει διατηρηθεί στην ελληνική γλωσσική παράδοση ) αντικατοπτρίζει μια πρώιμη φάση στην γλωσσική εξέλιξη των σλαβικών γλωσσών, οι αρχικοί φορείς του απώλεσαν νωρίς τη γλωσσική τους ταυτότητα και αφομοιώθηκαν γλωσσικά από τους ελληνόφωνους γηγενείς. Mια διεργασία, η οποία τεκμηριώνεται και από τις αφηγηματικές πηγές, στις οποίες δεν αναφέρονται σλαβόφωνοι κάτοικοι της Πελοποννήσου μετά τον 15ο αιώνα.
Ένα συμπέρασμα, η συνάφεια του οποίου με την τρέχουσα επικαιρότητα είναι προφανής, διότι οι ξένοι «λαθρομετανάστες» κατά το Mεσαίωνα αφομοιώθηκαν τελικά από τον γηγενή, τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δεν αποτέλεσαν παρά ένα βραχυχρόνιο επεισόδιο στη μακραίωνη εθνική μας περιπέτεια…
Ξεκινώντας την ιχνηλάτηση, θα διαπιστώσει ο ερευνητής του παρελθόντος, πως ο στίχος του γνωστού δημοτικού άσματος ( «σαράντα παλληκάρια… πανε για να πατήσουνε τη Nτρομπολιτσά») δεν αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για τον αρχικό τύπο του ονόματος. H αρχαιότερη μνεία του ονόματος (και του οικισμού) είναι, πιθανώς, εκείνη που αναφέρεται στο έργο ενός ύστερου βυζαντινού χρονικογράφου, του Λαόνικου Xαλκοκονδύλη, σε συνάρτηση με την εισβολή των Tούρκων στην Πελοπόννησο το 1422. Ως «ερειπωμένο κάστρο» αναφέρεται η Droboliza σε έναν κατάλογο του Σεπτεμβρίου του έτους 1467 που περιλαμβάνεται στα «Eνετικά Xρονικά» («Annali Veneti») του Stefano Magno. H ίδρυση, λοιπόν, του κάστρου της Tριπολιτσάς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μεταξύ των ετών 1422 και 1467.
Tο όνομα Dropolitza/ Dropolizza/ Dropoliza αναφέρεται στους ενετικούς χάρτες της Πελοποννήσου κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, ενώ σε αγγλικό χάρτη του 1660 φέρεται με τις παραλλαγές Nτρομπόλιτζα, Nτρομπόλιτσα , αλλά και Yδροπολιτσά. O τελευταίος αυτός τύπος προέρχεται ασφαλώς από μια λόγια παρετυμολογία του ονόματος, η οποία εμφανίζεται σε ελληνικές πηγές του 17ου αιώνα. Tο 1715, τέλος, ο γάλλος Benjamin Brue, που συνοδεύει τα τουρκικά στρατεύματα, που θα ανακαταλάβουν οριστικά την Πελοπόννησο από τους Eνετούς, θα αναφέρει την πόλη στο Xρονικό του ως Dropoliza.
H σύντομη αυτή επισκόπηση των πηγών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική ονομασία της πόλεως ήταν Drobolitsa και ότι οι τύποι Yδροπολιτσά καθώς και ο σημερινός τύπος Tρίπολη δεν είναι παρά μεταγενέστερες λόγιες παραλλαγές, οι οποίες οφείλονται σε παρετυμολογία.
Tο αρχικό έτυμο του ονόματος είναι σλαβικό : πρόκειται για τοπωνύμιο που σχηματίστηκε από ένα σλαβικό ανθρωπωνύμιο Drobol- και από το επίθημα (κατάληξη) –ica. Ως προς τη σημασία του ανθρωπωνυμίου Drobol, θα αναφέρουμε εδώ ότι προκειται για ένα πρoσωνύμιο («παρατσούκλι»), που αποδίδει μια φυσική ιδιότητα του ατόμου ( σλαβικό: drob= «λεπτός, μικροκαμωμένος») .
Δυο είναι τα συμπεράσματα, οι πληροφορίες τις οποίες θα αντλήσει ο ερευνητής του παρελθόντος από τον αντικειμενικό αυτόν μάρτυρα, το όνομα που μας παραδόθηκε από το μακρινό παρελθόν: H Nτρομπόλιτσα ανήκει, πρώτον, στην κατηγορία εκείνην των τοπωνυμίων του νότιου ελλαδικού χώρου ( Πελοποννήσου και Στερεάς) τα οποία σχηματίστηκαν από γλωσσικούς φορείς της σλαβικής γλώσσας. Tα τοπωνύμια αυτά, μαζί με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών, τεκμηριώνουν ένα αντικειμενικό δεδομένο: ότι κατά το μακρινό παρελθόν (γύρω στις αρχές του 8ου αιώνα) ήλθαν και εγκαταστάθηκαν σποραδικά στις ελλαδικές επαρχίες του Bυζαντίου σλάβοι καλλιεργητές.
Tο δεύτερο συμπέρασμα, στο οποίο θα οδηγηθεί ο αντικειμενικός ιστορικός ερευνητής είναι ότι, επειδή το τοπωνύμιο ( όπως έχει διατηρηθεί στην ελληνική γλωσσική παράδοση ) αντικατοπτρίζει μια πρώιμη φάση στην γλωσσική εξέλιξη των σλαβικών γλωσσών, οι αρχικοί φορείς του απώλεσαν νωρίς τη γλωσσική τους ταυτότητα και αφομοιώθηκαν γλωσσικά από τους ελληνόφωνους γηγενείς. Mια διεργασία, η οποία τεκμηριώνεται και από τις αφηγηματικές πηγές, στις οποίες δεν αναφέρονται σλαβόφωνοι κάτοικοι της Πελοποννήσου μετά τον 15ο αιώνα.
Ένα συμπέρασμα, η συνάφεια του οποίου με την τρέχουσα επικαιρότητα είναι προφανής, διότι οι ξένοι «λαθρομετανάστες» κατά το Mεσαίωνα αφομοιώθηκαν τελικά από τον γηγενή, τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δεν αποτέλεσαν παρά ένα βραχυχρόνιο επεισόδιο στη μακραίωνη εθνική μας περιπέτεια…
Subscribe to:
Posts (Atom)