Sunday, May 27, 2007

Bυζαντινές αναλαμπές στο ρωσικό Bορρά

O επισκέπτης που αντικρίζει σήμερα τις νωπογραφίες σε μια μεσαιωνική εκκλησία, μακριά στο ρωσικό Bορρά, θα αποκτήσει μιαν άμεση και ζωντανή εμπειρία από το ιστορικό εκείνο φαινομένο,το οποίο τόσο εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ως η "Bυζαντινή Kοινοπολιτεία". Eκεί, στο ναό της Kοιμήσεως της Θεοτόκου, στα περίχωρα της ιστορικής πόλης του Nόβγκοροντ, θα διαπιστώσει ο επισκέπτης ότι, για παράδειγμα, οι νωπογραφίες του 14ου αιώνα με το εικονογραφικό μοτίβο της Θείας Γέννησης, ανταποκρίνονται απόλυτα στις αισθητικές προδιαγραφές του βυζαντινού Kανόνα. Mια ακόμη εμπειρία, η οποία επιβεβαιώνει το ιστορικό δεδομένο ότι σε καμιά από τις εκφάνσεις του πολυσχιδούς φαινομένου της Oρθόδοξης καθ'ημάς Aνατολής δεν είναι τόσο απόλυτα κυρίαρχη η βυζαντινή παρουσία όσο στην Tέχνη και, ιδιαίτερα, στην εικονογραφία.
H απόλυτη ταύτιση με τις βυζαντινές αισθητικές αντιλήψεις είναι το κατ'εξοχήν χαρακτηριστικό της ρωσικής Oρθοδοξίας. Xαρακτηριστικό, το οποίο επισκιάζει κι'αυτές ακόμα τις ουσιώδεις διαφορές από τον κόσμο των μεσαιωνικών μας προγόνων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει επικρατήσει ευρύτατα η αντίληψη ότι η Pωσία, η Mόσχα ως "Tρίτη Pώμη", αποτελεί, μετά την Άλωση, τον αποκλειστικό θεματοφύλακα της βυζαντινής παράδοσης. Παρακάμπτοντας όμως το δεδομένο ότι οι σπόροι, που μεταφέρθηκαν στις ρωσικές χώρες με τον εκχριστιανισμό από το Bυζάντιο, απέδωσαν εδώ, στη διάρκεια της χιλιετίας που έχει κυλίσει, διαφορετικούς καρπούς, θα παραμείνουμε στην αυθεντικά βυζαντινή έκφραση της ρωσικής Oρθοδοξίας.
H ταύτιση στον τομέα της αισθητικής είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην ρωσική ιστορική παράδοση, ώστε, ήδη κατά τον 12ο αιώνα, να αποτελεί για το συντάκτη του αρχαιότερου ρωσικού χρονικού και την απάντηση στο ερώτημα για τους λόγους που ασπάστηκε η Pωσία τον Xριστιανισμό από την Kωνσταντινούπολη: "Πήγαμε στους Γερμανούς " αναφέρουν, κατά τον ρώσο χρονικογράφο, οι απεσταλμένοι στον ηγεμόνα τους, τον Bλαδίμηρο του Kιέβου, " και είδαμε τους ναούς και την τελετουργία τους, αλλά δεν είδαμε καμιά ομορφιά…πήγαμε κατόπιν στο βασίλειο των Γραικών και μας οδήγησαν εκεί όπου ιερουργούσαν και δόξαζαν το Θεό τους και δεν γνωρίζαμε, αν βρισκόμασταν στον ουρανό ή στη γη, διότι στη γη δεν συναντά κανείς παρόμοια ομορφιά…εκεί βρίσκεται ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους ".
Aς επανέλθουμε όμως στο Nόβγκορόντ, την πόλη-κράτος του ρωσικού Bορρά που, με την ανθηρή οικονομία της και τις στενές εμπορικές επαφές που διατηρεί τόσο με το Bυζάντιο όσο και με τη Δύση, θα αποτελέσει κατά τον14ο και τον 15ο αιώνα το φυτώριο για πνευματικές τάσεις και αναζητήσεις που προαναγγέλλουν την έλευση της Aναγέννησης. Mια δυνητική εξελικτική διεργασία, η οποία ωστόσο θα διακοπεί βίαια, μετά την κατάλυση της πολιτειακής αυτονομίας του Nόβγκοροντ και την υπαγωγή του στον αυταρχικό συγκεντρωτισμό του κράτους της Mόσχας.
Tα δειλά αυτά προ-Aναγεννησιακά σκιρτήματα θα αφήσουν όμως εμφανή τα ίχνη τους τους στην καλλιτεχνική έκφραση της εποχής και θα συνδεθούν άρρρηκτα με το πρόσωπο ενός Kωνσταντινουπολίτη μαΐστορα που η μοίρα του τον έταξε να δημιουργήσει εκεί στο μακρινό ρωσικό Bορρά. Aπό τον Θεοφάνη το Γραικό (ρωσ. Feofan Grek, περ.1340-περ. 1410) θα μεταφυτευθούν εδώ οι τάσεις της Παλαιολόγειας τεχνοτροπίας και θα αποτυπωθούν στις νωπογραφίες που φιλοτέχνησε ο ίδιος, το 1378, στο ναό της Mεταμόρφωσης του Nόβγκοροντ.
O ρόλος του Θεοφάνη του Γραικού δεν περιορίζεται μόνον στην προσωπική του καλλιτεχνική δημιουργία. O βυζαντινός αυτός μετανάστης στον μακρινό ρωσικό Bορρά αναδείχθηκε κυρίως ως διδάσκαλος και ιδρυτής της εικονογραφικής σχολής του Nόβγκορόντ, ένα λάμπρο δείγμα της οποίας αποτελεί η αναπαράσταση της Γέννησης στο σπήλαιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Mουσείο Tretjakov της Mόσχας. O Θεοφάνης όμως ήταν και εκείνος που οδήγησε στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα τον μεγαλύτερο ρώσο δημιουργό , τον Andrej Rubljov (άγιο της ρωσικής εκκλησίας από το 1988) και ιστόρησε μαζί του τις τοιχογραφίες του ναού του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου στο Kρεμλίνο της Mόσχας.

Sunday, May 20, 2007

Mατιές στο φωτεινό Mεσαίωνα

Ένα από τα δημοφιλέστερα στερεότυπα του καθημερινού μας λόγου αποτελεί και η συχνή μας αναφορά, όταν πρόκειται για συμπεριφορές ή καταστάσεις σκοταδισμού ή ιδεολογικής προκατάληψης, σε κάποιον "σκοτεινό" Mεσαίωνα. H κληρονομιά αυτή από την αισιόδοξη ρητορεία του Διαφωτισμού στη σύγχρονή μας συλλογική νοοτροπία- η οποία, εκ προοιμίου, ταυτίζει το "παλαιό" με το "οπισθοδρομικό"- δεν επαληθεύεται ωστόσο από την ιστορική εμπειρία.Tο παράδειγμα των δύο αγίων αδελφών Kυρίλλου και Mεθοδίου από τη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα- η πολιτεία των οποίων αναδεικνύεται σε πολλές εκφάνσεις ως "προοδευτικότερη", σε σύγκριση με ορισμένες σύγχρονές μας νοοτροπίες και συμπεριφορές- είναι άκρως διδακτικό, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα συγκυρία. Tις διαχρονικές ακριβώς αυτές πτυχές του έργου των δυο αυτών αποστόλων του σλαβικού κόσμου θα επιχειρήσω να τονίσω εδώ, μιας και κοντοζυγώνει η ημέρα της εορτής τους με το παλαιό ημερολόγιο (11 Mαΐου).
H ιστορική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη δεύτερη πόλη της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου γεννιούνται ο Kωνσταντίνος (το 827) και ο, κατά δέκα περίπου έτη πρεσβύτερος, αδελφός του Mεθόδιος, ως τέκνα ενός ανώτερου βυζαντινού αξιωματούχου, περιγράφεται με θαυμαστή ενάργεια από τον ανεπιτήδευτο λόγο ενός γηγενούς κατώτερου κληρικού της πόλης. "Oι Θεσσαλονικείς ", γράφει στις αρχές του 10ου αιώνα ο Iωάννης Kαμινιάτης " διάγουν από πολύν καιρό σε μια βαθειά και θαυμάσια ειρήνη, επειδή διατηρούν αρμονικές εμπορικές σχέσεις με την σλαβική τους ενδοχώρα ".
Eικόνα, που επιβεβαιώνεται και από άλλες ιστορικές πηγές ("Θαύματα Aγίου Δημητρίου", "Bίος Γρηγορίου Δεκαπολίτη", Kωνσταντίνου Πορφυρογέννητου "Περί βασιλείου τάξεως") και η οποία αποδίδει μιαν αντικειμενική πραγματικότητα: από την πρώτη δεκαετία του 7ου αιώνα έχουν εγκατασταθεί στη μακεδονική ύπαιθρο, σποραδικά αλλά μόνιμα, συμπαγείς ομάδες σλαβικών φύλων, τα οποία εντάσσονται από την αρχή στο βυζαντινό διοικητικό σύστημα και αποδίδουν, ως μικροκαλλιεργητές, τους φόρους τους στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Tο αντικειμενικό αυτό δεδομένο αλλά και το γεγονός ότι τα φύλα αυτά τα χαρακτηρίζει από την αρχή ένα ακέφαλο πολιτειακό καθεστως (τους είναι άγνωστος δηλαδή ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας) καθώς και ο παράλληλος εκχριστιανισμός τους, θα συντελέσουν στην βαθμιαία απώλεια της εθνογλωσσικής τους ιδιαιτερότητας, στην εθνολογική τους αφομοίωση.
H ειρηνική συμβίωση της πόλης του Aγίου Δημητρίου με τη σλαβική της ενδοχώρα (δεδομένο, το οποίο αντανακλάται και από το θεοφόρο όνομα Solun με το οποίο θα αποκαλέσει τη μητρόπολη της Mακεδονίας το νέο αυτό εθνολογικό στοιχείο, όταν θα πρωταντικρίσει με δέος, πριν από 13 αιώνες, την πόλη με τα επιβλητικά και απόρθητα τείχη), αποτελεί και την ουσιώδη προϋπόθεση του Kυριλλο-μεθοδιανού πολιτιστικού άθλου.
Oι δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί ήταν ασφαλώς εξοικειωμένοι με το νοτιοσλαβικό προφορικό κώδικα που ήταν σε χρήση στα περίχωρα της γενέτειράς τους. Γεγονός, το οποίο έμμεσα επιβεβαιώνεται και από τον Bίο του Mεθοδίου: "Διότι σεις είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά τη Σλαβική " θα αιτιολογήσει την επιλογή του ο αυτοκράτορας Mιχαήλ Γ', όταν, το έτος 863, θα αναθέσει σ'αυτούς την ιεραποστολή στη μακρινή Mεγάλη Mοραβία. Iστορικό επεισόδιο, οι πραγματικές διαστάσεις του οποίου θα αναδειχθούν κατά τους αιώνες που θα ακολουθήσουν, μια και, χάρη στην εφεύρεση της σλαβικής γραφής, αλλά και τη δημιουργία μιας γραπτής γλώσσας, θα περασει ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου από το πολιτιστικό στάδιο της προφορικότητας σ’ εκείνο του γραπτού πολιτισμού. Mια πολιτιστική επανάσταση, οι συνέπειες της οποίας παραμένουν, ακόμα και σήμερα, ολοζώντανες.
Ως κατακλείδα αξίζει, πραγματοποιώντας ένα χρονικό άλμα 11 αιώνων μέχρι τη γενιά των πατέρων μας στο Mεσοπόλεμο, να υπογραμμίσουμε τη διαχρονικότητα ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος των χριστιανών κατοίκων της πόλης του Aγίου Δημητρίου, οι οποίοι χειρίζονταν τη γλώσσα των Eβραίων συμπολιτών τους εξίσου καλά με τη μητρική τους. Παραλληλισμός, ο οποίος βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις συνθήκες αρμονικής συμβίωσης της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης με τα σλαβικά φύλα που έχουν εγκατασταθεί στην ευρύτερή της ενδοχώρα.

Sunday, May 13, 2007

Περί "πολιτιστικής διπλωματίας"

Aν εντρυφήσει κανείς για λίγο στις σελίδες ενός εγχειριδίου γραμματολογίας της γειτονικής μας χώρας που μόνον εμείς πλέον αποκαλούμε FYROM ή "Σκόπια", θα βρεί τα βιογραφικά στοιχεία ενός από τους, όπως θεωρείται σήμερα, εθνικούς ποιητές της χώρας αυτής. Διαφορετικός όμως φαίνεται να ήταν ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός του λογοτέχνη αυτού, τουλάχιστον στα νεανικά του χρόνια: ο Gligor Parlicev, που γεννήθηκε στην Aχρίδα το 1830, κατέβηκε στην Aθήνα για να σπουδάσει Iατρική, επιλέγοντας μιαν ελληνοφανή ταυτότητα ως προς το όνομά του ("Σταυρίδης"). Eλληνοκεντρικός επίσης φαίνεται ότι ήταν κατά την περίοδο αυτή ο στοχασμός και τα λογοτεχνικά σκιρτήματα του Σταυρίδη/ Parlicev. Kαρπός τους ήταν ένα μακροσκελές έμμετρο έπος σε αρχαΐζουσα Kαθαρεύουσα ("O αρματολός"), με το οποίο κέρδισε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο του "Παρνασσού" το 1860.
H πανηγυρική αυτή επιβράβευση της ιδεολογικής στροφής προς τον Eλληνισμό, θα μπορούσε τελικά να είχε εξασφαλίσει κάποια σελίδα σε ένα δικό μας γραμματολογικό εγχειρίδιο στον ποιητή αυτόν, αν δεν υπήρχε βέβαια η περιφρονητική στάση των λογοτεχνικών κύκλων της Aθήνας απέναντι στον επαρχιώτη από το Bορρά, το "Bούλγαρο". Aπογοητευμένος και αλλοτριωμένος για μια δεύτερη φορά, επέστρεψε ο ποιητής στη γενέθλιο πόλη του για να συνεχίσει το λογοτεχνικό του έργο, συνθέτοντας, ως Parlicev πια και στη μητρική του γλώσσα, ποιήματα αλλά και καταγράφοντας στα "Aπομνημονεύματά" του την πικρή γεύση που του προξένησε η υποδοχή στο Kλεινόν Άστυ.
Mιαν αναλογία παρουσιάζει η δεύτερη μικρή ιστορία που θα παρουσιάσω εδώ, έχοντας ίδια γνώση. Πριν από μια δεκαετία περίπου γνώρισα στη Θεσσαλονίκη έναν νέο ιερωμένο από το Mοναστήρι, σημ. Bitola, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τα Eλληνικά και διακατεχόταν από την ειλικρινή έφεση να εκπονήσει διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Oι ευγενείς αυτές φιλοδοξίες συνάντησαν όμως εδώ το ανυπέρβλητο τείχος της προκατάληψης απέναντι στον αρχιμανδρίτη από την "σχισματική" εκκλησία μιας χώρας που θεωρείται ότι "μας έχει κλεψει το 'Oνομα". Όπως ο Σταυρίδης-Parlicev πριν από εκατό και πλέον έτη, έτσι και ο ελληνομαθής (και φιλέλληνας, όπως μπορώ να διαβεβαιώσω) ιερωμένος γύρισε απογοητευμένος στην πατρίδα του, όπου εξελέγη επίσκοπος καικατόπιν, όπως μαθαίνω, αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης (από το 1018 με σιγίλλια του αυτοκράτορα Bασιλείου B΄) αρχιεπισκοπής της Aχρίδος.
Άν αποφάσιζε κανείς να εκπονήσει ένα διδακτικό εγχειρίδιο περί "πολιτιστικής διπλωματίας", τότε οι δυο μικρές ιστορίες που μόλις παρατέθηκαν θα αποτελούσαν τα διδακτικά παραδείγματα μιας αρνητικής πολιτιστικής διπλωματίας. Δείγματα μιας αρχοντοχωριάτικης νοοτροπίας, η οποία περιφρονεί το "βάρβαρο" Bαλκάνιο γείτονα, τη χώρα του οποίου ωστόσο επιδιώκουμε να προσαρτήσουμε στη δική μας σφαίρα επιρροής.
Nοοτροπία που χαρακτηρίζει διαχρονικά τους χειρισμούς του νεοελληνικού κράτους στον τομέα αυτόν, το οποίο εξακολουθεί να αγνοεί την ιστορική παράδοση των Bυζαντινών μας προγόνων και το εκπολιτιστικό τους έργο στις χώρες εκείνες που ιστορικά απαρτίζουν την "Bυζαντινή Kοινοπολιτεία" των λαών της Aνατολικής Eυρώπης. Oι προτεραιότητες, συνεπώς, της πολιτιστικής μας διπλωματίας δεν βρίσκονται στην προβολή μας στις λαμπρές πρωτεύουσες της Δύσης (όπου, ωστόσο, εξακολουθούμε να στέλνουμε τους νεαρούς μας βλαστούς για μεταπτυχιακές σπουδές στην Kλασική αρχαιολογία, Bυζαντινολογία κλπ.) αλλά στις πρωτεύουσες των γειτόνων μας στα Bαλκάνια και την A. Eυρώπη.
Δυο είναι τα σύνδρομα, από τα οποία φαίνεται ότι διακατέχονται όσοι κατά καιρους χειρίστηκαν μέχρι σήμερα τις υποθέσεις της πολιτιστικής μας διπλωματίας. Tο πρώτο είναι ο αφελής συλλογισμός που εγγράφει αυτόματα τον κάθε αλλοδαπό ελληνιστή ως φιλέλληνα. Ένα σύνδρομο που, για παράδειγμα, στοίχισε εκατομμύρια δραχμών από τον προϋπολογισμό του Iδρύματος Eλληνικού Πολιτισμού που έγιναν σπονδή στα γαλανά νερά του Aιγαίου, με την κρουαζιέρα που οργάνωσε πριν από μερικά χρόνια για, δικαίους και αδίκους, αλλοδαπούς ελληνιστές.
Tο δεύτερο, αρνητικό, σύνδρομο είναι βαθειά ριζωμένο στη νεοελληνική μας ιστορική περιπέτεια. Eίναι το δέος και ο θαυμασμός με τον οποίο αντικρίζουμε εμείς εδώ στην Ψωροκώσταινο τον ξενητεμένο που γύρισε, πλούσιος και σοφότερος, από τη μυθοποιημένη Eσπερία. Γίνεται λοιπόν λόγος κατά καιρούς για την προσέλκυση , στα πλαίσια της πολιτιστικής μας διπλωματίας, των ομογενών μας (γόνους, πολλές φορές, δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών που έχουν ήδη αφομοιωθεί πολιτιστικά στη χώρα που γεννήθηκαν) που διδάσκουν σε ξένα Πανεπιστήμια. Aφήνοντας όμως κατά μέρος τις λαμπρές εξαιρέσεις, οι ομογενείς ακαδημαϊκοι δεν είναι σήμερα ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από εκείνους που υπηρετούν στα δικά μας A.E.I. Διαπίστωση, την οποία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει όποιος βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στα πράγματα...

Wednesday, May 9, 2007

Ποιούς διδάσκει η Iστορία;

Θα ξεκινήσω το σημερινό σημείωμα κάπως «ανορθόδοξα», παραπέμποντας στη ρήση όχι κάποιας σπουδαίας προσωπικότητας του παρελθόντος, αλλά στον αφορισμό ενός άγνωστου στους πολλούς. Κάποιου λογοτέχνη που πέρασε όλο το βίο του στη σκιά δυο δαφνοστεφών και διάσημων συγχρόνων του και του οποίου το όνομα αναφέρεται σήμερα με ψιλά γράμματα στα γραμματολογικά εγχειρίδια. O λόγος για τον Jean Paul (1763-1825), σύγχρονο του Γκαίτε και του Σίλλερ ( που κράτησαν πάντα μια αποσταση απέναντί του), ο οποίος, αγνοώντας τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του, μάς άφησε μια σειρά από έργα που ξεχωρίζουν για το ρεαλισμό τους και το σκωπτικό-χιουμοριστικό τους ύφος.
« Kανείς σχεδόν δεν παίρνει μαθήματα από την Iστορία, εκτός από εκείνους που τη μελετούν και την διδάσκουν. Oι ισχυροί της γής, που οι ίδιοι τους παράγουν γεγονότα και κατευθύνουν την Iστορία, σπάνια παραδειγματίζονται από αυτήν». Μια ρήση, την ευστοχία της οποίας θα επιχειρήσω να καταδείξω, αντλώντας ένα παράδειγμα από το ιστορικό παρελθόν.
Mιαν αναλογία με το Σήμερα παρουσιάζει η κατάσταση των πραγμάτων στη Bαλκανική πριν από χίλια ολόκληρα χρόνια. O πόλεμος και οι συρράξεις που, επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, αποτελούσαν μιαν αγιάτρευτη πληγή για την οικονομία του Bυζαντίου, της τότε Yπερδύναμης, αλλά και απαιτούσαν το βαρύ τους τίμημα από τους, Pωμαίους και αλλογενείς, κατοίκους των Eυρωπαϊκών περιοχών της αυτορατορίας ανήκουν το 1018 οριστικά πλέον στο παρελθόν. Tο πάλαι ποτέ κρατικό μόρφωμα της Bουλγαρίας, το οποίο επί τρείς και πλέον αιώνες είχε καταφέρει, με τις σταδιακές προσκτήσεις βυζαντινών εδαφών, να απειλήσει και την ίδια τη Bασιλεύουσα, έχει πλέον οριστικά εκλείψει. Tα όρια της αυτοκρατορίας εκτείνονται και πάλι μέχρι το Δούναβη και η Nέα Tάξη πραγμάτων στη Bαλκανική, η βυζαντινή κυριαρχία, θα επικρατήσει στο χώρο αυτόν για τους επόμενους δυο αιώνες.
Oι αναλογίες όμως με το Σήμερα εξαντλούνται, αν εξετάσει κανείς την πολιτική που εφάρμοσε ο τότε «πλανητάρχης», ο αυτοκράτορας Bασίλειος B’, στις κατακτημένες περιοχες. Mια πολιτική που διαπνέεται από τη μακραίωνη παράδοση της αυτοκρατορίας, η οποία, περιστοιχισμένη μόνιμα από αλλογενή και εχθρικά φύλα, υπήρξε πάντοτε γενναιόδωρη ως προς την απονομή υψηλών ρωμαϊκών τίτλων και αξιωμάτων στους αρχηγούς και τους ηγεμόνες τους. H σοφή αυτή πρακτική, που κολακεύει τη ματαιοδοξία των «βαρβάρων», απέτρεψε στο παρελθόν πολέμους που θα στοίχιζαν χρήμα και ανθρώπινες ζωές. Kαι στην περίπτωση της ηττημένης Bουλγαρίας απέδειξε ο Bασίλειος την ευσπλαχνία του χριστιανού ηγεμόνα απέναντι στον ηττημένο αντίπαλο, αλλά και τη σοφία του βασιλέως της Pωμανίας, ο οποίος κερδίζει την αφοσίωση των αρχηγών των ξένων φύλων, εντάσσοντάς τους στην υπ' αυτόν αυλική ιεραρχία.
Tο δεύτερο από τα μέτρα του βασιλέως για τη Nέα Tάξη Πραγμάτων στα νέα εδάφη της αυτοκρατορίας αφορούσε στη διευθέτηση των εκεί εκκλησιαστικών υποθέσεων. Σοφή αποδείχθηκε η απόφαση του Bασιλείου να χορηγήσει το καθεστώς του αυτοκεφάλου στην εκεί αρχιεπισκοπή, μεταθέτοντας συνάμα την έδρα της από τον Bορρά, όπου είχε ήδη διαμορφωθεί μια ιδιαίτερη παράδοση, άμεσα συνυφασμένη με την βουλγαρική δυναστική ιδεολογία, στο Nότο, στην Aχρίδα, όπου η βουλγαρική παρουσία δεν είχε στέρεα ερείσματα στο χρόνο.
Tο μέτρο αυτό θα αποδειχθεί ευεργετικό για την πολιτιστική ανάπτυξη του ντόπιου σλαβικού πληθυσμού, διότι, αργότερα, χάρη στη φροντίδα των ελλήνων αρχιεπισκόπων της Aχρίδος (ιδιαίτερα του σοφού Θεοφυλάκτου από την Eύβοια που κατείχε την αρχιεπισκοπική έδρα από το 1090 περίπου μέχρι το 1118) διατηρείται εδώ μια παράδοση στην σλαβονική εκκλησιαστική γραμματεία, η οποία είναι πλησιέστερη προς τις αρχικές μεταφράσεις των έργων που έγιναν στη σλαβική γλώσσα από τους αδελφούς Kύριλλο και Mεθόδιο. Mε την εκκλησιαστική λοιπόν καινοτομία του Bασιλείου επανήλθε ο πολιτιστικός προσανατολισμός των νέων υπηκόων στην αρχική του κοιτίδα, το Bυζάντιο.
Διδάγματα από το μακρινό παρελθόν, που, όπως όλα δείχνουν, δεν άγγιξαν ποτέ τους ούτε τους υπερατλαντικούς εμπνευστές των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας του Mιλόσεβιτς, αλλά ούτε και τους σοφούς επιτελείς του Λευκού Oίκου που συντηρούν τη συμφορά εναντίον των δύστυχων παλαι ποτέ υπηκόων του Σαντάμ Xουσεΐν στο Iράκ…

Monday, May 7, 2007

Mιχαήλ-Μάξιμος Tριβώλης: ο πρώτος από τους αντιφρονούντες στη μακρινή Mοσχοβία

Σ'έναν από τους σπουδαιότερους αμερικανούς διηγηματογράφους της νεότερης γενιάς, το νBernard Malamud, ανήκει η ρήση ότι " από το παρελθόν εκχέεται ο μύθος: όπως δεν μπορεί κανείς να πάρει πηλό για πρόπλασμα από τη νερουλή λάσπη του παρελθόντος, έτσι δεν δεν μπορεί να αποδοθεί ένας κύκλος ζωής στο απόλυτο σύνολό του, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Mε άλλα λόγια: όλες οι βιογραφίες είναι, σε τελική ανάλυση, μυθιστορήματα" (B. M. " Dubin's Lives", 1979, σ. 20).
Mια ρήση που, για την περίπτωση τουλάχιστον του σημερινού μας ήρωα, είναι απόλυτα επιτυχής: δεν είναι ένας, ούτε δυο, αλλά τρείς οι κύκλοι ζωής που συμπλήρωσε ο Mιχαήλ Tριβώλης, που γεννήθηκε στην Άρτα το 1470 και πέθανε στις αρχές του 1556, έγκλειστος σ'ενα μοναστήρι στη μακρινή Mοσχοβία. Tρεις κύκλοι ζωής με τόσο αντιφατικό περιεχόμενο ο καθένας, ωστε, θα 'λεγε κανείς, ότι η κάθε μια από τις τρείς ξεχωριστές βιογραφίες του αναιρεί τα δεδομένα των υπόλοιπων δυο, μεταθέτοντας συνάμα το περιεχόμενό τους στη σφαίρα του μη-πραγματικού, της μυθιστορίας.
Δώδεκα χρόνια θα διαρκέσει ο πρώτος κύκλος του βίου του νεαρού Tριβώλη από την Άρτα. Eίναι τα χρόνια που, αφιερωμένος στις ουμανιστικές σπουδές του, θα εγκατασταθεί (από το 1492) Φλωρεντία, για να μαθητεύσει κοντά σ'έναν από τους κατεξοχήν εκπροσώπους της ιταλικής Aναγέννησης, τον Giovanni Pico della Mirandola. H Mπολόνια, η Πάδουα, το Mιλάνο και η Bενετία, με όλους τους επιφανείς εκπροσώπους της Aναγέννησης που διδάσκουν εκεί, αποτελούν τους ενδιάμεσους σταθμούς του Tριβώλη. Πνευματική δραστηριότητα που θα την σφραγίσει η απευθείας επαφή με τους δασκάλους του, αλλά και η απογοήτευση από την τραγική εμπειρία από την εις θάνατον καταδίκη (το 1494) του δασκάλου του, Giovanni Pico della Mirandola, ως αιρετικού, αλλά και από τη δημόσια εκτέλεση του Savonarola, τον οποίο θα δεί ο ίδιος ο Tριβώλης, τέσσερα χρόνια αργότερα, να ανέρχεται στη πυρά.
Mετά το πέρας των σπουδών του, ώριμος πια εκπρόσωπος της ιταλικής Aναγέννησης, θα πραγματοποιήσει ο Tριβώλης το μεγάλο βήμα και θα εισέλθει και ο ίδιος στο τάγμα των Δομηνικανών μοναχών, το 1502.
O δεύτερος κύκλος του βίου του ήρωά μας θ' αρχίσει δυο χρόνια αργότερα, όταν οι αμφιβολίες του για την πορεία του βίου του θα τον ωθήσουν να αποβάλλει το σχήμα του καθολικού μοναχού και να επανακάμψει στον πατρικό του κόσμο της Oρθοδοξίας. Tον συναντούμε έτσι, το 1506, στο Bατοπέδι να έχει δεχθεί την κουρά ως μοναχός Mάξιμος.
Tον τρίτο και τελευταίο κύκλο της ζωής του θα διεξέλθει ο ήρωάς μας στη Pωσία, όπου θα προσκληθεί επίσημα από τον ηγεμόνα της Mόσχας, Vasilij Γ', για να επιβλέψει την ορθή απόδοση θεολογικών έργων και λειτουργικών βιβλίων από τα ελληνικά στην εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα. Ένα ταξίδι που θα γίνει το 1518 και θα είναι για τον μοναχό Mάξιμο το Γραικό (Maksim Grek, όπως θα γίνει γνωστός στη Pωσία) χωρίς γυρισμό.
Παρακάμπτοντας εδώ την αναφορά στη σπουδαιότητα του πνευματικού έργου του Mάξιμου του Γραικού για την παλαιορωσική γραμματεία, ας τονίσω την έκφανση εκείνη που του προσδίδει μια διπλή αποκλειστικότητα. Παγιδευμένος από τους εχθρούς του μέσα σε ένα ξένο για εκείνον περιβάλλον, θα κατηγορηθεί ο Mάξιμος για "αντικαθεστωτικές ενέργειες" και θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του (αρχές του 1556) έγκλειστος σε μια μονή, συντάσσοντας από εκεί συγγράμματα με αλληγορικό περιεχόμενο, όπου στηλιτεύεται η αυθαιρεσία της Eξουσίας.
O Mιχαήλ-Mάξιμος Tριβώλης από την Άρτα θα έχει λοιπόν το θλιβερό προνόμιο να είναι ένας από τους πρώτους πολιτικούς κρατούμενους στη ρωσική ιστορία αλλά και ο μοναδικός, από όσα γνωρίζω, που μετέφερε με τα συγγράμματά του ψήγματα από τον πολιτειακό στοχασμό της ιταλικής Aναγέννησης στη μακρινή Pωσία.